-Άγιον Όρος

Αναμνήσεις του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου (Μέρος 1ο).

Ηγούμενος Ι.Μ.Δοχειαρίου Αρχιμ.κ.κ.Γρηγόριος

Η μάνα μου η Λογγοβάρδα

Αναμνήσεις του Ηγουμένου

της Ι. Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους

Αρχιμ. Γρηγορίου Ζουμή

Ας τρέξουμε με γοργόφτερο κα­ράβι από την Πάτμο στην Πάρο. Αυτά τα δυο νησάκια δεν έμειναν πο­τέ απαράκλητα και ορφανά από πνευματικούς πα­τέρες. Φαίνεται, ο Θεός τα αγάπησε και δεν σήκωσε ποτέ από πάνω τους την φροντίδα Του. Την απο­κάλεσα μάνα, χωρίς να αισθάνομαι της υπερβολής το ατόπημα. Μάνα δεν είναι, μόνον αυτή πού κυοφορεί, τίκτει και θηλάζει, αλλά και εκείνη πού προστατεύει και φροντίζει τα μικρά πλάσματα, πού δεν μπορούν στους κινδύνους να υπερασπίσουν τον εαυ­τό τους. Ευθύς ως ποδάρωσα η Λογγοβάρδα υπήρξε για μένα το ξωμάντρι της ζωής μου. Έξι χρόνων προσκύνησα σ’ αυτό το άβατο Μοναστήρι. Λυτοί οι αρχαίοι μοναχοί, πού καθόλου δεν παρασάλευσαν την αρχαία τάξη του μοναχισμού, δεν άνοιξαν την πόρτα τους στον σύγχρονο πολιτισμό. Από το κανδήλι της Εκκλησίας μέχρι το φαγητό, την τράπε­ζα, το ρούχο και το φέρσιμο υπήρξαν οι δάσκαλοι μου στα μοναχικά σκάμματα.

-Μάνα, δεν το φορώ αυτό, είναι φανταχτερό, δεν φοράνε τέτοια στο Μοναστήρι.

-Μα δεν είσαι ακόμη μοναχός.

-Μη στεναχωριέσαι, μάνα θα γίνω.

Σ’ αυτό το φροντιστήριο εξασκήθηκαν και διακό­νησαν άνδρες σπουδαίοι, μεγάλης αυτοθυσίας, στολι­σμένοι με τις αρετές της αύτομεμψίας, της νηστείας, της ταπεινοφορίας, της συνεχούς προσευχής και πά­νω απ όλα της ταπεινοφροσύνης, της τέλειας εξαφα­νίσεως από του κόσμου την θωριά. Εκείνο πού εύκολα διέκρινες ήταν ή βαθειά μετάνοια των μο­ναχών. Τηρούσαν το «μη πολλοί διδάσκαλοι γίνεσθε». Τέτοια δυστυχία σ’ αυτό το Κοινόβιο δεν υπήρχε να ψάχνουν ακροατήριο να τους ακούσουν. Ό κάθε μοναχός δεν είχε κύκλο γνωστών, να λούζεται από τα βρωμόνερα των επαίνων. Σχεδόν και ή ψαλ­μωδία και ή ανάγνωση γινότανε απλή και ανεπιτήδευτη, για να μη σηκώνεται το φρύδι περισσότερο από κει πού το έθεσε ό Πλάστης. Κάθε επιτήδευση οι γέ­ροι δεν την επέτρεπαν στον χώρο τους. Γι’ αυτούς ήταν ανοικτή μπουκαπόρτα καραβιού, πού θα βου­λιάξει στα μανιασμένα κύματα της κενοδοξίας. Καμιά μυρωδιά δεν επέτρεπαν προτιμούσαν την ξινίλα της απλυσιάς. Ακόμη ούτε την ευωδιά των φυσικών λουλουδιών δεν επέτρεπαν στην Εκκλησία. Φοβότα­νε το «είτε αφή κατεμαλακίσθησαν, είτε όσφρησιν κατεθήλυναν» σαν μεγάλη πτώση. Το μαύρο ξεθω­ριασμένο ράσο, πού μόνον μαύρο δεν ήτανε, ήταν ό επενδύτης τους. Κάμποτο βαμμένο στο καλύτερο κναφείο του κόσμου: τα καρυδόφυλλα. Το ηλιοκαμένο πρόσωπο τους, τα ροζιασμένα χέρια με τις φλέβες πε­ταμένες έξω, τα υποδήματα με τις άπειρες φόλες, ή ζώνη ή ματισμένη σε καταρράκωναν. Ελεεινολογούσες τον εαυτό σου. Χτυπούσες το στήθος, το εργα­στήριο των κακών. Που εκεί μαλακά φορέματα, τρυφερές χούφτες και περιποιημένη κόμμωση;

