-Γέροντες της εποχής μας

Ο Φοιτητής που συνάντησε το Θεό μέσα από τον Γέροντα Παΐσιο

 

 

Πριν ἀπό ἀρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Με πολλή διστακτικότητα, ἀλλά και με την ἔνταση τοῦ ἀπαιτητικοῦ ἀναζητητῆ, μοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι ἄθεος, που ὅμως θα ἤθελε πολύ να πιστέψει, ἀλλά δεν μποροῦσε. Χρόνια προσπαθοῦσε και ἀναζητοῦσε, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Συνομίλησε με καθηγητές και μορφωμένους, ἀλλά δεν ἱκανοποιήθηκε ἡ δίψα του για κάτι σοβαρό. Ἄκουσε για μένα και ἀποφάσισε να μοιρασθεῖ μαζί μου την ὑπαρξιακή ἀνάγκη του. Μοῦ ζήτησε μια ἐπιστημονική ἀπόδειξη περί ὑπάρξεως Θεοῦ. «Ξέρεις ὁλοκληρώματα ἢ διαφορικές ἐξισώσεις;» τον ρώτησα. «Δυστυχῶς ὄχι», μοῦ ἀπαντᾶ, «εἶμαι τῆς Φιλοσοφικῆς» «Κρίμα, διότι ἤξερα μία τέτοια ἀπόδειξη» εἶπα ἐμφανῶς ἀστειευόμενος.

Ἐνίωσε ἀμήχανα και κάπως σιώπησε για λίγο. «Κοίταξε», τοῦ λέω, «συγνώμη που σε πείραξα λιγάκι. Ἀλλά ὁ Θεός δεν εἶναι ἐξίσωση οὔτε μαθηματική ἀπόδειξη. Ἂν ἦταν κάτι τέτοιο, τότε ὅλοι οἱ μορφωμένοι θα τον πίστευαν. Να ξέρεις, ἀλλιῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός. Ἔχεις πάει ποτέ στο Ἅγιον Ὅρος; Ἔχεις συναντήσει ποτέ κανένα ἀσκητή;» «Ὄχι πάτερ, ἀλλά σκέπτομαι να πάω, ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά! Ἄν μου πεῖτε, μπορῶ να πάω και αὔριο. Ξέρετε κανένα μορφωμένο να πάω να συναντήσω;» «Τί προτιμᾶς; Μορφωμένο ποῦ μπορεῖ να σε ζαλίσει ἢ ἅγιο ποῦ μπορεῖ να σε ξυπνήσει;» «Προτιμῶ τον μορφωμένο. Τους φοβᾶμαι τους ἁγίους» «Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς. Για δοκίμασε με κανένα ἅγιο. Πῶς σε λένε;» ρωτῶ. «Γαβριήλ», μοῦ ἀπαντᾶ. Τον ἔστειλα σε ἕναν ἀσκητή. Τοῦ περιέγραψα τον τρόπο πρόσβασης και τοῦ ἔδωσα τις δέουσες ὁδηγίες. Κάναμε και ἕνα σχεδιάγραμμα. «Θα πᾶς», τοῦ εἶπα, «και θα ρωτήσεις το ἴδιο πράγμα: Εἶμαι ἄθεος, θα τοῦ πεῖς, και θέλω να… πιστεύσω. Θέλω μία ἀπόδειξη περί ὑπάρξεως Θεοῦ»

«Φοβᾶμαι, νρέπομαι», μοῦ ἀπαντᾶ. «Γιατί ντρέπεσαι και φοβᾶσαι τον ἅγιο και δεν ντρέπεσαι και φοβᾶσαι ἐμένα;», ρωτῶ. «Πήγαινε ἁπλά και ζήτα το ἴδιο πράγμα». Σε λίγες μέρες, πῆγε και βρῆκε τον ἀσκητή να συζητάει με κάποιον νέο στην αὐλή του. Στην ἀπέναντι μεριά περίμεναν ἄλλοι τέσσερις καθισμένοι σε κάτι κούτσουρρα. Ἀνάμεσα σε αὐτούς και ὁ Γαβριήλ βρῆκε δειλά τη θέση του. Δεν πέρασαν περισσότερα ἀπό δέκα λεπτά και ἡ συνομιλία τοῦ γέροντα με τον νεαρό τελείωσε.

«Τί γίνεστε, παιδιά;» ρωτάει. «Ἔχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Ἔχετε πιεῖ λίγο νεράκι;» «Εὐχαριστοῦμε, γέροντα», ἀπήντησαν με συγκαταβατική κοσμική εὐγένεια. «Ἔλα ἐδῶ», λέγει ἀπευθυνόμενος στον Γαβριήλ και ξεχωρίζοντας τον ἀπό τους ὑπόλοιπους. «Θα φέρω ἐγώ νερό, πάρε ἐσύ το κουτί αὐτό με τα λουκούμια. Και ἔλα πιο κοντά να σου πῶ ἕνα μυστικό: Καλά να εἶναι κανείς ἄθεος, ἀλλά να ἔχει ὄνομα ἀγγέλου και να εἶναι ἄθεος; Αὐτό πρώτη φορά μᾶς συμβαίνει».

Ὁ φίλος μας κόντεψε να πάθει ἔμφραγμα ἀπό τον ἀποκαλυπτικό αἰφνιδιασμό. Ποῦ ἐγνώρισε το ὀνομά του; Ποιος τοῦ ἀποκάλυψε το πρόβλημά του; Τί τελικά ἤθελε να τοῦ πεῖ ὁ γέροντας;
«Πάτερ, μπορῶ να σᾶς μιλήσω λίγο;», μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει. «Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε το λουκούμι, πιες και λίγο νεράκι και πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι να διανυκτερεύσεις».

«Πάτερ μου, θέλω να μιλήσουμε, δεν γίνεται;» «Τί να ποῦμε ρε παλικάρι; για ποιον λόγο ἦλθες;» «Στο ἐρώτημα αὐτό ἐνίωσα ἀμέσως να ἀνοίγει ἡ ἀναπνοή μου», ἀφηγεῖται, «ἡ καρδιά μου να πλημμυρίζει ἀπό πίστη, ὁ μέσα μου κόσμος να θερμαίνεται, οἱ ἀπορίες μου να λύνονται χωρίς κανένα λογικό ἐπιχείρημα, δίχως καμιά συζήτηση, χωρίς την ὕπαρξη μίας ξεκάθαρης ἀπάντησης.

Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αὐτομάτως ὅλα τα ἄν, τα γιατί, τα μήπως και ἔμεινε μόνο το πῶς και το τί ἀπό δῶ και ἐμπρός» Ὅτι δεν τοῦ ἔδωσε ἡ σκέψη τῶν μορφωμένων τοῦ το χάρισε ὁ εὐγενικός ὑπαινιγμός ἑνός ἁγίου, ἀποφοίτου μόλις τῆς τετάρτης τάξης τοῦ δημοτικοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι πολύ διακριτικοί. Σου κάνουν την ἐγχείρηση χωρίς ἀναισθησία και δεν πονᾶς. Σου κάνουν την μεταμόσχευση χωρίς να σου ἀνοίξουν την κοιλιά. Σε ἀνεβάζουν σε δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τις σκάλες τῆς κοσμικῆς λογικῆς. Σου φυτεύουν την πίστη, χωρίς να σου κουράσουν το μυαλό…

Πηγή: «Φωνή αὔρας λεπτῆς» – Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

πηγή

About the author

Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης