Προδημοσίευση του Βιβλίου
«Με Τόλμη Προς Την Ελευθερία»
Μία από τις συναρπαστικότερες αληθινές ιστορίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
Τον ερχόμενο Ιούνιο θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, απ’ τις Εκδόσεις Εν Πλω, σε συνεργασία με τον Athos Press, ΝΥ, ένα βιβλίο που ενώ έχει δοξάσει την ελληνική ψυχή σε περισσότερους από 500.000 αναγνώστες παγκοσμίως -ακόμα και το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ προέβη σε ειδική έκδοση, για το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα- δεν έχει εκδοθεί ποτέ στην Ελλάδα. Η ελληνική έκδοση του βιβλίου Dare to be Free, είναι γεγονός, εβδομήντα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου!
Πρόκειται για μία απ’ τις συγκλονιστικότερες αληθινές ιστορίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας στη χώρα μας, στην οποία εκτυλίχθηκε επτά δεκαετίες πριν.
Η περιπέτεια του Νεοζηλανδού ‘Σάντυ’ Τόμας, δεν εξακολουθεί, απλώς, να παραμένει και σήμερα τόσο συναρπαστική όσο όταν πρωτοεκδόθηκε το 1951, αλλά η ελληνική έκδοση της, δεν θα μπορούσε να γίνει σε πιο επίκαιρη στιγμή, αφού η χώρα μας βρίσκεται, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιμέτωπη και πάλι έναντι στις ασφυκτικές γερμανικές επικυρίαρχες προθέσεις και οι Έλληνες καλούνται να προτάξουν τις ανεξίτηλες υλικές και ηθικές καταστροφές που επιτέλεσαν οι Γερμανοί στην ελληνική επικράτεια, κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής -στο βιβλίο αυτό αναφέρονται άγνωστες μέχρι τώρα ναζιστικές θηριωδίες σε χωριά της βορείου Ελλάδας.
Η ιστορία αυτή, έχει γραφτεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, με αφοπλιστική αυτογνωσία, ειλικρίνεια και χωρίς ίχνος υπερβολής, παρόλες τις απρόσμενες καταστάσεις και τις ευχάριστες ή δυσάρεστες εκπλήξεις που επιφύλασσε στον πρωταγωνιστή της η εξαντλητική περιπέτεια του, μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν έχει ως αυτοσκοπό να προβάλλει απλά τον ηρωισμό ενός στρατιώτη, έστω κι αν άφησε οικειοθελώς τα αγαπημένα του πρόσωπα στην άλλη άκρη της Γης για να έρθει να πολεμήσει στην Ελλάδα τους Ναζί, αλλά καταγράφει και αναδεικνύει τον ηρωισμό των απλών Ελλήνων πολιτών και των Αγιορειτών Μοναχών, που ως αφανείς ήρωες έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους, την οικογένεια ή την αδελφότητα τους, για να υποθάλψουν και να φυγαδεύσουν άγνωστους και κατατρεγμένους μαχητές, που αγωνίζονταν απεγνωσμένα να ξεφύγουν απ’ τον εχθρό και να επανενωθούν με τις δυνάμεις τους.
Η εξιστόρηση ξεκινάει απ’ τη Μάχη της Κρήτης το 1941, όπου μετά από θαρραλέες συμπλοκές, ο ‘Σάντυ’ τραυματίζεται βαριά στη μάχη του Πλατανιά, και αιχμαλωτίζεται απ’ τους Ναζί. Μεταφέρθηκε σε διάφορα νοσοκομεία και στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, από τα οποία προσπαθούσε πάντα να αποδράσει, με κινηματογραφικούς τρόπους, ακόμα και μέσα σε φέρετρο. Τελικά, οι Ναζί αποφάσισαν να τον στείλουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, μέσω Θεσσαλονίκης. Εκεί, στο κολαστήριο του Παύλου Μελά, κατάφερε να δραπετεύσει και με τη βοήθεια πολλών Ελλήνων, περιπλανήθηκε με τα πόδια στη Χαλκιδική, με στόχο να εισέλθει στο Άγιο Όρος, ώστε να βρει άσυλο και τρόπο διαφυγής προς τη Μέση Ανατολή.
Στον ανήκουστο και πρωτοφανή, για ‘κείνον, κόσμο του Άθωνα, ήρθε αντιμέτωπος με περιπετειώδεις και πρωτόγνωρες καταστάσεις στις οποίες πρωτοστάτησαν απλοί μοναχοί ασκητές αλλά και επιφανείς Γέροντες Μοναστηριών, που προσπαθούσαν να υποθάλψουν και να διαφυλάξουν τον Τόμας απ’ τα νύχια των Ναζί, που έκαναν ανάκατα όλο τον Άθω για να τον συλλάβουν και πάλι.
Ο 96χρονος, σήμερα, Νεοζηλανδός δραπέτης που αψήφησε επιδεικτικά τον Ναζισμό, εξελίχθηκε σ’ έναν αξιοθαύμαστο Στρατιωτικό, που δεν σταμάτησε ποτέ να επισκέπτεται και να ευχαριστεί την Ελλάδα. Έκανε μία λαμπρή στρατιωτική καριέρα και θεωρείται έκτοτε, ένας ζωντανός θρύλος. Σήμερα ζει στην Αυστραλία. Για τη ζωή του έχουν γίνει τηλεοπτικά αφιερώματα, ρεπορτάζ και ντοκιμαντέρ όχι μόνο στη Νέα Ζηλανδία, αλλά και στην Ελλάδα (από την ΕΤ3). Η φροντισμένη και ιστορικά τεκμηριωμένη ελληνική έκδοση των 500 σελίδων, αποτελεί ήδη αντικείμενο διασκευής για κινηματογραφική ταινία, με σκοπό να γυριστεί, στα μέρη τα οποία αφορά και τιμά.
