Αρχιμ. Ελισαίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αγίου Όρους
Ένας πολύσοφος σύγχρονος ιεράρχης είπε τον έξης λόγο: «Είναι μεγάλος άθλος να βρίσκεσαι και να ζης κοντά σε ένα Άγιο. Απαιτεί μεγάλη ταπείνωσι και θέλει άκρα προσοχή». Τον δικαιολογώ απολύτως και συμφωνώ μαζί του. Για ποιο λόγο; Ο Άγιος βρίσκεται σε θέσι υπέροχης έναντι του εισέτι αγωνιζομένου να εγγίση τα κράσπεδα του Θεού. Έχοντας ήδη αποκτήσει τον νουν Χριστού και αγόμενος υπό του Αγίου Πνεύματος, φαίνεται πολλές φορές ακατανόητος για το πως σκέπτεται και το πως ενεργεί. Φυσικά δεν είναι απαλλαγμένος από τα συγγνωστά πάθη, της ανάγκης του ύπνου, του φαγητού, των σωματικών ασθενειών. Ούτε πάλι στολίζεται με όλα μαζί τα χαρίσματα του Θεού, αφού κατά την χωρητικότητα της ιδιοπροσωπίας του δέχθηκε και το πλήρωμα των ειδικών χαρισμάτων, όπως αναλύει σε βάθος και με οξυδέρκεια ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Όμως, και στο πεδίο των φυσικών και συγγνωστών παθών διαφέρει ο Άγιος από τον μή άγιο στην αντιμετώπισί τους, που είναι πάντα σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και ενεργείται στο επίπεδο του Πνεύματος.
Με την προύπόθεσι αυτή, όποιος βρίσκεται κοντά η πλησιάζει ένα Άγιο, για να μή σκανδαλισθή από την εν γένει βιοτή του, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από κάθε είδος υπερηφάνειας και ανθρωπαρεσκείας. Νομίζω ότι πάμπολλες φορές πλησιάζομε χαρισματούχους ανθρώπους ή για να έχωμε κάποια επίφασι νομιζόμενης αυτοαγιότητος κατά εκπομπή ή για να καυχώμαστε πως εμείς αξιωθήκαμε και είχαμε συζητήσεις και εμπειρίες μαζί του, ή ότι με την μία αυτή επίσκεψι πήραμε από την χάρι του και αυτομάτως γίναμε και πνευματικοπαίδιά του, κρύβοντας έτσι πολύ τεχνικά αισθήματα κρυφής μειονεξίας, ύπουλης ζηλοφθονίας ή και παιδικής ανοησίας μας… Λησμονούμε το «ει ήτε τέκνα του Αβραάμ, εποιείτε αν τα έργα του Αβραάμ»… Δηλαδή, δεν γινόμαστε άγιοι εξ επαφής, ούτε αυτοστιγμιαίως.
Όταν, λοιπόν, προσεγγίζωμε ένα Άγιο με πνεύμα ταπεινής μαθητείας, παρέχομε στον εαυτό μας την αρίστη ευκαιρία να μετατεθούμε στον άλλο αέρα, τον του Πνεύματος του Θεού, υπό του οποίου ο Άγιος άγεται και φέρεται και ως εκ τούτου οιονεί αποτελεί έμπνουν και ζων Ευαγγέλιον. Βλέποντας έτσι και συγκρίνοντας το ιδικό του ύψος και την ιδική μας πνευματική πτωχεία, θα ταπεινωθούμε περισσότερο και θα ανοίξωμε την καρδιά μας να δεχθή τον αναπαυόμενον εν τοις ταπεινοίς την καρδίαν, προφυλάσσοντας μας από την πιο επικίνδυνη μορφή πνευματικού πολέμου, την αυτάρκεια και την μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, την κενοδοξία.
Εξ άλλου, όταν πλησιάσωμε την αγία μορφή με πνεύμα πνευματικής αυτοδικαιώσεως και περιέργειας ή και εν μέρει αισθήσεως πληρότητος πνευματικής, κινδυνεύομε να πέσωμε στην παγίδα της απορρίψεώς του, όταν αυτά που τυχόν θα μας πή και συμβουλεύση έρχονται σε αντίθεσι με την ιδεατή εικόνα που μόνοι μας ζωγραφίσαμε για τον εαυτό μας. Κατεβάζοντας τον Άγιο στα δικά μας μέτρα και κρίνοντας τον με κριτήρια χαμηλής πνευματικότητος ή και κοσμικότητος ακόμη, είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα στρέψωμε περιφρονητικά τα νώτα μας, μή μπορώντας να προσοικειωθούμε την σκληρότητα των λόγων του, που είναι ωστόσο κριτικοί των εσωτάτων εννοιών και ενθυμήσεών μας.
Με το πρίσμα αυτό μπορούμε να εξετάσωμε και την στάσι μας έναντι στην ανάγνωσι των Βίων των Αγίων. Τα μεν υπερφυσικά γεγονότα ταπεινώνουν τον ταπεινό περισσότερο, τον δε υπερήφανο οιηματία τον κάνουν να τα θεώρηση ή αδύνατα να πραγματοποιηθούν η να τους αποδώση την μομφή των μυθικών διηγημάτων, χρησίμων μόνον για ανθρώπους με μειωμένη πνευματική αντίληψι και ικανότητα… Δίκοπο μαχαίρι!
Ζώντας στο Άγιον Όρος πάνω από τρεις δεκαετές, και καταργώντας τον τόπο με τον τρόπο μου, έχω διαπιστώσει αρκετές φορές την διάθεσι των επισκεπτών ή προσκυνητών να συναντήσουν μια φωτισμένη μορφή αποβλέποντας ωστόσο να συναντήσουν ένα μάγο ή έστω ένα θαυματουργό ή διορατικό και προορατικο, περιορίζοντας ή μάλλον υποτιμώντας και αχρειώνοντας έτσι πολύ το πεδίο της εν Χριστώ αγιότητος. Δεν φαίνεται με την έρευνα και σχέσι αυτή να επιδιώκωμε τόσο την κάθαρσι των παθών μας και τον αγιασμό «ου χωρίς ουδείς δέεται τον Κύριο», όσο το να χορτάσωμε την εγωϊστική περιέργειά μας, που αν δεν το πετύχωμε, αρχίζομαι να αμφιβάλλωμε για την δυνατότητα υπάρξεως σήμερα Αγίων και μπορεί να καταλήξωμε στην βλασφημία του Αγίου Πνευματος, ισχυριζόμενοι ότι χάθηκαν σήμερα οι Άγιοι, λες και η αγιότητα «βγαίνει στο παζάρι», κατά έκφρασι αγιορείτικη ή «κτυπά κουδούνια».
Ο μακαρίτης παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης έλεγε «Αλλοίμονο στον άγιο που βγήκε η φήμη του μέχρι την Αθήνα» ή «με την κατάρα του Θεού και την ευχή του διαβόλου διαδόθηκε ότι είμαι άγιος»…
Τελευταία φορά που επισκεφθήκαμε τον μακαριστό γέροντα Παΐσιο, πριν βγη από το Όρος για το νοσοκομείο, τον βρήκαμε πολύ αρπαγμένο.
«Γιατί, γέροντα, είσθε έτσι;», τον ρώτησα.
«Τινά μην είμαι, ευλογημένη ψυχή, εκεί πέρα, ας ύποθέοωμε να πούμε; Τρελλάθηκε ο κόσμος! Άγιο με ανεβάζουν, άγιο με κατεβάζουν. Εμένα και τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Ο παπα-Έφραιμ είναι άγιος μεγάλος μάλιστα. Εγώ τί παλαιοσκουριασμένος τενεκές, να πούμε είμαι, να με ελεήση ο Θεός… Ξέρετε, αυτή την στιγμή στο Άγιον Όρος ζούνε πενήντα άγιοι και μεγάλοι άγιοι. Αλλά είναι έξυπνοι, όχι σαν και μένα τον βλάκα που βγήκε το όνομά μου και βλέπετε τι τραβάω καθημερινά» (περίμεναν στις καστανιές να τον συναντήσουν αρκετές δεκάδες επισκέπτες). «Παρακαλούν, λοιπόν, τον Χριστό μας και του λένε: Μή μας δοξάσης εδώ κάτω, κράτα το στεφάνι για την άλλη ζωή. Και ο φιλότεκνος Πατέρας, να πούμε, ακούει τα φιλότιμα παιδιά Του και τους κάνει την χάρι. Ξέρετε, όμως; Εμείς εδώ από την ανατολική πλευρά του Όρους έχομε υγρασία και δεν ευδοκιμεί η αγιότητα τόσο καλά. Γι΄ αυτό έχομε μόνο δεκατέσσαρες. Εσείς από την άλλη μεριά που σας βλέπει περισσότερο ο ήλιος έχετε τριανταέξι»…
Τα λόγια αυτά του πολυπονεμένου και πολυχαρισματούχου οσίου των ήμερων μας κατ΄ επανάληψιν τα βεβαιώθηκα εμπειρικά, συναντώντας χωρίς προγραμματισμό και ειδική έρευνα αγίους και μάλιστα μεγάλων πνευματικών μέτρων. Βρίσκονται και στα Κοινόβια, βρίσκονται και στην Έρημο. Ποικιλία μορφών και χαρισμάτων! Το μεγάλο τους και κοινό μυστικό είναι αυτή η επίμονα επιδιωκόμενη κρυφιότης από εκείνη την εμπορική αίσθησι της αγιότητος που έχομε οι πολλοί, αλλά και η βαθύτατη ταπείνωσις και η χειρότερη εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους – το ελκτικό άλλωστε σημείο της αγιαστικής Χάριτος του Κυρίου.
Τον Λώτ δεν τον πείραξε ο ασφυκτικός σοδομιτικός περίγυρος να διακριθή στην τήρησι των εντολών του Θεού. Ούτε τον Μωϋσή επηρέασε η φαραωνιτική και ειδωλομανούσα Αίγυπτος. Τί, όμως, ωφέλησε τον Γιεζή
πού ζούσε κοντά στον προφήτη Ελισαίο ή τους υιούς Ηλεί που «ήσθιον εκ των θυσιών του ιερού»; Ακόμη, σε ποιό σημείο βλέπομε να ωφελήθηκε από την τριετή συμβίωσί του με την περί τον Κύριο δωδεκάριθμη αποστολική χορεία ο άθλιος Ιούδας; Άλλωστε του τα ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς ωστόσο να αισθανώμαστε ότι πολλές φορές βρισκόμαστε σε παράλληλη με αυτόν πορεία εμείς οι ίδιοι. .. Καλό είναι να συναντούμε Αγίους, δύσκολο όμως να τους προσεγγίζωμε όπως αρμόζει.
Η τάσις της «γεροντολαγνείας», όπως οvoμάζεται από συγχρόvoυς μας εκκλησιαστικούς παράγοντες, δηλαδή το να γυρίζωμε όλη την οικουμένη και νά ψάχνωμε για διορατικούς και φωτισμένους Αγίους, παίρνοντας από όλους συμβουλές και μή εφαρμόζοντας καμμία απ΄ αυτές, είναι και πρόβλημα σοβαρό, είναι και αφορμή κάποιας μορφής αισιοδοξίας. Πρόβλημα παραμένει, αν περιθριγκωθή από αυτού του είδους την αναζήτησι φτωχής και μή ιάσιμης ανθρωποπαθούς θαυματουργίας, στα ίδια μέτρα των πολυπληθών απατεώνων μάγων και των γιόγκι.
συνεχίζεται…
(Πηγή: Περιοδικό Σύναξη, Τεύχος 102, σελ. 45-50, Απρίλιος-Ιούνιος 2007 )