– Γέροντα, λέει σε ένα τροπάριο: «Θυμόν κινήσαντες τον δικαιότατον». Ποιος θυμός είναι δικαιότατος;
– Όταν αδικούνται άλλοι και φωνάζει κανείς και θυμώνει από πόνο πραγματικό, τότε είναι «δικαιότατος ό θυμός». Όταν αδικείται ό ίδιος και θυμώνει, τότε δεν είναι καθαρός ό θυμός. Όταν βλέπεις έναν να υποφέρει για Ιερά πράγματα, αυτός έχει θειο ζήλο. Από αυτό μπορείς να καταλάβεις και τον διά Χριστόν σαλό. Αν πάρεις λ.χ. μια εικόνα και την βάλεις μπροστά του ανάποδα, θα τιναχθεί επάνω ό διά Χριστόν σαλός· έτσι τού κάνεις τεστ. Υπάρχει δηλαδή και δικαία, θεία αγανάκτηση, και μόνον αυτή η αγανάκτηση δικαιολογείται στον άνθρωπο. Ό Μωυσής, όταν είδε τον λαό να θυσιάζει στο χρυσό μοσχάρι, αγανάκτησε και πέταξε κάτω τις πλάκες με τις εντολές πού τού έδωσε ό Θεός, και έσπασαν. Ό Φινεές, ό εγγονός τού αρχιερέα Ααρών, δύο φόνους έκανε και ό Θεός έδωσε εντολή από την γενιά του να βγαίνουν οι ιερείς τού Ισραήλ!
Όταν είδε τον Ισραηλίτη Ζαμβρί να αμαρτάνει με την Μαδιανίτιδα Χασβί μπροστά στον Μωυσή και σε όλους τους Ισραηλίτες, δεν κρατήθηκε· σηκώθηκε από την συναγωγή και τους φόνευσε, και έτσι σταμάτησε ή οργή του Θεού. Αν δεν τους σκότωνε και τους δύο, θα έπεφτε οργή Θεού σε όλον τον λαό του Ισραήλ. Φοβερό! Εγώ, όταν διαβάζω στο Ψαλτήρι τον στίχο «Και εστη Φινεές και έξιλάσατο, και έκόπασεν ή θραϋσις», ασπάζομαι πολλές φορές το όνομα του. Άλλα και ό Χριστός, όταν είδε να πουλούν μέσα στον περίβολο του Ναού βόδια, πρόβατα, περιστέρια, και τους κερματιστές να ανταλλάσσουν χρήματα, πήρε τό φραγγέλιο και τους έδιωξε.
Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν πάει με αγανάκτηση να υπεράσπιση τον εαυτό του για ένα ατομικό του θέμα, αυτό είναι καθαρά εγωιστικό, είναι ενέργεια του πειρασμού. Δέχεται επιδράσεις δαιμονικές εξωτερικές. Αν κάποιον τον αδικούν ή τον κοροϊδεύουν, αυτόν πρέπει οι άλλοι να τον υπερασπίζονται, για το δίκιο, όχι για προσωπικό τους συμφέρον. Δεν ταιριάζει να μαλώνεις για τον εαυτό σου. Άλλο το να αντίδρασης, για να υπερασπισθείς σοβαρά πνευματικά θέματα, θέματα πού αφορούν την πίστη μας, την Ορθοδοξία. Αυτό είναι καθήκον σου. Όταν σκέφτεσαι τους άλλους και αντιδράς, για να τους βοηθήσεις, τότε αυτό είναι καθαρό, γιατί γίνεται από αγάπη. Όταν πήγα στο Σινά, κατέβαινα στο μοναστήρι κάθε εβδομάδα, κάθε δεκαπέντε μέρες, για να κοινωνήσω. Μία φορά μού λέει ένας πολύ απλός δίκαιος πού ήταν εκεί: «Α, όχι κάθε εβδομάδα- τέσσερις φορές τον χρόνο πρέπει να κοινωνούν οι καλόγεροι». Τότε είχαν τυπικό να μην κοινωνούν συχνά. Φορούσα και το έπανωκαλύμμαυχο. «Ούτε έπανωκαλύμμαυχο», λέει. Αυτοί το έβαζαν μόνο στις τελετές. «Να’ ναι ευλογημένο», λέω. Και το είχα και εγώ ριγμένο στον ώμο σαν κασκόλ και δεν με απασχόλησε ξανά. Τι; να μαλώσω; Ετοιμαζόμουν εν τω μεταξύ κάθε φορά για την Θεία Κοινωνία και πήγαινα στην Εκκλησία. Την ώρα πού ό παπάς έλεγε «Μετά φόβου Θεού…», έσκυβα το κεφάλι και έλεγα «Εσύ γνωρίζεις, Χριστέ μου, πόση ανάγκη έχω», και ένιωθα τέτοια αλλοίωση, πού δεν ξέρω αν θα την ένιωθα, αν κοινωνούσα. Αφού πέρασαν κάμποσοι μήνες, ήρθαν στο μοναστήρι τέσσερα-πέντε παιδιά, πού από μένα παρακινήθηκαν να έρθουν στο Σινά. Είπαν λοιπόν και σ' αυτά να μην κοινωνούν. Έ, τότε μίλησα και τακτοποιήθηκε το θέμα.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ B΄ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ)