Γεννήθηκε περί το 1383 από ευσεβείς κι επιφανείς γονείς στή Θεσσαλονίκη.
Διακρινόταν για την παιδεία του, την αρετή και τη σύνεση του. Είχε το προσωνύμιο Ασπρόφρυς. Νέος ήλθε στο Άγιον Όρος (1401) κι έγινε μοναχός στη μονή Βατοπεδίου υπό τον ενάρετο Γέροντα Αρμενόπουλο επί διετία και αργότερα τον ασκητή Δαβίδ και χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Με τον Δαβίδ πήγε στην Κωνσταντινούπολη, υστέρα από πρόσκληση του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας δεν κατάφερε να τους κρατήσει για πολύ κοντά του ως πνευματικούς συμβούλους. Επέστρεψαν στο Άγιον Όρος, όπου ο Δαβίδ ανεπαύθη (+1422).
Αργότερα, ο όσιος Μακάριος πήγε ξανά στην Κωνσταντινούπολη κι έγινε ηγούμενος και ανακαινιστής της σε παρακμή ιεράς μονής Παντοκράτορος. Στάλθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο ως αντιπρόσωπος του στη Ρώμη και διακρίθηκε για την άκαμπτη στάση του και το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα (1429). Υπήρξε πρωτοσύγκελλος του πατριάρχη και πνευματικός πατέρας του αυτοκράτορα.
Εκοιμήθη από τη λοιμική ασθένεια της πανώλης στη Χάλκη. Τον λάτρευαν οι πάντες. Ετάφη στη μονή Παντοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως στις 7.1.1431.
Έγραψε τους βίους των αγίων Ανδρέου αρχιεπισκόπου Κρήτης, Μαξίμου του Καυσοκαλύβη, Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη, λόγο στην άνακομιδή των λειψάνων της αγίας Ευφημίας και άλλους. Επίσης λόγο κατά της «καί εκ του Υιού» έκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και άλλους , όπου τονίζει τις σοβαρές διαφορές μεταξύ Όρθοδόξων και Λατίνων. Ο όσιος Μακάριος ήταν πιστός ακόλουθος του αυστηρού ήσυχαστικού βίου και αξιώθηκε της θέας του άκτιστου φωτός, κατά τόν ανώνυμο βιογράφο του.
Ακολουθία συνέθεσε ό Χ. Μ. Μπούσιας, ή όποια υπάρχει ανέκδοτη στή μονή Βατοπεδίου.
Η μνήμη του τιμάται στίς 8 Ιανουαρίου.
Πηγή: Άγιοι Αγίου Όρους, Μωυσέως μοναχού Αγιορείτου, Εκδόσεις Μυγδονία