Κάποτε μικρό παιδί συνόδευα έναν από τους παπάδες της ενορίας μου για να αγιάσει τα σπίτια του τομέα του την παραμονή των Θεοφανείων. Έψαλα συνέχεια το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…» ασθμαίνοντας, γιατί και τις σκάλες ανεβοκατέβαζα και το κουτί με τα λεφτά κρατούσα το οποίο όλο και περισσότερο βάραινε από τα κέρματα… Ως το βράδυ που τελειώσαμε, τα χεράκια μου είχαν μαραθεί… Το έκανα όμως με χαρά, γιατί αγαπούσα πολύ την Εκκλησία και είχε ανάψει μέσα μου η φωτιά του πόθου για την Ιερωσύνη.
Παρατηρούσα όμως τα πάντα. Ποιος έκανε με ευλάβεια το σταυρό του, ποιος όχι. Στενοχωριόμουν όταν έβλεπα κάποιες γυναίκες να μην προσκυνούν το σταυρό. Δεν ήξερα το λόγο… Το μεσημέρι ώρα φαγητού ενώ ήταν ημέρα νηστείας έβλεπα να καταλύουν και μ’ έπιανε θλίψη. Αλλού πάλι χαιρόμουν που οι γυναίκες περίμεναν με το θυμιατό αναμμένο στην είσοδο του σπιτιού τους, το σταυρό. Ποικίλα τα συναισθήματα από ποικίλα αίτια. Περάσαμε κι από ένα μεγάλο μαγαζί που πήγαιναν μόνο νέοι και παίζανε ποδοσφαιράκια και καραμπόλα και άλλα παιχνίδια που την εποχή εκείνη θεωρούνταν «αλήτικα». Δεκάδες όλη τη μέρα και το βράδυ ήταν οι θαμώνες. Η ιδιοκτήτρια περίμενε στην πόρτα με χαρά να μπει ο σταυρός για να αγιάσει ο παπάς. Ο παπάς όμως της είπε με ύφος αυστηρό.
-Εγώ δε βάζω το σταυρό μέσα σ’ αυτό το διαφθορείο.
Η γυναίκα έβαλε τα κλάματα και παρακαλούσε, και παρακαλούσε.
-Γιατί πάτερ μου; Από δω βγάζω το ψωμί μου. Δεν κάνω τίποτε κακό. Παίζουν παιχνίδια της ηλικίας τους τα παιδιά… φτωχή γυναίκα είμαι.
Μάταια όμως… Εμένα τρέμανε τα πόδια μου. Κι από τα μάτια μου κύλησαν δυο δάκρυα!
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, μα όποτε το θυμηθώ ζει η καρδιά μου την ίδια οδύνη. Στην παιδική καρδιά μου χτύπησε άσχημα αυτή η στάση του ιερέα και πέρασα κακά Θεοφάνεια. Από τότε, δεν μπόρεσα ποτέ να τον ξαναζεσταθώ, αυτόν τον Ιερέα.
Διαβάζοντας τελευταία εκλεκτό βιβλίο για το Γέροντα Πορφύριο, ήλθε στη μνήμη μου το παραπάνω γεγονός όταν διάβασα το ακόλουθο περιστατικό το οποίο διηγείται ο ίδιος ο Γέροντας.
Ας κρίνει ο αναγνώστης τα δυο περιστατικά και τη στάση των δυο κληρικών. Τα δικά μου σχόλια περιττεύουν. Διηγείται ο Γέροντας Πορφύριος:
«Στην περιοχή της Ομόνοιας έμεναν άνθρωποι κάθε κατηγορίας.
Παλιά συνηθίζαμε , κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν’ αγιάζουμε τα σπίτια. Κάποια χρονιά πήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων , μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…». Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπώ την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…». Με σταματά απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ’ τα δωμάτια. «Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής», είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να με εμποδίσει.
-Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις σε παρακαλώ.
Εγώ τώρα πήρα σοβαρό κι επιτιμητικό ύφος και της λέω:
-Εγώ δεν μπορώ να φύγω. Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω. Ήλθα εδώ ν’ αγιάσω.
-Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές.
-Μα δεν ξέρουμε αν κάνει να φιλήσουν Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου».
Εκείνη τη στιγμή κοκκίνισε λίγο. Της λέω λοιπόν:
-Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό.
Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…», διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ’ αυτές τις ψυχές.
Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.τ.λ. Και τους είπα :
-Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μας αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και «βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Όλοι Τον έχουμε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσουμε να Τον γνωρίσουμε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνουμε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε.
Κοιτάζανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη.
-Χάρηκα, τους λέω στο τέλος, που μ’ αξίωσε ο θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια Πολλά!
-Χρόνια Πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα».
(ΕΠΙ ΤΟ ΑΡΟΤΡΟΝ – ΤΟΜΟΣ Α΄ – ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Ι. ΠΑΠΑΔΑΚΗ Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου)