π. Σίμων Μοναχός
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ βράδυ. Ο Γέροντας, λαμπροφορεμένος, υποδεχόταν τον κόσμο και έπαιρνε τις λειτουργίες. Είχε ετοιμάσει τα καντήλια από νωρίς. Έτοιμα όλα, σβηστά. Άρχισε το «Ευλογητός», πήρε καιρό μέσα στά μαύρα του τα ράσα, με τους βοστρύχους των μαλλιών και των γενειών του να λάμπουν.
Σοβαρός-σοβαρός. Ανοιγόκλεινε την πόρτα, παραπατούσε, αλλά έτρεχε κιόλας, προσκυνούσε τις Δεσποτικές εικόνες, τον θρόνο, έμπαινε στο Ιερό, έπαιρνε τις λειτουργίες, ψέλναμε τον Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δεν είχε ο Γέροντας χρόνο κοσμικό, είχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ο κόσμος, πολύς κόσμος. Χριστιανοί, που τον αγαπούσαν, αλλά και άλλοι από την γειτονιά δρασκέλιζαν την μάντρα, σκύβοντας από το μικρό πορτάκι, άρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστερούσε ο Γέροντας. Σβηστά τα φώτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δεν έβγαινε να πη το «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Έφευγα από το ψαλτήρι, να πάω στο Ιερό, μου έλεγε:»Ξέρω, ξέρω». Αδημονία. Οι άλλες εκκλησίες σήμαναν ήδη Ανάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αυτός δεν έβγαινε.»Ξέρω, ξέρω», μου λέει.»Όποιος θέλει να φύγη. Δέν μπορεί. Ας τους βάλουμε στην εκκλησία, τά προβατάκια του Χριστού μας, Βαγγέλη. Μέσα στην κιβωτό είναι μιά φορά τόν χρόνο. Ας καθυστερήσουν. Ψάλλε εσύ, ψάλλε». «Τά είπα, Γέροντα, πάλι καί πάλι».
Τέλος πάντων, βγήκε. Άλλο πανηγύρι. ‘Εκουνούσε την λαμπάδα γελώντας, βλέποντας το φως. «Επεφταν οι Χριστιανοί κι εκείνος εκουνούσε την λαμπάδα του. Πήραν το φως, διαδόθηκε παντού, έξω στις αυλές. Ψέλναμε: «Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστερούσε, χαιρετούσε, ευλογούσε, σταύρωνε. Ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι, απέναντι από τον ναό, και πήγαινε πέρα-δώθε. Γελούσε, έλαμπε το πρόσωπο του, σωστό παιδί. Ό κόσμος περίμενε το Εύαγγέλιο.
Άφού «έπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, εστάθη. Άνοιξε το Ευαγγέλιο, δόξασε την Αγία Τριάδα, διάβασε το κείμενο, το εωθινό, όχι το σύνηθες, αλλά το άλλο, το μεγαλύτερο. Δόξα σοι, είπε το «Χριστός Ἀνέστη», χτύπησαν οι καμπάνες. Δεν είχαν πολλά βαρελότα. Ψέλναμε όλοι, όλος ο λαός. Νέα χαρά τώρα. «Χριστός Ἀνέστη», φώναζε. Περιδιάβαινε στο πεζούλι, μετά χάθηκε στον κόσμο. Είχε πάει η ώρα 1:30. Μπήκαμε στην εκκλησία. «Ψάλτε, ψάλτε», έλεγε. Λιβάνιζε σε κάθε ωδή. Ψέλναμε τις Καταβασίες. Εάν μας ξέφευγε κανένα τροπάριο και το λέγαμε μόνο μια φορά, αυτός μας έλεγε: «Πές το πάλι». Μνημόνευε στήν πρόθεσι χιλιάδες ονόματα. Ειχε πάει 2:30 το πρωί. Ο κόσμος είχε εγκλωβιστεί. Μόνον οι Έλληνες ξέρουν τι σημαίνει, να πας κάπου να αναστήσης και μετά να πας να φας. Ακόμα και οι Χριστιανοί θέλουν να είναι 2 η ώρα στο τραπέζι κι εμείς μόλις που είχαμε αρχίσει.
Είπα το «Ὅσοι εἰς Χριστόν», τον Απόστολο, διαβάστηκε και το Ευαγγέλιο και ήρθε η ώρα των κατηχουμένων. Τρείς την νύχτα άρχισε να μνημονεύη τους ζωντανούς, χιλιάδες ονόματα. Πολλοί έφυγαν από την εκκλησία. Πήγε η ώρα 4:00 κι ακόμα να βγουν τα Άγια. Τέλος πάντων, ευδόκησε να πάψη τα μνημόνια. Βγήκαν τα Άγια κι άρχισε πάλι να μνημονεύη. Μπήκα στο Ιερό και μου λέει: «Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οι πεθαμένοι». Κι εγώ του απαντώ: «Δεν ξέρω αν χαίρωνται οι πεθαμένοι. Οι ζωντανοί όμως;». Μου λέει: «Χαίρονται κι αυτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε». Καί τι να ψάλλω; Περίμενα να τελειώση.
Τελείωσε, μας κοινώνησε όλους, μας έδωσε όλα του τα κρασιά και τα πρόσφορα και τ’ αυγά, και φύγαμε κατά τις 5:00. Σκέφθηκα: «Δεν ξανάρχομαι του χρόνου, απαπαπα!!!». Τον επόμενο χρόνο δεν λειτούργησε. Ήταν η τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, που έκανε μόνος του, με το ποίμνιό του, ο ποιμένας ο καλός, ο ευλογημένος.»
Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, π. Ευμένιος – ο κρυφός Άγιος της εποχής μας, Αθήναι 2009, σσ. 110-114.