– Γέροντα, ό Απόστολος Παύλος γράφει: Ό έσθίων καί πίνων άναξίως κρίμα έαυτω έσθίει καί πίνει. Πότε κοινωνάει κανείς άναξίως;
– Βασικά πρέπει νά προσερχώμαστε στήν θεία Κοινωνία έχοντας συναίσθηση της άναξιότητός μας. Ό Χριστός ζητά άπό μας τήν συντριβή καί τήν ταπείνωση. Όταν ύπάρχη κάτι πού ενοχλεί τήν συνείδηση μας, πρέπει νά τό τακτοποιούμε. Αν π.χ. μαλώσαμε μέ κάποιον, πρέπει νά συμφιλιωθούμε μαζί του καί ύστερα νά κοινωνήσουμε.
– Γέροντα, μερικοί, ένώ έχουν ευλογία άπό τόν πνευματικό νά κοινωνήσουν, διστάζουν.
– Δέν θά ρύθμιση κανείς μόνος του, άν θά κοινωνήση ή όχι. Αν μόνος του άποφασίζη νά κοινωνήση ή νά μήν κοινωνήση, θά τό εκμεταλλευτή ό διάβολος καί θά του άνοιξη δουλειά. Πολλές φορές νομίζουμε ότι είμαστε άξιοι, ένώ δέν είμαστε, ή άλλοτε σύμφωνα μέ τόν νόμο πράγματι δέν είμαστε άξιοι, άλλά σύμφωνα μέ τό πνεύμα τών Αγίων Πατέρων χρειάζεται ή θεία μετάγγιση γιά νοσηλεία καί ή θεία παρηγοριά, γιατί άπό τήν πολλή συντριβή τής μετανοίας μπορεί νά έρθη άπό τά δεξιά ό εχθρός καί νά μας ρίξη σέ απόγνωση.
– Δηλαδή, Γέροντα, κάθε πότε πρέπει νά κοινωνάη κανείς;
– Τό κάθε πότε πρέπει νά κοινωνάη κανείς καί τό πόσο πρέπει νά νηστεύη πριν άπό τήν θεία Κοινωνία δέν μπαίνουν σέ καλούπι. Ό πνευματικός θά καθορίζη μέ διάκριση κάθε πότε θά κοινωνάη καί πόσο θά νηστεύη, ανάλογα μέ τήν αντοχή πού έχει. Παράλληλα θά τόν όδηγή καί στήν πνευματική νηστεία, τήν αποχή άπό τά πάθη, ρυθμίζοντας την καί αυτήν ανάλογα μέ τήν πνευματική του ευαισθησία, ανάλογα δηλαδή μέ τό πόσο συναισθάνεται τό σφάλμα του, καί έχοντας ύπ’ όψιν του τό κακό πού μπορεί νά κάνη ό εχθρός πολεμώντας μιά ευαίσθητη ψυχή, γιά νά τήν φέρη σέ απόγνωση. Σέ πτώσεις λ.χ. σαρκικές, γιά τις όποιες δίνεται κανόνας σαράντα ήμερων αποχής άπό τήν θεία Κοινωνία, μπορεί ό διάβολος νά ρίξη πάλι τήν ψυχή στις τριάντα πέντε ήμερες καί, άν δοθή νέος κανόνας σαράντα ήμερων, ό διάβολος θά πάρη φαλάγγι τήν ψυχή, οπότε ζαλίζεται καί απελπίζεται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί ό πνευματικός, μετά τόν πρώτο κανόνα, νά πή: κοίταξε, πρόσεξε μιά εβδομάδα καί νά κοινωνήσης, καί ύστερα νά κοινωνάη συνέχεια σέ κάθε θεία Λειτουργία, γιά νά μπόρεση νά πάρη επάνω της ή ψυχή καί νά πάη ό διάβολος πέρα. Ένας πάλι πού ζή πνευματική καί προσεκτική ζωή θά προσέρχεται στο μυστήριο, όποτε αισθάνεται τήν θεία Κοινωνία ως ανάγκη καί όχι άπό συνήθεια, άλλά καί αυτό θά γίνεται μέ τήν ευλογία τού πνευματικού του.