– Γέροντα, πώς μπορεί κανείς νά βλέπη τόν εαυτό του πάντοτε αμαρτωλό;
– Όταν τόν έξετάζη προσεκτικά. Όσο πιο προσεκτικά τόν έξετάζη, τόσο πιο αμαρτωλό τόν βλέπει.
– Κάποιος πού έχει πολλές φροντίδες, πώς θά βοηθηθή νά κάνη αυτήν τήν εργασία;
– Καλά είναι μέσα στήν ήμερα νά λέη λίγο τήν ευχή καί νά έχη καί κάποια ώρα περισυλλογής. Βλέπετε, ό μπακάλης κάθε βράδυ μετράει τά χρήματα του. Αν δέν παρακολουθούσε τί κερδίζει καί τί χρωστάει, θά χρεωκοπούσε καί θά έμπαινε στήν φυλακή.
– Γέροντα, μερικοί άνθρωποι δέν ξέρουν τί νά πουν στήν εξομολόγηση.
– Αυτό δείχνει ότι δέν κάνουν λεπτή εργασία στον εαυτό τους. Αν δέν κάνουμε λεπτή εργασία στόν εαυτό μας, τότε καί τά χοντρά μάς ξεφεύγουν. Πρέπει νά καθαρίσουμε τά μάτια τής ψυχής μας. Ένας τυφλός δέν βλέπει τίποτε. Ένας πού έχει ένα μάτι, έ, αυτός βλέπει άλλά πιο καλά βλέπει αυτός πού έχει καί τά δυο μάτια γερά. Καί άν έχη καί τηλεσκόπιο καί μικροσκόπιο, θά βλέπη καί τά μακρινά καί τά κοντινά πολύ καθαρά. Ένα ξυλόγλυπτο είκονάκι λ.χ. μπορώ νά τό τελειώσω σέ τρεις ώρες. Αν όμως τό αφήσω λίγες μέρες καί τό ξαναδώ, βρίσκω αρκετές ελλείψεις. Τό ίδιο μπορεί νά τό δουλέψω και μιά εβδομάδα καί έναν μήνα καί δύο χρόνια. Τό ίδιο μπορώ νά τό δουλεύω καί πέντε χρόνια, άν θέλω. Άλλά μετά πρέπει νά δουλεύω μέ φακό. Θέλω νά πώ ότι καί ή πνευματική εργασία δέν έχει τελειωμό. Όσο προχωράει κανείς πνευματικά, καθαρίζουν τά μάτια τής ψυχής του πιο πολύ-πιό πολύ, καί βλέπει τά σφάλματα του όλο καί μεγαλύτερα, καί έτσι ταπεινώνεται καί έρχεται ή Χάρις τού Θεού. Οί Άγιοι πού έλεγαν: είμαι αμαρτωλός, ελεεινός, τό πίστευαν, γιατί τά μάτια τής ψυχής τους είχαν γίνει μικροσκόπια. Όσο προχωρούσαν, αποκτούσαν ισχυρότερο μικροσκόπιο καί έβλεπαν ότι είναι πιο αμαρτωλοί. Νά, τώρα βλέπω μέ γυμνό μάτι τό χέρι μου καί μου φαίνεται όμορφο. Άν όμως τό δώ μέ φακό, θά δώ αυτές τις τρίχες, πού καλά-καλά τώρα δέν τις βλέπω, σάν κυπαρισσάκια! Βρέ παιδάκι μου, τί είμαι; αγριάνθρωπος;, θά πώ. Άν δουλεύετε έτσι πνευματικά, θά σιχαθήτε τόν παλαιό εαυτό σας.
Ό παλαιός μας άνθρωπος είναι ένας κακός ενοικιαστής μέσα μας καί, γιά νά φύγη, πρέπει νά γκρεμίσουμε τό σπίτι καί νά αρχίσουμε νά χτίζουμε τήν νέα οικοδομή, τόν καινό άνθρωπο.