Φημολογείται ότι στην Σκήτη των Ιβήρων ήταν ένας μοναχός, ονομαζόμενος Άνθιμος, τυφλός εκ γενετής. Άκουε τα θαύματα που έκανε η Παναγία η Πορταΐτισσα, σ’ όλο τον κόσμο, και Την παρακαλούσε να τον θεραπεύσει.
Από την πολλή ευλάβεια, που είχε στην Παναγία την Πορταΐτισσα, ζήτησε από έναν αγιογράφο να του ζωγραφίσει μία όμοια εικόνα. Ο αγιογράφος ετοίμασε τον πίνακα να τον εργασθεί. Όταν όμως έπαιρνε το κονδύλι να χαράξει το σχέδιο, το χέρι του μαρμάρωνε!
Μετά από λίγες ημέρες νομίζοντας ο πατήρ Άνθιμος ότι η αγία Εικόνα ήταν έτοιμη, πήγε να την πάρει από τον αγιογράφο. Ο αγιογράφος του είπε ότι, όταν άρχιζε να εργασθεί το σχέδιο, τα χέρια του νεκρώνονταν και δεν μπορούσε να την εργασθεί. Ο πατήρ Άνθιμος, όταν το άκουσε, γονάτισε καταγής και χύνοντας δάκρυα πόθου παρακαλούσε την Κυρία Θεοτόκο να επιτρέψει στον αγιογράφο να ζωγραφίσει την αγία Της Εικόνα.
Η Παναγία δεν παρέβλεψε τον πόθο του, αλλά πρώτα άνοιξε τα μάτια του, και ύστερα οικονόμησε να ζωγραφισθεί η αγία της Εικόνα αχειροποίητη πάνω στη σανίδα του ζωγράφου, για να δει ο πατήρ Άνθιμος το Πανάχραντο πρόσωπό της και του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και να κηρυχθεί και αυτό το γεγονός σ’ όλο τον κόσμο! Ο πατήρ Άνθιμος, με τα θεραπευμένα μάτια του, Την είδε, Την απόλαυσε αχόρταγα και πάλιν έχασε το φως του και ήλθε στην προηγούμενη κατάστασή του!
Πηγή: Αρχιμανδρίτου Ιωαννικίου Κοτσώνη, «Αθωνικόν Γεροντικόν», έκδοσις Δ΄, Ι. Ησυχαστηρίου Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 2004. Μεταφορά στη δημοτική: Α.Χ., Θεολόγος