Ο Γιώργος Γ. Σπανός, ανακάλυψε το βιβλίο και εντόπισε, από προσωπικό ενδιαφέρον τον Σάντυ Τόμας στην Αυστραλία. Ξεκίνησε ν’ ακολουθεί και να επιβεβαιώνει τα χνάρια του μέσα στην ιστορία της τριπλής κατοχής του ελληνικού χώρου. Προέβη στην απόδοση του έργου στα ελληνικά εμπλουτίζοντας το βιβλίο, με καθοριστικές υποσημειώσεις. Ως επιστέγασμα και επίμετρο παρέθεσε το ντοκουμέντο της ιστορικής ευχαριστήριας επίσκεψης των Νεοζηλανδών αξιωματούχων στο Άγιο Όρος τον Νοέμβριο του 1944 που αποτελείται από σπάνιο φωτογραφικό υλικό και την απομαγνητοφωνημένη, στα ελληνικά, ραδιοφωνική εκπομπή που έγινε το 1942 για αυτό το λόγο στο Εθνικό Ρ/Φ της Νέας Ζηλανδίας.
Περιεχόμενα
Πρόλογος, Κρήτη 1941, Η Μάχη του Γαλατά, Αιχμάλωτος πολέμου, Η ζωή στο Νοσοκομείο Αιχμαλώτων, Η πρώτη απόπειρα, Επιχείρηση «φέρετρο», Τα φτερά νικούν τις μπάρες, Θεσσαλονίκη: η τελική απόδραση, Μαθήματα Ελληνικής Αγάπης, Περιηγήσεις στην κατεχόμενη Ελλάδα, Συνάντηση με δύο συμπατριώτες, Καθοδόν για το Άγιο Όρος, Ζώντας με τους μοναχούς, Παρά τρίχα, Κώστας Μομογός, Σύναξη δραπετών, Θεϊκή παρέμβαση, Οι τρεις σωματοφύλακες, Υπήκοοι της Αυτού Μεγαλειότητας, Περπατώντας στον αέρα, Γράμμα στους γονείς μου, Συμπληρωματικά Στοιχεία, Μία Επίσκεψη στο Άγιο Όρος, Νοέμβριος 1944
Ακολουθούν ενδεικτικά αποσπάσματα
Κρήτη, 1941
«Χριστέ μου!» φώναξε ο Λοχίας Τέμπλετον, σκοντάφτοντας πάνω στο τενεκεδένιο πιάτο του καθώς έκανε ένα βήμα πίσω για δει καλύτερα, «Χριστέ μου, δεν μπορεί να ‘ναι αληθινοί στρατιώτες αυτοί! Πρέπει να ‘ναι κούκλες!
Το θέαμα των αλεξιπτωτιστών, φαινόταν κάτι το εξωπραγματικό για μάς και δεν μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε εύκολα, εκείνη τη στιγμή, τις επικίνδυνες συνέπειες που θα επέφερε. Η πρωινιάτικη εμφάνιση τους μέσα στο βαθύ γαλάζιο του κρητικού ουρανού, έτσι όπως τους βλέπαμε μέσα απ’ τα γκριζοπράσινα κλαδιά των ελιών, τους έκανε να μοιάζουν με μαριονέτες, που είχαν τα κυματώδη πράσινα, κίτρινα, κόκκινα και λευκά ρούχα τους αναποδογυρισμένα, και μπλεγμένα στα σύρματα απ’ τα οποία κρεμόντουσαν. Στεκόμουν δίπλα στον Λοχία Τέμπλετον και πάλευα να κατανοήσω τί είδους επιπτώσεις θα αντιμετωπίζαμε αργότερα απ’ όλη εκείνη την έγχρωμη πανδαισία. Τελικά συνειδητοποίησα, ότι αυτές οι πολύχρωμες κούκλες που έπεφταν απ’ τον ουρανό, θα γινόντουσαν η αιτία να επαναληφθούν όλες οι φρικαλεότητες που είχαμε γνωρίσει λίγο καιρό πριν, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η εισβολή της Κρήτης είχε αρχίσει…
Η Μάχη του Γαλατά
… Ο εχθρός βρισκόταν σε παράταξη δέκα βήματα μακρύτερα. Υπήρχαν μόνο τέσσερις τώρα, και πριν προλάβω να στοχεύσω στον μεγαλύτερο από δαύτους, εκείνος σκόνταψε κι έπεσε. Μας είχαν φτάσει. Μία ξιφολόγχη γυάλισε, σχεδόν τρία μέτρα απ’ το προτεταμένο πιστόλι μου. Όπως πήγα να τραβήξω τη σκανδάλη και την στιγμή που ο ασκεπής γερμανός, που είχε σκοντάψει, βουτούσε προς την κοιλιά μου, είδα κάτι σγουρά μαλλιά, σα σφουγγαρίστρα, πάνω σ’ ένα νέο πρόσωπο χωρίς δόντια που έβγαζε μία άγρια κραυγή. Το πιστόλι μου είχε μπλοκάρει. Την στιγμή που αντιλήφθηκα τη φρίκη που τον είχε καταλάβει, κάτι σαν βαριοπούλα με χτύπησε στο μηρό, με σήκωσε ψηλά και με πέταξε μακριά. Είναι δύσκολο να το περιγράψω, αλλά την ώρα που έπεφτα μουδιασμένος, ένοιωθα ήδη παγωμένος κι άρρωστος. Πριν ακόμα συντριβώ στο έδαφος απ’ αυτό που με χτύπησε, εξερράγει και η χειροβομβίδα πίσω μου. Απ’ τον αυχένα μου, κατά μήκος της πλάτης και των γλουτών μου μέχρι και τις γάμπες μου, ήμουν διανθισμένος από τα θραύσματα του πόνου.
Για μερικά δευτερόλεπτα είχαν γίνει όλα μαύρα γύρω μου. Είχα προσγειωθεί άσχημα και προσπαθούσα με μεγάλη δυσκολία να ανακτήσω την αναπνοή μου. Οι κραυγές, οι βρισιές, τα βογκητά και η πυρόλυση των σφαιρών από πάνω μου, όλα ανέβλυζαν και ξαναβυθίζονταν μέσα στ’ αυτιά μου, καθώς πάλευα να αποκτήσω στοιχειωδώς τον αυτοέλεγχο μου.
Το μυαλό μου καθάρισε αργά. Ένας απ’ τους άνδρες μου, ο Σρέντερ, απ’ τη Διμοιρία του Αρχηγείου, στέναζε ήσυχα στα δεξιά μου και προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του. Πάνω από την φλυαρία των φωνών και τα βογκητά, μπόρεσα να ακούσω μια φωνή με πολύ βρετανική προφορά να λέει, «Ωραία βουτιά, Νεοζηλανδέ, πολύ ωραία βουτιά, μπράβο Νεοζηλανδέ…» και ολοκλήρωσε με ένα επιφώνημα πόνου. Ήταν ο νεαρός αξιωματικός των τανκς, Ρόυ Φάρραν.[1]
Η Ζωή στο Νοσοκομείο Αιχμαλώτων Πολέμου
… Είχα φτάσει στο 5ο Γενικό Νοσοκομείο της Αυστραλίας στην Κοκκινιά, [2] το οποίο είχε καταληφθεί απ’ τους Ναζί, περίπου έξι μήνες πριν. Το κτηριακό συγκρότημα, το οποίο είχε χτιστεί απ’ τους Έλληνες ως αναμορφωτήριο, αποτελείτο από πέντε τετραώροφα κτήρια. Με πήγαν στο σημείο υποδοχής και από εκεί σε ένα θάλαμο, ο οποίος θα γινόταν το σπίτι μου για πολλούς μήνες. …
Επιχείρηση «Φέρετρο»
…Όταν τελείωσε η ποινή μας και μάς έστειλαν πίσω στις πτέρυγες του νοσοκομείου, ανακάλυψα πως η ζωή εκεί είχε καταληφθεί από μια εντελώς διαφορετική αντίληψη. Οι κρατούμενοι δε συνδυάζονταν αναγκαστικά με τη μουρμούρα και οι μικροενοχλήσεις ή οι καυγάδες, δεν προκαλούσαν πια καμία ανησυχία. Όλα είχαν μετατραπεί σε μία καταπληκτική περιπέτεια, ένα είδος παιχνιδιού της πραγματικής ζωής με σαφείς κανόνες και κυρώσεις. Ο τελικός στόχος ήταν η απελευθέρωση. Κάποιος έπρεπε, όμως, να πάει με τόλμη προς την ελευθερία. …
Θεσσαλονίκη: Η Τελική Απόδραση
… Ψηλά, πάνω απ’ το λιμάνι, τα παλαιά πέτρινα τείχη, οι πύργοι και τα κάστρα προσέδιδαν μία μεσαιωνική ατμόσφαιρα, αλλά τα πράγματα γύρω απ’ τους μώλους ήταν πιο εκσυγχρονισμένα. Υπήρχαν γερμανικά πλεούμενα εκεί γύρω, όπως και κάποια καταδρομικά και αντιτορπιλικά του στόλου του Μουσολίνι. Γερμανοί ναύτες, κανείς τους πάνω από 18 χρονών, έκαναν παρέλαση πάνω κάτω στις αποβάθρες, χαιρετώντας συνέχεια τους καλοντυμένους ανωτέρους τους. Όλοι τους ήταν καταπιασμένοι με κάτι, αλλά δεν μπορούσαν να μη δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους Εγγλέζους που, καθώς μάς ξεφόρτωναν, μάς οδηγούσαν κατευθείαν στα καμιόνια του Ερυθρού Σταυρού. Τα φορτηγά ξεκίνησαν και προχώρησαν κατά μήκος της παραλιακής ζώνης. Λίγα λεπτά αφότου αφήσαμε στα δεξιά μας τον περιβόητο Λευκό Πύργο της πόλης, φτάσαμε μπροστά στις πύλες του στρατοπέδου για το οποίο προοριζόμασταν.[3]
Η καρδιά μου σκοτείνιασε απ’ το θέαμα. Εδώ δεν υπήρχε μία απλή περίφραξη νοσοκομείου. Αυτό το μέρος, ήταν ένα αληθινό στρατόπεδο συγκέντρωσης, με μεγάλα αγκαθωτά συρματοπλέγματα να το περιτρέχουν σ’ όλες του τις γωνίες. Σε όλη την περίμετρο, υπήρχαν πύργοι με σκοπούς που καθάριζαν αυτάρεσκα τα πολυβόλα τους. Πίσω από τις πόρτες, είχε μαζευτεί πλήθος ατημέλητων και κακοθρεμμένων κρατουμένων για να μας παρατηρήσει κι εμείς σχηματίσαμε σειρές για να ελέγξουν τα πράγματα μας.
Μέχρι να συγκεντρωθούν όλα τα υπάρχοντα μας μπροστά στην πύλη, κι ο Φρούραρχος να φανεί ευχαριστημένος που δεν βρήκε τίποτε πάνω μας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για απόδραση, είχε σχεδόν νυχτώσει. Οι μεγάλες πόρτες άνοιξαν και ξεχυθήκαμε μέσα για να μοιραστούμε σε διάφορα κτήρια. …
… Ο τοίχος που διαχώριζε το στρατόπεδο απ’ τον δρόμο είχε τρία μέτρα ύψος και έβλεπα τα σπασμένα γυαλιά κατά μήκος της κορυφής του να λαμπυρίζουν. Δεν δημιουργούσε κάποιο μεγάλο πρόβλημα διότι οι γερμανοί, θέλοντας να τον κάνουν περισσότερο αδιαπέραστο, είχαν στρώσει επάνω του αγκαθωτό συρματόπλεγμα, το οποίο σε κάποια σημεία, δημιουργούσε μία ιδανική σκαλωσιά.
Σκαρφάλωσα πολύ προσεκτικά αποκτώντας και κάμποσες γρατζουνιές. Ο δρόμος είχε ακόμα πολύ κίνηση για τόσο προχωρημένη ώρα. Εκτός απ’ τα τραμ και τα στρατιωτικά οχήματα, υπήρχαν πολίτες και στρατιώτες που κινούνταν και στις δύο πλευρές του δρόμου. Περίμενα δέκα λεπτά -μάλιστα λογάριαζα να αναμείνω μερικές ώρες- μέχρι να κοπάσει εντελώς η κίνηση όταν άκουσα, ή έτσι νόμισα τουλάχιστον, έναν πυροβολισμό απ’ το πίσω μέρος του στρατοπέδου. Δεν άκουσα τίποτε περισσότερο και πείστηκα πως το μυαλό μου απ’ την πολλή πίεση έκανε νερά, οπότε αποφάσισα να προχωρήσω και να δω που θα με βγάλει.
Ευτυχώς, τα έντονα φώτα των προβολέων που ήταν εντός του στρατοπέδου δημιουργούσαν σκίαση απ’ την εξωτερική πλευρά του τοίχου, που περιόριζε την εμβέλεια τους, κι αμέσως μόλις πρόσεξα ότι ελαττώθηκε η κίνηση στον κεντρικό δρόμο, κρεμάστηκα όσο πιο μαλακά μπορούσα απ’ τα σύρματα, κι αφέθηκα να πέσω στο έδαφος, που απείχε περίπου ενάμιση μέτρο απ’ τις πατούσες μου. Προσγειώθηκα πάνω σε κάτι μπάζα που ήταν ακριβώς από κάτω μου στο πεζοδρόμιο…
Καθοδόν προς το Άγιο Όρος
…Εντούτοις, ένας προς ένας, όλοι μου έδωσαν την ίδια απάντηση. Κουνούσαν τα κεφάλια τους με έμφαση και έλεγαν, «Πρέπει να βρεις τον Σάλο. Εμείς δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε – βρες τον Σάλο». Ο Σάλος, απ’ ότι κατάλαβα, ήταν κάτι σαν δήμαρχος. [4] Εντόπισα το σπίτι του χωρίς μεγάλη δυσκολία και χτύπησα την πόρτα.
Ο Δήμαρχος, ήταν ένας μεγαλόσωμος άνθρωπος με μια σκούρα αλλά ευχάριστη όψη. Δεν φάνηκε και πολύ χαρούμενος που με είδε. Μάντεψε αμέσως ότι ήμουν Εγγλέζος, πριν καν προλάβω ν’ αρθρώσω λέξη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και με τράβηξε σε μια κλειστή αυλή στο πλάι του σπιτιού.
«Τι θέλεις;» με ρώτησε στ’ αγγλικά χωρίς περιστροφές. …
… «Πολύ καλά», είπε, «θα σου πω. Και τότε θα καταλάβεις και θα απομακρυνθείς όσο πιο πολύ μπορείς από εδώ. Εγώ, ήμουν ένας απ’ τους λίγους δημάρχους της περιοχής που μάζεψα τους ανθρώπους μου για να βοηθήσω Συμμάχους, όταν ήρθαν ηττημένοι και μας ζητούσαν βοήθεια. Πολλά χωριά τους έδιωξαν, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Ταΐσαμε κάθε έναν στρατιώτη που έφτασε εδώ, αν κι εμείς οι ίδιοι είχαμε πολύ λίγα. Στείλαμε πάνω από εκατό στρατιώτες με δικές μας βάρκες στην Τουρκία. Έχουμε χάσει τέσσερα από τα καλύτερα σκάφη μας, αλλά αποδεχτήκαμε την απώλεια αυτή στωικά, διότι ότι κάναμε, το κάναμε συνειδητά από χριστιανικής πλευράς. Δεν μας χρωστάει κανείς χάρη, και σίγουρα καθόλου χρήματα. Μάς ήταν αρκετό να γνωρίζουμε ότι σώσαμε τις ζωές όλων αυτών των ανοιχτόχρωμων παλικαριών και τους στείλαμε πίσω σπίτι τους». Έκανε παύση και το πρόσωπό του έδειχνε ότι δυσκολευόταν να συνεχίσει. Τότε, οι λέξεις τού βγήκαν με βιασύνη πέφτοντας η μία πάνω στην άλλη και η φωνή του ανέβηκε.
«Μετά, όμως, ήρθαν αυτοί. Έφτασαν εδώ ένα πρωί, διακόσιοι από δαύτους οπλισμένοι μέχρι τα δόντια. Τα γουρούνια είχαν απλωθεί σ’ όλο το χωριό πριν ξυπνήσουν οι κάτοικοι. Σύντομα μας είχαν βγάλει όλους έξω. Έμπαιναν σε κάθε σπίτι, σπάζοντας, λεηλατώντας και χτυπώντας όποιον έμπαινε στο δρόμο τους.
* * *
… Όταν τελείωσαν την αναζήτησή τους, με κάλεσε ο αξιωματικός τους. Απαίτησε να μάθει πού ήταν οι Εγγλέζοι. Αρχικά έπαιξε μαζί μου, και στη συνέχεια είπε ότι ήξερε πως τους είχα στείλει στην Τουρκία κι ότι βοηθούσα όλους τους Άγγλους που περνούσαν από εδώ. Απαίτησε να του δώσω τα ονόματα τουλάχιστον πέντε απ’ τους νεαρούς άνδρες του χωριού που είχαν κάνει μεταφορά Άγγλων στην Τουρκία. Εγώ αρνήθηκα, αλλά είπε ότι αν μέχρι το μεσημέρι δεν έχει τα ονόματα, θα εκτελέσει όλους τους άνδρες του χωριού. Το συζήτησα με τους κατοίκους. Μερικοί απ’ τους άνδρες, οι ανύπαντροι, προσφέρθηκαν. Έδωσα τα ονόματά τους μαζί με το δικό μου στον αξιωματικό. Ο Γερμανός γέλασε όταν είδε το όνομά μου. Είπε ότι η μεγαλύτερη τιμωρία μου, θα ήταν να μην με συμπεριλάβει στη λίστα.
«Αργότερα το απόγευμα, ο αξιωματικός, μας διέταξε όλους να πάμε στο χωράφι δίπλα στην Εκκλησία, εκεί που παίζουν τα παιδιά. Χωρίς να γνωρίζουμε … πήγαμε ήσυχα … ο αξιωματικός ήξερε ότι όλα τα αγόρια ήταν αθώα, διότι ήταν πάρα πολύ νεαρά για να κάνουν τόσο μεγάλα ταξίδια μέχρι την Τουρκία … αλλά όταν μαζευτήκαμε όλοι στο χωράφι τα πήραν … ένα-ένα … μπροστά σε όλους μας … μπροστά στις μητέρες τους … και τα εκτέλεσαν … με την πλάτη στον τοίχο της εκκλησίας … ένα προς ένα τα σκότωσαν, τα πυροβόλησαν, έτσι ώστε να σχηματίσουν σωρό, το ένα πάνω στο άλλο. Προσπαθήσαμε να τους σταματήσουμε, αλλά μας κράτησαν πίσω με τις ξιφολόγχες τους … η κυρά-Μάρω έσπρωξε δυο Γερμανούς για να φτάσει τον Γιάννη της, που ήταν μόλις δεκαεπτά χρονών. Την τραβήξανε πίσω από τη φούστα της … και γελούσαν. Γελούσαν, ενώ δύο από τα αγόρια μας ήταν ήδη στο γρασίδι και τα άλλα τρία είχαν παραταχθεί για να ακολουθήσει η σειρά τους».
Ο καημένος δε μπορούσε να συνεχίσει. Έχει χώσει το πρόσωπό στις παλάμες του κι ενώ στεκόταν ακόμα, άφηνε τον ένα λυγμό μετά τον άλλο να τινάζει το μεγαλόσωμο κορμί του. Πόσο μοχθηρά έξυπνοι ήταν οι Γερμανοί! Ο άνθρωπος αυτός, υπέφερε για το θάνατο αυτών των αγοριών κάθε μέρα -δεν υπήρχε χειρότερο βασανιστήριο για εκείνον από τις τύψεις που βίωνε.
* * *
… Μετά από λίγο, επανεμφανίστηκε η θάλασσα, κι εγώ ταλαντεύθηκα νοτιοανατολικά, κατά μήκος των πεδιάδων που περιέτρεχαν τις παραλίες.
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει στον ουρανό καθώς προσέγγιζα το χωριό του Πύργου[5], το τελευταίο πριν το Άγιο Όρος. Πέρα απ’ το χωριό η γη άρχισε να ανηφορίζει απότομα. Μπροστά μου, πολύ μακρύτερα, διέκρινα να αιωρείται πάνω από τα σύννεφα μια επιβλητική κορυφή, που δέσποζε πάνω απ’ όλες τις άλλες της μακράς οροσειράς. Στους πρόποδες της κορυφής εκείνης κάτω απ’ τα χιονισμένα ύψη, υπήρχαν διάσπαρτες ομάδες ασυνήθιστων οικημάτων, που αντανακλούσαν τις ακτίνες του ήλιου που έδυε. Επικρατούσε μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα, γαλήνης και ειρήνης.
Προχώρησα μπροστά με ανυπομονησία. Ήδη, ένιωθα ένα διεγερμένο προαίσθημα για τις ανακαλύψεις και τις περιπέτειες που με περίμεναν μέσα στην Αγία, εκείνη, χερσόνησο. Η βαθιά ικανοποίηση ότι είχα φτάσει στον πρώτο μου στόχο, μού προκαλούσε ζέση, ενώ περπατούσα ήδη ανάμεσα στα καταπράσινα άγια χώματα.
Ζώντας με τους Μοναχούς
… Όταν κατάφερα να φτάσω όπως-όπως στην άκρη του επόμενου λόφου, ανακάλυψα πως υπήρχε φωλιασμένο, από κάτω, ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι κολλητά σε μια εκκλησία, έχοντας για θέα έναν πλατύ γραφικό κόλπο. Υπήρχαν, μάλιστα, και αρκετές μαυροφορεμένες φιγούρες που κάθονταν στα ξύλινα παγκάκια που περιτριγύριζαν τη μεγάλη πλακόστρωτη αυλή.
Κατέβηκα το δρομάκι που οδηγούσε προς τα ‘κεί, σχεδόν κουτρουβαλώντας και αφού συγκέντρωσα όλη μου την αποφασιστικότητα, έκανα τα τελευταία δέκα-δώδεκα βήματα που μου απέμεναν για την αυλή. Όλοι οι μοναχοί που βρισκόντουσαν εκεί, γύρισαν προς το μέρος μου, ενώ εγώ κινήθηκα προς εκείνον που θεώρησα ηγούμενο τους, έναν ξασπρισμένο γενειοφόρο γέροντα που καθόταν σε μια διακεκριμένη γωνιακή θέση. Συναισθηματικά και με μια ακούσια παρορμητικότητα, έγινα κι εγώ μέρος αυτής της γαλήνιας εικόνας. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, βρισκόμουν στα γόνατά και ασπαζόμουν το χέρι του. Κανείς απ’ τους παρευρισκομένους δεν βρήκε την κίνηση μου αυτή ασυνήθιστη, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο. Ο Γέροντας εκείνος, έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο μου και πριν μιλήσει, έγειρε απαλά το μέτωπο μου προς τα πίσω.
«Ο Θεός να σε ευλογεί και να μας επιτρέψει να σε βοηθήσουμε, παιδί μου», είπε ήσυχα. «Βλέπω ότι βρίσκεσαι σε μεγάλη ανάγκη. Από πού έρχεσαι και τι θα ήθελες από εμάς;»
«Ω, Πάτερ…» …
* * *
… Το έργο τους, εκείνη την εποχή του έτους, ήταν το κοντό κλάδεμα των γυμνών αμπελιών. Οι μοναχοί, κατά τη διάρκεια των εργασιών τους, παρέμεναν με τα μακριά ράσα και τα μαύρα καπέλα τους -δε θα μπορούσε να υπάρχει καμία πιο ακατάλληλη ενδυμασία για τη δουλειά αυτή, ειδικά επειδή το έδαφος ήταν μαλακό και, σε ορισμένα σημεία, λασπωμένο. Είχαν παλιομοδίτικα εργαλεία, όπως μακριά γαμψά πριόνια και δεν πλησίαζαν το κάθε αμπέλι πριν το μελετήσουν αργά πρώτα. Δεν αμφέβαλλα καθόλου ότι η δουλειά που έκαναν ήταν από τις πιο ποιοτικές που μπορούσε να υπάρξει, αλλά δεν είχα ξαναδεί ποτέ μία εργασία να εκτελείται με έναν τόσο επίπονο και αντιοικονομικό τρόπο. Ένας, μάλλον, απλός μοναχός, φορούσε ένα καλυμμαύχι μερικά μεγέθη μικρότερο απ’ το κεφάλι του. Κάθε φορά που έσκυβε να κλαδέψει τού έπεφτε, επιτρέποντας και στα μακριά μαλλιά του να πέφτουν μπροστά στο πρόσωπο του. Δεν νομίζω να προβλεπόταν να το αφήσει στην άκρη για λίγο, διότι ο χρόνος δε σήμαινε απολύτως τίποτα για αυτόν, ούτε και για την αδελφότητα του. Το μάζευε υπομονετικά κάθε φορά, ξαναμάζευε τα μαλλιά του και συνέχιζε.
Εκτίμησα ιδιαίτερα τη φιλοξενία των μοναχών και τη διορατικότητα που μου προσέφερε η απλή κι ευτυχισμένη ζωή τους. Όταν, τελικά, ήρθε η ώρα να τους αποχαιρετήσω φεύγοντας νωρίς ένα πρωί απ’ το αγρόκτημα, είχα πάρει μία πρώτη σοβαρή γεύση από τη μεγάλη αξία που έχει η ζωή ενός μοναχού στο Άγιο Όρος…
* * *
… Ήταν πρωί της 24ης Δεκεμβρίου του 1941 και δεν θα μου έπεφτε κι άσχημα να έκανα ένα μπάνιο, με αφορμή την παραμονή των Χριστουγέννων. Προχώρησα μέσα στο καταρράκτη και πρόσφερα στον εαυτό μου ένα καλό πλύσιμο.
Παρόλα αυτά και παρότι βρισκόμουν στο πιο χριστιανικό, ίσως, μέρος της Γης, υπήρχε μία αντίθεση που, παρεμπιπτόντως, δεν με ξένιζε ιδιαίτερα. Στο Άγιο Όρος, δεν θεωρούσαν πως έπρεπε να γιορτάσουν Χριστούγεννα την επόμενη μέρα. Ακολουθούσαν το παλαιό ημερολόγιο, εκείνο της Βίβλου -το οποίο είχε αποδειχτεί αρκετά αξιόπιστο για τους προγόνους των μοναχών. Η ημερομηνία τους ήταν πάντα δεκατρείς μέρες πίσω από εκείνη του έξω κόσμου, οπότε είχαν ακόμα μπροστά τους ένα δεκαπενθήμερο νηστείας, πριν γιορτάσουν τη μεγάλη γιορτή της Γέννησης του Χριστού. Έτρεφα μεγάλες ελπίδες ότι θα κατάφερνα να περάσω την ερχόμενη νύχτα σε κάποιο άνετο καταφύγιο…
Παρά Τρίχα
«Είναι πολύ αργά … δεν μπορείς να φύγεις τώρα … έρχονται από τρεις κατευθύνσεις», μου ξεκαθάρισε ξεφυσώντας συνέχεια. «Ο Φίλιππας λέει, ότι πρέπει να κρυφτείς μέσα στο μοναστήρι!»
«Μα, αυτό θα είναι μοιραίο. Θα πιαστώ σαν το ποντίκι στη φάκα!» είπα με έντονη αντίρρηση, προσπαθώντας να αντισταθώ και να τον πείσω. «Σίγουρα θα ‘μαι σε καλύτερη θέση χωμένος στο δάσος εκεί πέρα.»
«Πρέπει να υπακούσεις στις εντολές … Ο Φίλιππας ξέρει καλύτερα … δεν μπορείς να κρυφτείς στο δάσος, διότι θα αφήσεις αποτυπώματα στο χιόνι και θα σε βρουν αμέσως! Κοίτα εκεί πάνω! »
Κοίταξα προς την κατεύθυνση που μου έδειχνε. Ανατρίχιασα και η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο. Πάνω από τη λεπτή γραμμή των θάμνων προς την οποία κατευθυνόμουν, είχα κάνει την εμφάνιση τους τρεις Γερμανοί που με τις στολές τους και τα φαρδιά κράνη τους στέκονταν έξω και ξεχώριζαν στο φόντο του χιονιού. Έριξα μία ακόμη γρήγορη ματιά προς την μοναδική εναλλακτική κρυψώνα που υπήρχε, στον λόφο πιο πάνω. Από εκεί είδα δύο ακόμη στρατιώτες να έρχονται σε λιγότερο από πεντακόσια μέτρα μακριά. Πεπεισμένος πλέον, γύρισα για να βοηθήσω τον γενναίο αστυνομικό στο σφυροκόπημα που έκανε πάνω στις κλειστές πόρτες. Ο πορτάρης έφτασε εγκαίρως και μας έβαλε μέσα, ενήμερος για το επείγον της κατάστασης.
* * *
Ο αστυνομικός, που είχε σταλεί για να με ειδοποιήσει, ρίχτηκε σε μια καρέκλα σπογγίζοντας το πρόσωπό και το μέτωπο του απ’ τον ιδρώτα.
«Ο Φίλιππας λέει … ο Τόμας πρέπει να μείνει εδώ … το μοναστήρι είναι περικυκλωμένο … είπε … κάτω στα παλιά κελάρια ίσως … οι Γερμανοί δεν τον βρουν!»
«Αυτό είναι το μέρος που θα ψάξουν πρώτα», διέκοψε ο παπά-Γρηγόριος αποφασιστικά, αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Πρέπει να πας σε κάποιο μέρος που δεν είναι ύποπτο και προφανές. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να σε μεταμφιέσουμε σε όσο το δυνατόν λιγότερο Εγγλέζο γίνεται. Πόσο χρόνο έχουμε;»
«Το πολύ δέκα λεπτά», απάντησε ο αστυνομικός. «Ζήτησα απ’ τον φύλακα να τους καθυστερήσει όσο πιο πολύ μπορεί όταν θ’ αρχίσουν να φωνάζουν για να μπουν μέσα.»
* * *
…Αντιδρώντας με ατημελησία στον εξαγριωμένο τρόπο του νεαρού Γερμανού Λοχία, η περίπολος του προσπαθούσε να συνταχτεί στη χιονισμένη αυλή. Μόνο δύο ή τρεις ήταν αρκετά νηφάλιοι απ’ όλους τους και οι υπόλοιποι φαινόντουσαν στουπί στο μεθύσι προσπαθώντας να στηριχθούν ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ τα όπλα τους έπεφταν κάτω. Αναλογιζόμουν τις εντυπωσιακές ιστορίες που είχα ακούσει για την σιδερένια γερμανική πειθαρχία. …
Οι Μοναχοί της Μεγίστης Λαύρας που βοήθησαν τον Σάντυ: (από αριστερά) π. Ισίδωρος, π. Χρυσόστομος, Παπα-Γρηγόριος, Γιατρός Παυλίδης, π. Δημήτριος, μικρο-φίλιππας.
Θεϊκή Παρέμβαση
…Μετά από λίγο, ωστόσο, αυτές οι σύντομες στιγμές προβληματισμού κόπασαν. Κατά κάποιο τρόπο παραιτήθηκα. Όλα επρόκειτο να εξελιχθούν τόσο απλά, αλλά … πόσο άδικο θα ήταν αυτό για τους γονείς μου πίσω στο σπίτι! Ποτέ δε θα μάθαιναν -κανείς δε θα μάθαινε ποτέ το πώς θα είχα χαθεί. Θα ανησυχούσαν και θα προσεύχονταν για μένα χρόνια μήπως και επανεμφανιστώ. Πόσο καλύτερα θα ήταν να είχα απλά σκοτωθεί στην Κρήτη. Ευτυχώς που είχα γράψει εγκαίρως στην Αντέλ απ’ την Κοκκινιά, να μη με περιμένει γιατί όλες οι πιθανότητες ήταν εναντίον της επιβίωσης μου. Εκεί πήγαιναν οι σκέψεις μου. …
* * *
… Αυτή ήταν η στιγμή που περιμέναμε. Ετοιμαστήκαμε διανοητικά και περιμέναμε το σκάφος να ξαναβρεί την ισορροπία του. Ένα από τα τεράστια έβδομα κύματα, ήρθε από πίσω μας κι ένιωσα το σκυλί άκαμπτο στην αγκαλιά μου. Κάποιος ούρλιαξε. Για άλλο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ο Τζων κι εγώ περιμέναμε το τέλος.
Από πολύ μακριά κάποιος φώναζε το όνομά μου, και ένιωσα αμέσως μια ικανοποίηση που κάποιος με ήξερε στον άλλο κόσμο. Στη συνέχεια, όλα έγιναν μαύρα, αν και συνέχιζα ν’ ακούω ισχνά το όνομά μου. Είχαν όλα τελειώσει.
Στη συνείδηση μου επέπλεαν τα λόγια, «Κύριε Τόμας, κύριε Τόμας, κύριε! Μην τα παρατάτε! Μιλήστε μου!»
«Θεέ μου», σκέφτηκα, «πρέπει να είναι ο Τζων! Είναι αστείο που μου φέρεται σαν ανώτερο ακόμα και μετά θάνατον!»…
* * *
… Κάρφωσα τα μάτια μου στην αυξανόμενη βροχή και κοίταζα πάνω στο σκοτάδι. Αν και δεν μπορούσα να εκφραστώ επαρκώς, αισθάνθηκα την ίδια επίγνωση του θεϊκού που είχα νιώσει λίγο πριν την κορύφωση της καταιγίδας. Διότι, ήταν ένα αληθινό θαύμα αυτό που είχε συμβεί και όφειλα να το αναγνωρίσω. Ωστόσο, μόνο η βροχή έβγαινε πέφτοντας μέσα απ’ τη σκοτεινή μαυρίλα και συνειδητοποίησα ότι η παρήγορη Παρουσία που είχε βάλει το χέρι της είχε ολοκληρώσει το έργο της, κι εγώ ήμουν και πάλι σε θέση να συνεχίσω με τις δικές μου δυνάμεις. Καθώς πάλευα με το κουπί και το πηδάλιο όλη τη νύχτα, η υπενθύμιση της Θεϊκής παρέμβασης μου προκαλούσε μία ζεστή ψυχική αγαλλίαση, γεμάτη πίστη κι αφοσίωση…
* * *
… Το απόγευμα πια, απείχαμε κοντά στα δέκα μίλια από τη στεριά εκείνη που είχε αρχίσει να φαίνεται ολόκληρη από τη θάλασσα, και το σχήμα της μας ήταν ολοφάνερο. Με βαριά καρδιά αναγνωρίσαμε για μία ακόμη φορά, τα γνώριμα χαρακτηριστικά του ιδίου του Άθω. Η καταιγίδα πρέπει να μας είχε βγάλει τουλάχιστον πενήντα μίλια εκτός πορείας και τώρα δεν είχαμε και πολλές εναλλακτικές λύσεις, απ’ το να καταπλεύσουμε στο σημείο της χερσονήσου απ’ το οποίο είχαμε ξεκινήσει. Με τη συνεχή κωπηλασία, τα χέρια μας, ασυνήθιστα σε τέτοιες κινήσεις, είχαν γεμίσει φουσκάλες, που στο τέλος, είχαν ξεφλουδίσει τελείως. Ειδικότερα, τα χέρια του Τζων, που δεν σταματούσε με τίποτα να κωπηλατεί, αιμορραγούσαν άσχημα και θα του ήταν αδιανόητο να ξεκινήσει ανατολικά και πάλι προς την Τουρκία, ακόμη κι αν ο καιρός το επέτρεπε.
Ο μόνος επιβάτης, που ήταν ιδιαίτερα ευτυχής που ξαναέβλεπε το ιερό βουνό ήταν ο σκύλος, που είχε ως εκ θαύματος επιζήσει εκείνη τη νύχτα. Στάθηκε στην πλώρη με φλυαρία και περίμενε με ενθουσιασμό καθώς η στεριά πλησίαζε όλο και πιο κοντά…
[1] Ρόυ Φάρραν, (1921-2006) διάσημος Βρετανός Ταγματάρχης. Πιάστηκε κι αυτός αιχμάλωτος και απέδρασε απ’ το στρατόπεδο της Κοκκινιάς με τη βοήθεια της Λέλας Καραγιάννη. Αργότερα, παρασημοφορήθηκε και διακρίθηκε ως πολιτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος.
[2] Σύμφωνα με την δραστήρια φιλόλογο-ιστορικό της Νίκαιας, Αρχοντία Παπαδοπούλου, πρόκειται για το Αναμορφωτήριο ή Άσυλο Αρρένων στον Κορυδαλλό, κοντά στις σημερινές φυλακές, το οποίο είχε χτιστεί το 1918. Κατεδαφίστηκε πριν λίγα χρόνια και στη θέση του χτίστηκε το νέο Δημαρχείο Κορυδαλλού επί της Γρ. Λαμπράκη, που εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 2013.
[3] Πρόκειται για το πρώην στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου “Παύλος Μελάς” του οποίου τα ερείπια υπάρχουν ακόμα στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης
[4] Το «Σάλος» ήταν το αντιστασιακό ψευδώνυμο του ηρωικού Κοινοτάρχη Ιερισσού, Δημητρίου Τερτιλίνη.
[5] Η Ουρανούπολη