Τους δοκίμους τους εξασκούσε γέροντας πολιός στο Κάθισμα των Ταξιαρχών. Στον χρόνο γύριζαν στο Μοναστήρι για την κουρά. Τα μαλλιά από τα χώματα και τους ιδρώτες που να ξεμπλέξουν; Γι­νότανε κουρά προ της κουράς.

-Κόψ’ τα τώρα και άφησε τα χτενίσματα και το λούσιμο.

Αυτά ταπείνωναν την σάρκα και γυναίκα δεν ήθελε. Το βλέμμα απλανές δεν κοίταζε πρόσωπο ανθρώπου. Άλλα κι εκείνη ή στρωμνή άλλη βάσα­νος. Σκέτο ξύλο να ισάζουν τα πλευρά. Που να βρεις ανάπαυση. Δεν ήξερες που να γυρίσεις, για να ξεκουράσεις το σώμα σου.

Σ’ αυτό το εργαστήρι βρήκα τους ανθρώπους πού μου σημάδεψαν την ζωή. Αφήνω τον Γέροντα, πού διέλαμψε σαν αστήρ φαεινός, όχι μόνον στην μάνδρα του, άλλα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο της Χριστιανοσύνης, κι έρχομαι στους υποτακτικούς. Αρχίζω από τον Οικονόμο τον παπα-Δαμιανό, τον τρίτο τη τάξει.

Ο παπα Δαμιανός

Ο δάσκαλος της υπομονής

Την Τριπολιτσά είχε πατρίδα. Τελείωσε κά­ποια εμπορική Σχολή, πήγε στρατιώτης και έφυ­γε για την χώρα του ευδαιμονισμού, την Αμερική. Εκεί τ αδέλφια του διατη­ρούσαν φαγάδικο, απ όπου περνούσαν πολλοί Έλληνες και κυρίως οι πρό­σφυγες. Ο Πόντος και η Μικρά Ασία δεν είχαν λησμονηθεί. Έκαναν πάντα λόγο για τις Εκκλησιές, τις παραδόσεις τους, τους παπάδες, τα Μοναστήρια και τις γιορτές τους.

-Σήμερα η μάνα μας δεν μας έδινε λάδι. Η λα­λά μας τίποτε δεν έτρωγε.

-Από σήμερα αρχίζει ο «Ντινάμεος». Στην πατρίδα τα ανδρόγυνα ξεχώριζαν, για να προσεύ­χονται περισσότερο.

Τα δε βιβλία για Αγίους κυκλοφορούσαν στο μαγαζί όπως οι τράπουλες.

-Το διάβασες αυτό; Είναι πολύ ωραίο. Μαθή­τευσε δεν θα χάσεις.

Ή «Αμαρτωλών σωτηρία» είχε τα πρωτεία και έδινε και έπαιρνε καρδιές στην Αμερική, ενώ στον ελληνικό χώρο είχε εξαφανιστεί σαν βαρύ καλογερικό βιβλίο, μαζί με τόσα άλλα πού έθρεψαν το δούλο Γένος. Που να το συστήσουμε; Θα μας κα­τηγορούσαν πώς καλόγερους θέλουμε να κάνουμε τα παιδιά τους – άπαγε της βλασφημίας! Καλοί οι καλόγεροι, στα Μοναστήρια, άλλα μακριά από την χριστιανική κίνηση κι αγαπημένοι.

Ό νεαρός Κωστόπουλος δεχότανε τις κουβέντες αυτές όπως τα γατάκια τον ήλιο, για να ανοίξουν τα μάτια τους. Αλλά εκεί πού δονήθηκαν τα εντός του ήταν ή εμπεριστατωμένη μελέτη της «Αμαρ­τωλών σωτηρίας». Ένα μήνα την μελετούσε την νύχτα στο δωμάτιο του. Στην κυριολεξία την καταβρόχθισε,

-Αδέλφια, σας ευχαριστώ πού με προσκαλέ­σατε να εισέλθω εις τους κόπους σας, άλλ’ εγώ θα επιστρέψω στην Ελλάδα να γίνω καλόγερος.

Και μόνον ή λέξη καλόγερος έσπαζε κόκκαλα την εποχή εκείνη, όπως και σήμερα και πάντα.

-Όρε, που θα πάς; Ή Αμερική είναι ασφάλεια, είναι φτωχομάνα. Ξέχασες πού φυτεύαμε στην πα­τρίδα καλαμπόκι με το σουβλί και φύτρωνε ρίγανη; Εδώ είναι ή απόλαυση της ζωής. Στην Ελλάδα τυ­ραγνίες και βάσανα. Και ο Τούρκος καιροφυλακτεί απέναντι να μας καταπιεί.

-Όχι, όχι, θα επιστρέψω.

-Αυτά διάβαζες τόσες νύχτες;

Ό μεγάλος αδελφός ήρθε σε ρήξη με τους πε­λάτες πού έρχονταν, βαστάζοντας υπομάσχαλα τα καλογερικά βιβλία. Άρπαξε την «Αμαρτωλών σω­τηρία» και την πέταξε στον δρόμο.

-Φάγατε τον αδελφό μου. Τον παρασύρατε στα Μοναστήρια.

Ό γερο-Σμυρνιός συνοφρύαζε σ’ αυτά τα λόγια.

-Σ’ αυτόν τον δρόμο, παλληκάρι μου, δεν μπο­ρεί να παρασύρει κανείς άλλος δεν υπάρχει απο­πλάνηση, αλλά πρόσκληση θεϊκή. Μην υβρίζεις την θεϊκή κλήση, μη γίνεσαι θεομάχος είμαστε πολύ μικροί να τα βάλουμε με τον Θεό.

Μαλάκωσε ό σκληρός αδελφός και την επομένη έδωσε τα εισιτήρια στο ξεμυαλισμένο παλληκάρι για την Ελλάδα.

Σ’ ένα μήνα κατέβηκε από το βαπόρι στον Πει­ραιά. Βλέπει δυο ρασοφόρους, πού ό καλογερικός σκούφος τους πρόδιδε πώς δεν ήταν εκ του κόσμου.

-Πατέρες, πατέρες, σταθείτε.

Είχε και κάποιες αποσκευές αμερικάνικες, πού του φόρτωσαν οι γνωστοί για τους συγγενείς και του έκαναν δύσκολη την μετακίνηση.

-Έρχομαι από την Αμερική. Με παίρνετε μα­ζί σας στο Μοναστήρι;

-Ακολούθησε.

Το πρώτο πού παρατήρησα, έλεγε αργότερα ό παπα-Δαμιανός, ήταν πώς όλοι οι άνθρωποι περιεργάζοντο πρόσωπα και καταστήματα. Οι γέρον­τες πήγαιναν σφαίρα, δεν τους προλάβαινα στον βηματισμό, ακολουθούσα τρέχοντας. Και από τότε μέχρι σήμερα αισθάνομαι πώς τρέχω, για να προλάβω τον μοναχισμό. Κάποια στιγμή με ρώτησαν

-Καλόπαιδο, από που είσαι.;

-Από Τρίπολη.

-Κι εμείς Τριπολιτσιώτες είμαστε και μονά­ζουμε στην Λογγοβάρδα της Πάρου.

-Όπου πηγαίνετε μαζί σας έρχομαι.

Μ’ ένα βραδυκίνητο καράβι ξημερώσαμε στην Πάρο. Την πρώτη μετάνοια έβαλα στην Καταπολιανή κι έπειτα στην Ζωοδόχο Πηγή. Ή δοκιμασία σκληρή. Ποτέ δεν έψαξα ανάπαυση πάντα με βήμα γρήγορο ακολουθούσα τους γέροντες.

