-Γέροντα, πόσοι είναι οι αναχωρητές στο Άγιον Όρος;
– Δέν ξέρω λένε ότι είναι επτά. Έδώ καί μερικά χρόνια είναι πολύ δύσκολο νά βρή
κανείς τόπο ήσυχο, γιά νά άσκητέψη. Γι’ αυτό μερικοί Πατέρες, όταν υπήρχαν ακόμη ιδιόρρυθμα μοναστήρια στό Άγιον Όρος, έβρισκαν άλλον τρόπο νά ζήσουν τήν άσκηση.
Π.χ. έλεγαν: δέν μέ αναπαύει έδώ, θά πάω σε κανένα ιδιόρρυθμο νά δουλέψω, γιά νά μαζέψω χρήματα, καί οι άλλοι το πίστευαν. Πήγαιναν σέ ιδιόρρυθμο, δούλευαν εκεί τρεις-τέσσερις μήνες καί ύστερα ζητούσαν μεγάλη αύξηση. Επειδή δέν τους τήν έδιναν, έλεγαν: Δέν μέ συμφέρει θά φύγω. Έπαιρναν λίγο παξιμάδι καί πήγαιναν, κρύβονταν σε καμμιά σπηλιά και άσκήτευαν. Οι άλλοι είχαν την εντύπωση ότι πήγαν και δουλεύουν άλλου. Και αν ρωτούσαν στο μοναστήρι: τί γίνεται, πέρασε εκείνος ό Πατέρας;, έλεγαν: Ναί, πέρασε, άλλα τί ιδιότροπος πού ήταν! Ήθελε νά μαζέψη άπό δω χρήματα. Ζητούσε αύξηση. Καλόγερος, και νά ζητάη αύξηση! Τί καλόγερος είναι αυτός;. Όποτε, ώφελείτο ό αναχωρητής και άπό τήν άσκηση πού έκανε και άπό τίς κατηγορίες των άλλων, ώφελείτο και άπό τους κλέφτες. Γιατί μάθαιναν οι κλέφτες ότι ό τάδε έχει χρήματα και πήγαιναν στην σπηλιά, τον ταλαιπωρούσαν, άλλα τελικά δεν έβρισκαν τίποτε.
– Γέροντα, πώς μπορώ νά μιμηθώ τήν αρετή μιας αδελφής, όταν κρύβεται;
– Χαμένο το’ χει νά μήν κρυφθή; Οι Άγιοι έκαναν μεγαλύτερο αγώνα, γιά νά κρύψουν τήν αρετή τους, παρά γιά νά τήν αποκτήσουν. Ξέρετε τί έκαναν οι διά Χριστόν σαλοί; Ξέφευγαν πρώτα άπό τήν υποκρισία του κόσμου και έμπαιναν στον χώρο της ευαγγελικής αλήθειας.
Αλλά και αυτό δεν τους έφθανε, γι’ αυτό προχωρούσαν στην αγία υποκρισία γιά τήν αγάπη τού Χριστού. Ύστερα δεν τους απασχολούσε ο, τι κι αν τους έκαναν, ο, τι κι άν τους έλεγαν οί άλλοι. Χρειάζεται όμως πολύ μεγάλη ταπείνωση, γιά νά το κάνης αυτό. Ένώ ένας κοσμικός άνθρωπος, άν τού πή καμμιά κουβέντα ό άλλος, θίγεται ή, άν δεν τον έπαινέση γιά κάτι πού κάνει, στενοχωριέται, αυτοί χαίρονταν, όταν οί άνθρωποι είχαν χαλασμένο λογισμό γι’ αυτούς. Παλιά υπήρχαν Πατέρες πού έκαναν ακόμη και τον δαιμονισμένο, γιά νά κρύψουν τήν αρετή τους και νά χαλάσουν οί άλλοι τον καλό λογισμό πού είχαν γι’ αυτούς. Όταν ήμουν στην Μονή Φιλόθεου, πού ήταν τότε ιδιόρρυθμο, ήταν ένας Πατέρας πού άσκήτευε προηγουμένως στην Βίγλα. Αυτός, μόλις κατάλαβε ότι οι Πατέρες εκεί είχαν πάρει
μυρωδιά την άσκηση του και την πνευματική του προκοπή, έφυγε με την ευλογία του πνευματικού του. Άντε, τους είπε, βαρέθηκα νά τρώω εδώ μουχλιασμένο παξιμάδι. Θα πάω σε κανένα ιδιόρρυθμο, νά τρώω και κρέας, νά ζήσω σάν άνθρωπος! Χαμένο τόχω νά μείνω εδώ;. Και ήρθε στην Μονή Φιλόθεου και έκανε τόν δαιμονισμένο. Άκουσαν οι παραδελφοί του ότι δαιμονίσθηκε και έλεγε ό ένας στον άλλον: Κρίμα, ο καημένος δαιμονίσθηκε. Έμ, επόμενο ήταν νά δαιμονισθή. Έφυγε από ‘δώ, γιατί βαρέθηκε το μουχλιασμένο παξιμάδι, και πήγε σέ ιδιόρρυθμο, γιά νά τρώη κρέας. Αυτός τί έκανε; Παραπάνω από είκοσι πέντε χρόνια ούτε μαγείρευε ούτε κοιμόταν. Όλη τήν νύχτα γύριζε στους διαδρόμους μέ ένα φανάρι, γιά νά μήν κοιμάται. Όταν κουραζόταν, ακουμπούσε λίγο στον τοίχο καί, μόλις τόν έπαιρνε ό ύπνος, πετιόταν, έλεγε γιά λίγο ψιθυριστά τήν ευχή Κύριε Ίησού Χριστέ… καί μετά τήν συνέχιζε νοερά. Καμμιά φορά του ξέφευγε καί ακουγόταν ή ευχή. Όταν συναντούσε κανέναν αδελφό, τού έλεγε: Εύχου, εύχου νά φύγη το δαιμόνιο. Έτσι όλοι τόν είχαν γιά δαιμονισμένο. Ένα μικρό καλογέρι, δεκαπέντε χρόνων, μού είπε μιά μέρα: Άντε τόν δαιμονισμένο!. Μήν τό λές αυτό, τού είπα αυτός έχει πολλή αρετή, άλλα κάνει τόν δαιμονισμένο. Μετά τόν είχε σέ ευλάβεια. Όταν πέθανε, τόν βρήκαν οι Πατέρες νά κρατάη στά χέρια του ένα χαρτί στο όποιο είχε γράψει τό όνομα κάθε αδελφού καί δίπλα ένα παρατσούκλι, γιά νά διώξη, καί πεθαμένος ακόμη, καί τόν παραμικρό καλό λογισμό πού μπορεί νά είχε κάποιος γι’ αυτόν. Τελικά εύωδίασε. Βλέπεις, αυτός πήγε νά κρυφθη, αλλά ή Χάρις του Θεού τον πρόδωσε.
Γι’ αυτό δέν πρέπει νά βγάζη κανείς συμπεράσματα γιά έναν άνθρωπο από αυτό πού φαίνεται, έάν δέν μπορη νά διακρίνη αυτό πού κρύβεται.