Ίδρυση: 972-985 μ.χ.
Ιδρυτής: Αθανάσιος, Νικόλαος, Αντώνιο ς
Bιβλιοθήκη: Βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα
Συλλογή: Εικόνες, αριστουργήματα της ζωγραφικής τέχνης
Μονή Βατοπαιδίου (ελληνική Μονή, κοινόβια Μονή, η Μονή γιορτάζει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στις 25 Μαρτίου).
Βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ανάμεσα στη Μονή Εσφιγμένου και στη Μονή Παντοκράτορα. Η ονομασία της δεν είναι γνωστό από πού προέρχεται. Πιθανώς όμως έχει σχέση με τα βάτα που αφθονούν στην περιοχή (βάτος-πεδίον). Η Μονή Βατοπαιδίου χτίστηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Δίον, της οποίας αρκετά λείψανα διακρίνονται και σήμερα (ιδιαίτερα σαρκοφάγοι, αρχιτεκτονικά κομμάτια και αγάλματα που ενσωματώθηκαν στις οικοδομές της Μονής). Κατά την παράδοση, η Μονή ιδρύθηκε μεταξύ 972 και 983 από τρεις Αδριανουπολίτες Μοναχούς, τον Αθανάσιο, το Νικόλαο και τον Αντώνιο, μαθητές του οσίου Αθανασίου.
Σε σύντομο χρόνο πήρε τη δεύτερη θέση στην τάξη των μονών θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα. Τον 11ο αιώνα βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, με πολλούς μοναχούς και ιδιαίτερα προνόμια. Την ίδια εποχή περιήλθαν στη δικαιοδοσία της η Μονή του Αγίου Δημητρίου, η Μονή Ξύστρη και η Μονή Τροχαλά. Στο τέλος του 12ου αιώνα έγιναν μοναχοί στη Μονή οι κτήτορες από τη Μονή Χιλανδαρίου Συμεών και Σάββας και από τότε χρονολογούνται οι στενές σχέσεις των δυο μονών. Τους επόμενους αιώνες η Μονή πέρασε την κρίση των πειρατικών επιδρομών και των Καταλανών, χωρίς όμως ποτέ να ερημωθεί. Από την εποχή του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου μέχρι σήμερα ακολουθεί τη μοίρα των άλλων μονών, με περιόδους ακμής και παρακμής. Μέχρι το 1541 φαίνεται ότι ήταν κοινόβιο, αλλά η προσπάθεια του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου το 1575, να επαναφέρει τον κοινοβιακό τρόπο ζωής, φανερώνει ότι στο μεταξύ είχε ήδη μετατραπεί σε ιδιόρρυθμη και έτσι παραμένει μέχρι σήμερα, παρά το ισχυρό ρεύμα που υπάρχει στο Αγιον Όρος και οι διάφορες μονές μετατρέπονται η μια μετά την άλλη σε κοινόβια. Τον 17ο αιώνα αριθμούσε 300 μοναχούς και στις δυσκολίες εμφανίζονταν ως ισχυροί προστάτες, τόσο οι τσάροι της Ρωσίας, όσο και οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών. Το 18ο αιώνα γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και εκτός από τις εκτεταμένες ανακαινίσεις των κτιρίων της χρηματοδότησε τη λειτουργία της Αθωνιάδος Σχολής, που είχε ιδρυθεί το 1743 σε χωριστό κτίριο, κοντά στη Μονή. Από το κτίριο της Αθωνιάδος σώζονται σήμερα αρκετά ερείπια. Το καθολικό μέσα στην ευρύχωρη αυλή είναι κτίσμα του 10ου �11ου αιώνα και ακολουθεί σε γενικές γραμμές τον αρχιτεκτονικό τύπο του καθολικού της Λαύρας. Από τα έργα τέχνης που υπάρχουν στο καθολικό, την πρώτη θέση κατέχουν χωρίς αμφιβολία οι ψηφιδωτές παραστάσεις στους τοίχους, που είναι και τα μοναδικά παρόμοια δείγματα στο Αγιον Όρος. Πρόκειται για την παράσταση του Ευαγγελισμού, της Δεήσεως και του Αγίου Νικολάου. Κατά την παράδοση όλος ο ναός ήταν σκεπασμένος με ψηφιδωτά, αλλά καταστράφηκαν από πυρκαγιά και σώθηκαν μόνο όσα φαίνονται σήμερα. Η ίδια παράδοση αναφέρει ότι αρχικά ο ναός είχε χτιστεί προς τιμήν της μνήμης της Υπαπαντής του Χριστού αλλά μετά την πυρκαγιά και τη διάδοση των ψηφιδωτών του Ευαγγελισμού αποφασίστηκε και καθιερώθηκε στη μνήμη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Οι τοιχογραφίες έγιναν το 1312, αλλά επιζωγραφήθηκαν αρκετές φορές και για τελευταία φορά το 1819 από το Γαλατσάνο ζωγράφο Βενιαμίν. Πίσω από το σημερινό ξυλόγλυπτο τέμπλο (1788) σώζεται το αρχαίο μαρμάρινο. Το κωδωνοστάσιο μπροστά στο καθολικό χτίστηκε σύμφωνα με επιγραφή το 1427. Στην κόγχη του Ιερού Βήματος βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου της Βρεφοκρατούσας (Κτιτόρισσα ή Βηματάρισσα). Από τα διάφορα παρεκκλήσια που βρίσκονται στη Μονή, πέντε είναι ενσωματωμένα στο καθολικό και πολλά άλλα σκορπισμένα στην αυλή και στις πτέρυγες των κελιών. Ιδιαίτερα αναφέρεται το παρεκκλήσι της Παναγίας της Παραμυθιάς (στο καθολικό), που χτίστηκε και τοιχογραφήθηκε το 1678 με έξοδα του επισκόπου Λαοδικείας Γρηγορίου, σε αυτό γίνεται η κουρά των νέων μοναχών. Η τράπεζα απέναντι από το καθολικό, σώζει τοιχογραφίες του 1786. Η φιάλη ανακαινίστηκε το 1810. Η βιβλιοθήκη είναι από τις πλουσιότερες στο ’γιο Όρος, τόσο σε έντυπα, όσο και σε χειρόγραφα, πολλά από τα οποία διατηρούν άριστες μικρογραφίες βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Η συλλογή των φορητών εικόνων είναι ουσιαστικά άγνωστη ακόμη, αλλά από τα γνωστά παραδείγματα φαίνεται ότι περιλαμβάνει αριστουργήματα της ζωγραφικής τέχνης. Από τα άλλα πολύτιμα σκεύη στη Μονή είναι ο Ίασπις (πολύτιμο κύπελλο, δώρο του Μανουήλ Παλαιολόγου), η Ζώνη της Θεοτόκου (στο ομώνυμο παρεκκλήσι) τα νινία της Θεοδώρας (δίπτυχο με εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου) κ.α. Εξαρτήματα: α) η Σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Βρίσκεται μισή ώρα δυτικά από τη Μονή και κατοικείται από ελάχιστους μοναχούς. Ο κυριακός ναός τοιχογραφήθηκε το 1755. Στη βιβλιοθήκη σώζονται 73 χειρόγραφα. Β) η Σκήτη του Αγίου Ανδρέου (ΣερΑγιον). Βρίσκεται πολύ κοντά στις Καρυές και είναι σήμερα έρημη, αν εξαιρέσει κανείς το φύλακα και την Αθωνιάδα Σχολή που στεγάζεται στη νότια πτέρυγα των κελιών της. Κατά την παράδοση, στη θέση αυτή βρισκόταν το αρχαίο μονύδριο του Ξέστρου, το οποίο περιήλθε στη Μονή Βατοπαιδίου πριν από το 15ο αιώνα. Το 1761 ο Πατριάρχης Σεραφείμ ο Β΄ οικοδόμησε εκεί ένα ευρύχωρο κελί, που από τότε ονομάστηκε ΣερΑγιον. Το 1842 το κελί πουλήθηκε στο Ρώσω Βησσαρίωνα και τη συνοδεία του και από τότε άρχισαν οι ενέργειες για τη μετατροπή του σε κοινόβια σκήτη. Οι Ρώ
σοι μοναχοί αυξήθηκαν σε εκατοντάδες και με πλούσιες οικονομικές και άλλες ενισχύσεις έχτισαν πολυώροφες οικοδομές και το μεγαλύτερο ναό της Ανατολής, μετά το 16ο αιώνα.