– Άν πιάσουν, Γέροντα, τά μάγια, πώς λύνονται;
– Μέ τήν μετάνοια καί τήν εξομολόγηση. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα νά βρεθή ή αιτία, γιά τήν οποία έπιασαν τά μάγια, νά καταλάβη ό άνθρωπος τό σφάλμα του, νά με-τανοήση καί νά έξομολογηθή. Πόσοι έρχονται εκεί στό Καλύβι πού ταλαιπωρούνται, επειδή τούς έχουν κάνει μάγια, καί μου λένε: Κάνε προσευχή, γιά νά απαλλαγώ άπό αυτό τό βάσανο! Μού ζητούν βοήθεια, χωρίς νά ψάξουν νά βρουν άπό πού ξεκίνησε τό κακό, γιά νά τό διορθώσουν. Νά βρουν δηλαδή σέ τί έφταιξαν καί έπιασαν τά μάγια, νά μετανοήσουν, νά εξομολογηθούν, γιά νά σταματήση ή ταλαιπωρία τους.
– Γέροντα, όταν ό άνθρωπος πού τού έχουν κάνει μάγια φθάση σέ τέτοια κατάσταση πού δέν μπορεί νά βοηθήση ό ίδιος τόν εαυτό του, νά έξομολογηθή κ.λπ., μπορούν οί άλλοι νά τόν βοηθήσουν;
– Μπορούν νά καλέσουν τόν ιερέα στό σπίτι νά κάνη ένα εύχέλαιο ή έναν αγιασμό. Νά τού δώσουν νά πιή αγιασμό, γιά νά υποχώρηση λίγο τό κακό καί νά μπή λίγο Χριστός μέσα του. Έτσι έκανε μιά μητέρα γιά τό παιδί της καί βοηθήθηκε. Μού είχε πει ότι ό γιός της υπέφερε πολύ, γιατί τού είχαν κάνει μάγια. Νά πάη νά έξομολογηθή, τής είπα. Πώς νά πάη, πάτερ, νά έξομολογηθή, στήν κατάσταση πού είναι;, μού είπε. Τότε πές στόν πνευματικό σου, τής λέω, νά έρθη στό σπίτι, νά κάνη αγιασμό καί νά δώσης στόν γιό σου νά πιή άπό τόν αγιασμό. Θά τόν πιή όμως;. Θά τόν πιή, μού λέει. Έ, ξεκίνησε μέ τόν αγιασμό, τής λέω, καί μετά προσπάθησε νά μιλήση τό παιδί σου μέ τόν παπά. Άν έξομολογηθή, θά τόν πετάξη τόν διάβολο πέρα. Καί πράγματι, μέ άκουσε καί βοηθήθηκε τό παιδί. Μετά άπό λίγο μπόρεσε νά εξομολογηθή καί έγινε καλά.
Μιά άλλη γυναίκα, ή φουκαριάρα, τί έκανε; Ό άνδρας της είχε μπλέξει μέ μάγους καί δέν ήθελε ούτε σταυρό νά φορέση. Γιά νά τόν βοηθήση λίγο, έρραψε στόν γιακά άπό τό σακκάκι του ένα σταυρουδάκι. Μιά φορά πού χρειάσθηκε νά περάση άπό ένα γεφύρι στήν
άλλη όχθη ενός ποταμού, μόλις πάτησε στο γεφύρι, άκουσε μιά φωνή νά τού λέει: Τάσο, Τάσο, βγάλε τό σακκάκι, νά περάσουμε μαζί τό γεφύρι. Ευτυχώς έκανε κρύο καί είπε: Πώς νά τό βγάλω; Κρυώνω!. Βγάλ’ το, βγάλ’ το, νά περάσουμε, άκουσε τήν ίδια φωνή νά τού λέει. Βρέ τόν διάβολο! Ήθελε νά τόν ρίξη κάτω στο ποτάμι, άλλά δέν μπορούσε, γιατί είχε επάνω του τό σταυρουδάκι. Τελικά τόν έρριξε εκεί σέ μιά άκρη. Έν τω μεταξύ, τόν έψαχναν οί δικοί του όλη τήν νύχτα καί τόν βρήκαν τόν καημένο πεσμένο επάνω στο γεφύρι. Αν δέν έκανε κρύο, θά έβγαζε τό σακκάκι καί θά τόν πετούσε ό διάβολος μέσα στο ποτάμι. Τόν φύλαξε ό σταυρός πού είχε στο πέτο του. Πίστευε ή φουκαριάρα ή γυναίκα του. Αν δέν είχε πίστη, θά τό έκανε αυτό;