Ανέλαβε οικονόμος και ταμίας από τον ηγούμε­νο Ιερόθεο. Έμεινε στην θέση αύτη και επί ηγουμενίας Φιλόθεου Ζερβάκου. Θέση πού την κράτησε μέχρι τον θάνατο του. Στην δεκαετία του ’80 διαδέχθηκε τον γέροντα Φιλόθεο στην ηγουμενία. Στην ερώτηση μου

-Τί κάνεις, άγιε ηγούμενε;

Μου απήντησε:

-Σώπα, σώπα, εγώ ηγούμενος;

Υπήρξε πράος και ειρηνικός και ειρηνοποιός. Ποτέ δεν μίλησε άσχημα σε άνθρωπο και για άν­θρωπο, παρ’ όλο πού το διακόνημά του έδινε λαβές για οξύτητες. Αυτό το πέτυχε, όπως μου ομολογούσε, πάντα με την προσευχή και την υπομονή. Περπατούσε τα καλντερίμια της Μονής και ανεβοκατέβαινε τις σκάλες, λέγοντας συνεχώς «υπομονή, υπομονή».

-Γιατί, παπα-Δαμιανέ, το λες συνεχώς;

-Για να μην το ξεχάσω. Ή κατάσταση της υπομονής με σώζει από πολλά πράγματα. Αργό να κρίνω και ν’ αποφασίζω κι έτσι δεν αδικώ τον αδελ­φό μου.

Ήτανε ή μάνα του Μοναστηρίου. Όποιον δάγ­κωνε ή παρατήρηση ή ή επίπληξη, στον παπα-Δαμιανό κατέφευγε.

-Μη στενοχωριέσαι, θα πιούμε και καφέ έχου­με και λουκούμι. Υπομονή πολλή θέλει ή καλογε­ρική.

Γλύκαινε την καρδία του υποτακτικού μόνον με το αόρατο χάδι της αγάπης, χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες σε κανένα.

Όλοι καλοί. Ό Χριστός μαζί μας. Την Ούρα του Παραδείσου όλοι χτυπούμε και κανένα δεν απο­στρέφεται ο Θεός. Ή σιωπή καταισχύνει τον διά­βολο.

Αν κάποιος περίεργος πρόβαλλε στο κελλί του με τα συνηθισμένα

-Τα ‘μαθες τα νέα, παπα-Δαμιανέ;

-Τί; Κανένα καλό, κανένα καλό;

-Όχι, άσχημα χαμπάρια.

-Πήγαινε, πήγαινε.

Όχι καμιά κατάκριση δεν δεχότανε. Όλοι καλοί και ωραίοι. Στην εξομολόγηση δεν άκουγε ευχαρίστως τα συζυγικά «μου πε και του πα».

-Άσ’ τα αυτά έλα να σου διαβάσω την ευχή. Αυτά συμβαίνουν δεν είναι, άξια σχολιασμού. Ή υπομονή, ή ρίζα όλων των καλών, όταν υπάρχει, δεν δημιουργούνται προβλήματα. Ή υπομονή, ευλο­γημένη, γεφυρώνει και τα πιο μεγάλα χάσματα. Δεν ακούς την Παναγία την είπαν γέφυρα, γιατί με την υπομονή Της κατεργάσθηκε την ταπείνωση, την κορωνίδα όλων των αρετών. Έχουμε και Άγια Υπομονή σ’ αυτήν να προσεύχεσαι να λαμβάνεις δύναμη. Ό Χρίστος είπε: «Την υπομονή την χρει­αζόμαστε μέχρι το τέλος». Ό άνδρας σου, κουρα­σμένος από την δουλειά, θα πει και παραπανίσιες κουβέντες. Είναι ανάγκη να απαντήσεις; Ή υπο­μονή των Αγίων κράτησε τον κόσμο και ή υπομονή της γυναίκας το σπίτι.

Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε τον πατέρα Δαμιανό σαν τον όσιο της υπομονής και διδάσκαλο έργω τε και λόγω. Ό ίδιος έκανε τόση υπομονή στο Κοινόβιο πού αναχαίτιζε κάθε φουρτούνα πειρα­σμού. Όλο το νησί ήξερε την διδασκαλία του πα-πα-Δαμιανου κι έλεγαν μεταξύ τους «Υπομονή, ευλογημένε, όπως λέγει ο παπα-Δαμιανός. Εσύ δι­κό σου ευαγγέλιο έχεις;». Δεν άρεσε και πολύ στις γριές, πού ήθελαν να καθυποβάλουν, όπως έλεγαν, στον πνευματικό τον γέρο τους, ψάχνοντας δικαίω­ση, άλλ’ ό παπα-Δαμιανός ζητούσε από τους ανθρώπους αρετές και όχι δικαίωση και δικαιώματα. Χίλια δίκια και να είχαν οι κοσμικοί, ο παπα-Δα­μιανός δεν έψαχνε το δίκιο.

Άφηνε τα αυτά -έλεγε- και δούλεψε την υπομονή. Αυτή θεραπεύει τα δίκια. Τα άλλα πυ­ρακτώνουν μίση, μνησικακίες. Και μη δίνεις εργό­χειρο στον πειρασμό. Τα δικαιώματα χωρίζουν τους ανθρώπους. Στον μωσαϊκό Νόμο το δίκιο πήγαν να εφαρμόσουν, την ισότητα του νόμου, και δεν τα κατάφερε ο άνθρωπος, γι` αυτό ήρθε ο Χριστός και θέ­σπισε την αγάπη και το συγχώριο. Εύρα τα με τον σύνδουλό σου, χωρίς να ψάχνεις καντάρια και ζυγαριές, γιατί πάντα από το δικό σου τάσι θα ρίχνεις λιγότερα βάρη. Πάρε τδ βάρος επάνω σου «εγώ φταίω» και καταργούνται όλα τα ζύγια. «Αν ό Θεός κρατήσει ζύγια, κανένας δεν θα σωθεί», όπως λέγει ο αββάς Βαρσανούφιος.

Είχε την ευθύνη των δοσιμάτων. Οι ελεημοσύ­νες του Μοναστηρίου περνούσαν όλες από τα χέρια του. Αυτή ή μέρα ήταν ή πιο χαρούμενη της εβδο­μάδος. Τα χέρια του είχανε θεϊκό άνοιγμα στους φτωχούς. Έβαζε μεταλλικά νομίσματα μέσα στα όσπρια και χαριεντιζόμενος έλεγε

-Όταν θα τα καθαρίζουν οι γιαγιάδες θα χαί­ρονται.

Γελούσε μόνος του.

Νομίζω πώς πιο πολύ χαι­ρότανε εκείνος από εκείνους που θα τα ‘έβρισκαν.

Σαν λειτουργός και στο Μοναστήρι και στον κό­σμο είχε πάντα τα μάτια σφαλισμένα. Σαν να ήταν ο κόσμος της Λειτουργίας όλος δικός του και ήθελε να χαίρεται και να τον απολαμβάνει. Σαν τον πότη, πού, όταν έχει το ποτήρι στο στόμα του, κλείνει τα μάτια του να το απολαύσει. Το κλείσι­μο των ματιών στον κόσμο το είχαν όλοι οι Λογγοβαρδίτες, άλλα ο παπα-Δαμιανός υπερέβαλλε. Γνώριζε καλά το γνωμικό «Δια των θυρίδων ανεβαίνει θάνατος στην ψυχή». Δεν είχε ούτε ιδιαίτε­ρα καλή φωνή ούτε γνώσεις μουσικής, αλλά, όταν έψαλλε και σταύρωνε τα χεράκια του, γινότανε αληθινή εκτενής ικεσία. Ή απλή του Λειτουργία ήταν επιθυμητή και αγαπητή σ’ όλους. Οι από καρ­δίας εκφωνήσεις του εύφραιναν Θεόν και ανθρώ­πους. Τα άμφια του ήταν πάντα απλά, τα ευτελέστερα των υφασμάτων. Από αυτά εμείς φτι­άχναμε στα σπίτια μας καλύμματα για τους νη­σιώτικους καναπέδες. Και όμως καμάρωνε σαν τα παιδιά, όταν φορούσαν καινούργια παπούτσια. Άκουγες τις γριές να λένε

-Σήμερα ό παπα-Δαμιανός ήτανε μες στην χα­ρά του με την παπλωματού πού φορούσε.

Στο πρόσωπο του παπα-Δαμιανού εννόησα τι σημαίνει να έχουν οι πιστοί ευλάβεια στον παπα και όχι προσωπολατρία. Άλλωστε πότε τον έβλεπαν, για να τον λατρεύσουν; Το καλό του όνομα τους αγίαζε και τους ευλογούσε, οπού και να βρίσκονταν.

Ήτανε προσγειωμένος στην πραγματικότητα της ζωής. Το Μοναστήρι μας με την λατρεία είχε και την διακονία. Δεν ήθελε να τραβούν εις μάκρος οι ακολουθίες εις βάρος των διακονητών αδελφών. Άκουγες να λέγει

-Καλά είναι’ έχουμε και δουλειές. Έχουμε να μαγειρεύουμε, να βαϊλέψουμε τα ζώα. Νηστικά μέσα στην μάνδρα περιμένουν το δικό μας έλεος.

Καθόλου δεν δεχότανε τα Μοναστήρια να λει­τουργούν από τους κόπους και τις προσφορές των φτωχών ανθρώπων.

-Εμείς μόνοι μας πρέπει να ευποριζόμεθα την ζωοτροφία μας. Οι λαϊκοί έχουν πολλές υποχρεώ­σεις. Μη ζητάτε τίποτα, ούτε ευθέως ούτε συνεσκιασμένα. Αν καυχώνται για τα πολλά πού έχουν, ας τα χαίρονται με την φαμίλια τους. Αν έχει περίσ­σια, ας τα κάνει ότι θέλει. Αν μάθει να ελεεί, ακό­μη καλύτερα.

Σαν Οικονόμος τον κάθε μοναχό τον καθιστούσε υπεύθυνο στο διακόνημά του να αποδώσει, το οφειλομένων. Και τον πιο δύστροπο τον έβαζε σε δου­λεία, με τον δικό του τρόπο, πού άρχιζε χωρατά και τελείωνε επιτακτικά.

Ήταν άνθρωπος της άκρας οικονομίας. Το σιτηρέσιο πού παρέλαβε προ εξήντα χρόνια αυτό κράτησε. Ήθελε παντού να γίνεται οικονομία. Δεν ανεχότανε να χάνεται τίποτα από τα πράγματα της Μονής.

-Την σπατάλη δεν την ευλόγησε ο Θεός.

Μέχρι τα βαθειά του γεράματα με το νερό πού έπλυνε τα πόδια του σφουγγάριζε γονατιστός την κεντρική πέτρινη σκάλα του Μοναστηρίου, για να μην πάει το νερό χαμένο.

Ακόμη είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πώς ό παπα-Δαμιανός έζησε στο νησί της Πάρου περισ­σότερο από εξήντα πέντε χρόνια και μόνον δύο φορές εξήλθε της νήσου. Αυτό ήτανε στο πλησιέστερο νησί της Νάξου, για να φτιάξει τα δόντια του. Ου­δέποτε εκδήλωσε επιθυμία ούτε στην πατρίδα του να υπάγει, ούτε τους συγγενείς του στην Αθήνα να επισκεφθεί. Οι αρετές αυτές σπανίζουν στους ση­μερινούς μοναχούς, οι οποίοι, κάτω από το παρά­πονο «άνθρωπος είμαι κι εγώ», στοιχούνε το αγιογραφικό «Εν έξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου εκ λαού βαρβάρου». Θεωρούν το Μοναστήρι φυλακή και ζητούν συνεχώς εξόδους ανά τον κόσμο.

Όποιος έμενε κοντά του κάτι έπαιρνε πάντα από τον όμορφο, ανεπιτήδευτο τρόπο του. Ό παπάς αυτός, παρά τα πολλά του χρόνια, είχε θαυμάσια έκφραση. Ή θέα του προσώπου του ήταν απόλαυση πνευματική. Πάντα καθόμουν απέναντι του, για να θεωρώ την δόξα της αγιοσύνης του στο πανάρχαιο πρόσωπο του. Ένα χρόνο προτού να πεθάνει τον ρώτησα

-Πώς πέρασες, παπά μου, στην ζωή σου;

-Πολύ καλά.

-Και τώρα;

-Καλύτερα.

-Από δω και εμπρός;

-Ακόμα πιο καλά.

-Ό παράδεισος;

-Όλος δικός μας.

Ούτε γωνιά, ούτε πίσω από την πόρτα. Όλος δικός μας. Με τόση βεβαιότητα το ομολόγησε, πού με κατέλαβε δέος.

Στην εκταφή του τα οστά του ήτανε κεχριμπαρένια και άφηναν αίσθηση οσίου ανδρός. Οι ευχές του από τον παράδεισο να είναι μαζί μας και με το Μοναστήρι του, στο οποίο πολλά κοπίασε από την νεότητα του μέχρι το τέλος του. Αμήν.

Συνεχίζεται…

ΠΗΓΗ

About the author

Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης