-Γέροντες της εποχής μας

Στην Κόνιτσα για θεραπεία (Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου)

 
 
            Ο π.Αβέρκιος υπέφερε ήδη από τα γνωστά προβλήματα της υγείας του που επιδεινώνονταν. Οι Γέροντες της Μονής ανησύχησαν και τον έστειλαν στην Κόνιτσα για θεραπεία το καλοκαίρι του έτους 1956. Στο Νοσοκομείο δεν ήθελε να εισαχθεί, για να μην γίνει αφορμή να κατηγορήσουν τον μοναχισμό και πουν ότι οι μοναχοί καταλήγουν στα σανατόρια. Τηρώντας με μεγάλη συνέπεια την ξενιτεία, που ως καλόγηρος υποσχέθηκε, δεν πήγε να μείνει στο σπίτι του. Πήγε και έμεινε στο εξωκκλήσι της αγίας Βαρβάρας με το οποίο τον συνέδεαν ασκητικοί παιδικοί αγώνες και υπερφυσικά γεγονότα. Εκεί τις νύχτες άναβε ένα κερί και αγρυπνούσε προσευχόμενος και κάνοντας μετάνοιες στις πλάκες. Ώσπου μια μέρα οικονόμησε ο Θεός και ήρθε να ανάψει τα καντήλια η Καίτη Πατέρα, που για καιρό εργαζόταν εκτός Κονίτσης.
            «Ήταν καλοκαίρι», διηγείται η ίδια, «πήγα στο εξωκκλήσι και είδα έναν καλόγηρο πολύ αδύνατο που έμοιαζε σαν όσιος, μια μορφή σαν Χριστός. Δεν τον γνώρισα στην αρχή. Είχε έρθει στην Κόνιτσα για θεραπεία. Δεν ήθελε να μείνει στο σπίτι του, γιατί έλεγε ότι οι μοναχοί πρέπει να είναι μακρυά από συγγενείς. Του πρότεινα να μείνει στο σπίτι μας, για να έχει παρέα η μητέρα μου που ήταν ολομόναχη και ηλικιωμένη.
 
 
»Από ευγνωμοσύνη έσκυψε το κεφάλι και ήρθε στο σπίτι. Από το Μοναστήρι του έδωσαν ένα ‘’κοκοράκι’’(νόμισμα που η αξία του είναι το ¼ της λίρας) και μας το έδωσε.
»Έμεινε τρεις μήνες περίπου. Άρχισε την θεραπεία με στρεπτομυκίνη. Ερχόταν ο γιατρός της Κόνιτσας και τον παρακολουθούσε. Η αδελφή του έκανε τις ενέσεις.

 

»Έμεινε σε ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο και όλη την ημέρα διάβαζε, προσευχόταν και ήθελε να νηστεύει. Εγώ τις λίγες μέρες που έμεινα στο σπίτι με την άδειά μου του ετοίμαζα δυναμωτικά φαγητά. Έβραζα κρέας, έπαιρνα του ζουμί, έβαζα μπόλικο λάδι, για να μην καταλαβαίνει ότι είναι ζουμί κρέατος, και έκανα ένα πιάτο σούπα. Ήταν ο οργανισμός του δυνατός και σε λίγο συνήλθε. Μόλις είδε ότι  ζώνη τον έσφιγγε και έπρεπε να την χαλαρώσει, σταμάτησε να τρώει τις σούπες που του έκανα και έβραζε μόνος του σε ένα μπρίκι σιτάρι και έτσι περνούσε.
»Μια νύχτα σηκώθηκε η μητέρα μου και ακούει από το δωμάτιο που κοιμόταν ο π.Αβέρκιος ένα ρυθμικό κτύπο, ντράγκα-ντρούγκα… Με ξύπνησε και με έστειλε να δω τι κάνει ο καλόγηρο. Ήταν η ώρα 12 τα μεσάνυχτα. Χτυπάω την πόρτα του λέγοντας: ‘’Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…’’, έτσι μου έλεγε να λέω. Ανοίγει και μου λέει: ‘’Αχ αδελφή, τι έπαθες; Μην ανησυχείς, κατάλαβα τι συνέβη. Δεν ήθελα να σας το πω. Έτσι συνηθίζω να κάνω τη νύχτα. Γιατί πρώτα-πρώτα τώρα κάνω μια ζωή που δεν είναι καλογερική. Μετά έχω και υποχρέωση να κάνω προσευχή για κάποιους που με βοηθάνε’’. Ενώ ήταν άρρωστος, όλη τη νύχτα έκανε κομποσχοίνι και μετάνοιες».

About the author

Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης