Γέροντας Ιερού κελιού Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Το 1760 στην Κωνσταντινούπολη συνάντησε τον κατά σάρκα αδελφό του Χρύσανθο τον Αιτωλό (†1785), από τον οποίο διδάχθηκε ρητορική τέχνη. Το ιεραποστολικό του έργο στον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο ήταν μεγαλόπνοο, θαυμαστό, αποτελεσματικό και σπουδαίο.
Κήρυττε απλά, μεστά, εγκάρδια, εκφραστικά, ταπεινά και χαριτωμένα. Μιλούσε «το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, αλλ’ ως αδελφός· διδάσκαλος μόνος ο Χριστός μας είναι». «Είστε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας», έλεγε στους ακροατές του, «και όχι μόνον δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια να σας φιλήσω, διατί ο καθένας από λόγου σας είναι τιμιώτερος από όλον τον κόσμον». Άλλοτε πάλι χαρακτηριστικά και ταπεινά παρατηρούσε: «Ακούγοντας και εγώ, αδελφοί μου, ετούτον τον γλυκύτατον λόγον, οπού λέγει ο Χριστός μας, “Με έτρωγεν εις την καρδίαν τόσους χρόνους ωσάν σκουλίκι”, διά τους αδελφούς μας τους Χριστιανούς για τη σωτηρία των ψυχών τους εβγήκα και περιπατώ από τόπον εις τόπον και από χώραν εις χώραν και διδάσκω τους αδελφούς μου Χριστιανούς».
Το επί εικοσαετία πλούσιο κηρυκτικό έργο του πέρασε από την Κωνσταντινούπολη, Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Ήπειρο, νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Το φλογερό κήρυγμά του είχε τεράστια απήχηση στις διψασμένες και ταλαιπωρημένες ψυχές των υποδούλων, όπως αναφέρει ο καλός μαθητής και βιογράφος του Σάπφειρος Χριστοδουλίδης: «Όπου και εάν επήγαινεν ο τρισμακάριστος, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών και ήκουαν μετά κατανύξεως και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις και ωφέλεια ψυχική». Όπως μάλιστα γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «ήτον η διδαχή του, καθώς ημείς αυτήκοοι αυτής εγενόμεθα, απλούστατη, ωσάν εκείνη των αλιέων· ήταν γαλήνιος, και ησύχιος, οπού εφαίνετο καθολικά, να είναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού, και ησύχου Αγίου Πνεύματος». Και συνεχίζει: «Και ο Θεός άνωθεν συνήργει και εβεβαίωνε τα λόγιά του με τα ακόλουθα σημεία, και θαύματα, καθώς ποτέ διά των τοιούτων θαυμάτων εβεβαίωνε και το κήρυγμα των ιερών Αποστόλων του». Στη Βόρειο Ήπειρο «συνεργούσης της θείας χάριτος, πολλούς και μεγάλους καρπούς έκαμε· διά τί τους αγρίους, ημέρωσε· τους ληστάς, κατεπράϋνε· τους άσπλαχνους και ανελεήμονας, έδειξε ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας· και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν· ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος».
Όλοι οι βιογράφοι του τονίζουν ιδιαίτερα ότι έπασχε για την ίδρυση σχολείων, για να μαθαίνουν τα ελληνόπουλα γράμματα δωρεάν, «να στερεώνωνται μεν εις την πίστιν και την ευσέβειαν, να οδηγώνται δε εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν». Έπεισε τους πλούσιους να αγοράζουν κολυβήθρες για τις εκκλησίες που δεν είχαν .
Έτσι αγοράστηκαν πάνω από 400 κολυμβήθρες, βιβλία για τους εγγραμμάτους, κομποσχοίνια και σταυρουδάκια για όλους, περί τις 500.000. Δεν δίστασε να στιγματίσει το εμπόριο των Εβραίων, που έκαμαν ημέρα Κυριακή, και δεν επέτρεπε τους χριστιανούς να εργάζονται την ημέρα του Κυρίου. Γι’ αυτό οι Εβραίοι τον μίσησαν θανάσιμα.
Στις περιοδείες του τον ακολουθούσαν πολλοί ιερείς και πολύς κόσμος. Το κάθε κήρυγμά του στον κάθε τόπο ήταν μία ιεροτελεστία. Έλεγε στους χριστιανούς να προετοιμασθούν, να εξομολογηθούν και να νηστεύσουν. Οι ιερείς τελούσαν το μυστήριο του ιερού ευχελαίου, και έχριαν τους χριστιανούς. Έστηναν παντού ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, άναβαν κεριά, και εκείνος ανέβαινε στο σκαμνί του, μοίραζε ευλογίες, άρτους και κόλλυβα, και έκανε τη διδαχή. Ο σταυρός έμενε σε ανάμνηση της διαβάσεώς του και συχνά θαυματουργούσε517. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις, και έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του, που συνοδεύονταν από θαύματα και προφητείες. Οι προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του σκλαβωμένου Έθνους, στο μέλλον διαφόρων προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος, στις εφευρέσεις της επιστήμης και σε άλλα θέματα. Πολλές από αυτές πραγματοποιήθηκαν με πιστή ακρίβεια.
Παρά τη μεγάλη αγάπη του ευεργετημένου από τον άγιο λαού και τον σεβασμό που του έτρεφαν ακόμη και Τούρκοι υπήρχαν και ορισμένοι που τον μισούσαν, όπως κάποιοι πλούσιοι κοτσαμπάσηδες, γιατί τους έλεγχε τις διάφορες αδικίες, αλλά κυρίως οι Εβραίοι, τους οποίους έλεγχε και αυτούς στα κηρύγματά του. Φυσικά «δεν πάσχει βέβαια από αντισημιτισμό ο Άγιος. Μιλεί και εδώ την γλώσσα της αλήθειας. Ξέρει ότι οι Εβραίοι βρίσκονταν πίσω από τις αδικίες και τους διωγμούς των Χριστιανών». Έγραφε σε επιστολή του προς τον αδελφό του Χρύσανθο λίγους μήνες προ του τέλους του: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατόν μου και ένας όχι».
Οι Εβραίοι τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές, και κατόρθωσαν με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου να επιτύχουν τη θανάτωσή του. Ο άγιος προγνώρισε το τέλος του και την τελευταία νύκτα του, «χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης διά την στέρησιν της ζωής του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαραίς και ξεφαντώματα». Τον κρέμασαν από ένα δένδρο στο χωριό Κολικόντασι και έριξαν το τίμιο λείψανό του στον ποταμό Άψο. Παρά την πέτρα που του είχαν δέσει στον λαιμό το λείψανο έπλεε. Βρέθηκε από τον ευλαβή ιερέα Μάρκο και ενταφιάστηκε στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας. Ο άγιος μαρτύρησε στις 24.8.1779. Τον Αύγουστο του 1813 έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων. Το επόμενο έτος κτίστηκε εκεί προς τιμή του ναός και μονή με προσταγή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, για τον οποίο είχε προφητεύσει ότι θα προοδεύσει.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός τιμήθηκε από νωρίς ως άγιος από τον πιστό λαό. Απόδειξη της τιμής αυτής και της αγάπης είναι εκατοντάδες φορητές εικόνες, τοιχογραφίες, χαλκογραφίες, ξυλογραφίες, σχέδια, προσκυνητάρια και ναοί. Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεώς του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20.4.1961. Το 1984 βρέθηκαν από τους συγγραφείς κυρίους Π. Β. Πάσχο και Π. Φ. Χριστόπουλο τα λείψανα του αγίου στο καταστραμένο μοναστήρι του στην Αλβανία. Υπάρχει μία αρκετά πλούσια βιβλιογραφία σχετική, με τον άγιο.
Ακολουθία και βίο του συνέθεσαν οι Νικόδημος ο Αγιορείτης, Σαπφείριος Χριστοδουλίδης (1814), ο Θωμάς Πασχίδης (1860) και ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Παρακλητικό Κανόνα έγραψε ο μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοση Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Α’ Έκδοση, 2007