Χαράλαμπος Μπούσιας – Δρ., Υμνογράφος
Ὁ Γέροντας Βησσαρίων ὁ Ἀγαθωνίτης κοιμήθηκε ὁσιακὰ στὶς 22 Ἰανουαρίου τοῦ 1991.
Τοὺς ἀφανεῖς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος του ἐμφανῶς τοὺς δοξάζει ὁ Κύριος, ποὺ μὲ τὴν παγγνωσία Του προγνωρίζει ὅτι θὰ γίνουν ὅμοιοι τῆς εἰκόνος Του· αὐτοὺς τοὺς καλεῖ στὴν ὑπηρεσία Του καί, ἀφοῦ τοὺς καθιστᾶ δικαίους τοὺς δοξάζει· «Οὓς ἐδικαίωσε τούτους καὶ ἐδόξασε» (Ῥωμ. η΄ 30).
Τέτοιο ἀφανὴ ἐργάτη στὶς ἡμέρες μας, πού, ἀφοῦ ἀνέβηκε τοὺς ἀναβαθμοὺς ἀπὸ τὸ «κατ’ εἰκόνα» στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», τὸν κατέστησε κληρονόμο τῆς Βασιλείας Του δοξάζοντάς τον ταυτόχρονα μὲ ἀφθαρσία τοῦ σκηνώματός του παρουσίασε ὁ Κύριος τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα τὸν Ἀγαθωνίτη. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι «τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα» (Α΄ Κορίνθ. α΄ 28), τοὺς ἄσημους καὶ
περιφρονημένους ἐπιλέγει πάντοτε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀποδείξει τιποτένιους καὶ ἐλάχιστους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θαυμάζει καὶ προβάλλει ὡς πρότυπα τῆς ἐφήμερης ζωῆς τους.
Στὶς ἡμέρες μας ὅπου «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία» (Ῥωμ. ε΄ 20) ἀλλὰ περισσεύει ἡ χάρη, ἦλθε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἀφθάρτου σκηνώματος τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος νὰ μᾶς προβληματίσει, γιὰ τὴν ἀπὸ μέρους μας ἀτίμωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἀτιμάζεται τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὶς χαμαίζηλες ἐπιθυμίες καὶ ὀρέξεις ἀπὸ ὅλους μας, ποὺ δὲν κατανοοῦμε ὅτι δὲν μᾶς ἀνήκει· δὲν εἶναι δικό μας· χρήση του κάνουμε, ἀφοῦ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορίνθ. στ΄ 19)· ἀτιμάζεται ἐπίσης καὶ μὲ τὴ βλάσφημη καύση του μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτὸ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μὲ μοναδικὸ στόχο τὴν ἐξαφάνιση τῶν ἰχνῶν τῆς ἁγιότητος καὶ τὴν ἀποδυνάμωση τῆ πίστεως. Ἡ καύση αὐτὴ τῶν νεκρῶν, ποὺ ἤδη ἐφαρμόζεται σὲ πολλὲς χριστιανικές, ἀλλοίμονο, χῶρες, μελετᾶται νὰ ἐφαρμοσθεῖ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας. Δουλαγωγοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ ταλαιπωροῦμε μὲ διαρκῆ ἄσκηση, ὄχι γιὰ νὰ καταστρέψουμε τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ γιὰ νὰ περιορίσουμε τὴν ἐπίδρασή του στὰ πνευματικά καὶ νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῆς ἀρετῆς μὲ τὴ ζώωση τοῦ πνεύματός μας, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι « ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός» (Γαλάτ. ε΄ 17). Μετὰ ὅμως τὸ θάνατο, δηλαδὴ τὸ χωρισμὸ τῆς ἄφθαρτης ψυχῆς ἀπὸ τὴ φθειρόμενη σάρκα τὸ σῶμα τὸ περιποιούμεθα καὶ μὲ τιμὲς τὸ παραδίδουμε στὴ γῆ, ἀπὸ τὴ ὁποία πλάσθηκε, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ στὴν κοινὴ ἐξανάσταση, ὅπου θὰ συναχθοῦν τὰ γυμνὰ ὀστᾶ καὶ θὰ λάβουν σάρκα καὶ νεῦρα γιὰ νὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου, ποὺ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἴμι Κύριος ἐν τῷ ἀνοῖξαί με τοὺς τάφους ὑμῶν τοῦ ἀναγαγεῖν με ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν μου καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς καὶ ζήσεσθε» (Ἰεζ. λζ΄ 12-14).
Ὁ Γέρων Βησσαρίων γεννήθηκε στὴν εὐλογημένη μεσηνιακὴ γῆ, στὴν εἰδυλιακὴ παραλιακὴ κώμη τοῦ Πεταλιδίου τὸ ἔτος 1908· τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρέας. Ἔφηβος πῆγε στὴν Καλαμάτα, ὅπου συνδέθηκε μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ ἄναψε μέσα του ὁ θεῖος ἔρωτας καὶ ἡ φλόγα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς σ’ Αὐτὸν ἀφιερώσεως. Ἄρχισε ἔτσι τὴν οὐρανοδρόμο πορεία του, ποὺ τὸν ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, ἀπαύστως δοξολογούντων τὸν Κύριο. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Βησσαρίων καὶ κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἱερέας μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Ἡ κατὰ κόσμο παιδεία του περιορίστηκε στὸ Σχολαρχεῖο, ἡ κατὰ Θεὸν ὅμως τὸν ἀνέδειξε πηγὴ σοφίας ἀστείρευτη μὲ τὴ διαρκῆ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῶν θεϊκῶν ἐνταλμάτων. Ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ φαίνεται, ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; Δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα ὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας» ( Ἰά. γ΄ 13).
Ὁ Γέρων Βησσαρίων ἦταν γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη Θεοῦ, ποὺ εὕρισκε πρακτικὴ ἐφαρμογὴ στὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων του σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «εἰ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40). Ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, Ἰωάννης, γιὰ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμονὴ τῆ ἀγάπης συνεχίζει λέγοντας: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν, ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ἰω. δ΄ 20). Ἡ Καρδίτσα στὴ ἀρχὴ καὶ ἡ Φθιώτιδα ἀργότερα, μὲ κέντρο τὴ Μονὴ Ἀγάθωνος ὑπῆρξαν τὰ πεδία τῆς δράσεως τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος. Αὐτὲς θὰ γευθοῦν τοὺς πνευματικοὺς εὔχυμους καρπούς, τὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὸ ἐκχύλισμα τῆς καρδιᾶς του. Ἀκένωτη πηγὴ προσφορᾶς ὁ Γέροντας κένωνε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον μιμούμενος τὸν Κύριό μας, ὁ ὁποῖος «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» (Φιλιπ. β΄ 7). Τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων του γεύθηκαν οἱ πάντες. Διακονία στὸ μοναστήρι, διακονία καὶ στὸν κόσμο. Προσφορὰ στὴν ἀδελφότητα, προσφορὰ καὶ στὴν κοινωνία. Ἀλάνθαστη ποδηγεσία τῶν ἐξομολογουμένων μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Ἀρωγὴ στοὺς κινδυνεύοντες, χορτασμὸς τῶν πεινώντων, πλουτισμὸς τῶν πενήτων, ὁδηγὸς τῶν πλανωμένων. Σώζει ὁ γέροντας τοὺς νέους τῆς Λάρισας ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Γερμανῶν. Ἐπισκέπτεται καὶ ἐνισχύει κάθε ἐβδομάδα τοὺς ἀσθενεῖς στὸ νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας. Ἐξομολογεῖ καὶ ἑλκύει μὲ τὴ σαγήνη τῆς ἀγάπης του τοὺς μαθητὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Λαμίας. Συγκρατεῖ τὰ παιδιὰ τῶν χωρικῶν ἀπὸ ὀλισθήματα. Εἰρηνεύει τὰ ἀνδρόγυνα. Μοιράζει ἀπὸ τὰ ἔσοδα τοῦ μοναστηριοῦ στοὺς πτωχούς, τῶν ὁποίων γνώριζε τὶς ἀνάγκες. Προίκιζε ἄπορα κορίτσια. Συνέτρεχε στὶς ἀνάγκες ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ποὺ ἔβλεπαν στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος τὸν ἀφανῆ ἐργάτη τῆς ἀγάπης, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ ἔπαιρνε τὴ μορφὴ τοῦ ταπεινοῦ Ἀγαθωνίτη μοναστῆ. Ἡ ἀσθενικὴ καὶ ἀδύναμη φωνή του, μετὰ ἀπὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς Γερμανούς, δὲν πρόδιδε τὴ δυναμικὴ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του. Ἀγαποῦσε ὁλοκάρδια τὸ Θεὸ καὶ εἶναι σίγουρο ὅτι καὶ Ἐκεῖνος τὸν ἀγαποῦσε ὡς «ἱλαρὸ δότη» (Β΄ Κορίνθ. θ΄ 7), ἀφοῦ συχνὰ τὸν ἄκουγες νὰ ἐξωτερικεύει τὴν ἀγωνία του καὶ νὰ λέει στοὺς συμμοναστές του: «Οἱ ἄνθρωποι ἔξω εἶναι φτωχοί· ἔξω πεινᾶνε· πρέπει νὰ τοὺς βοηθήσουμε». Δίκαια, λοιπόν, τὸν ὀνόμαζαν «ὁ ἅγιος τῶν πτωχῶν».
Δὲν σταματοῦσε ἡ προσφορὰ τοῦ Γέροντος στὸ κοινωνικὸ ἔργο. Στὸ μοναστήρι καθόταν σὰν λαμπάδα ἀναμμένη μπροστὰ στὴν ἐκκλησία. Ὑποδεχόταν τοὺς προσκυνητὲς μὲ τὸ εὐπροσήγορο χαμόγελό του καὶ τοὺς ἀνέπαυε μὲ τὰ λόγια του. Τοὺς περισσότερους τοὺς γνώριζε μὲ τὰ ὀνόματά τους, ὅπως ὁ καλὸς ὁ ποιμὴν ὁ ὁποῖος γνώριζει τὰ πρόβατά του καὶ γνωρίζεται ἀπ’ αὐτά (Ἰω. ι΄ 14). Καὶ ὄχι μόνο τοὺς γνώριζε, ἀλλὰ γνώριζε καὶ τὰ προβλήματά τους, γιὰ τὰ ὁποῖα μὲ ἐνδιαφέρον ρωτοῦσε καὶ συνέτρεχε κατὰ τὴ δύναμή του ὑλικὰ καὶ ἀπεριόριστα μὲ τὴν ὁλόθερμη προσευχή του. Τὸ κέρασμα τοῦ καφὲ περιεῖχε καὶ τὸ βάλσαμο τῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας γνωρίζοντας ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4)· γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς μόνος του τὸν ἔψηνε καὶ τὸν προσέφερε μαζὶ μὲ τὸ δροσερὸ ἄντλημα τῆς καρδιᾶς του.
Ἦλθε ὅμως τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ποὺ ὁ ἀφιλάργυρος ἄνθρωπος, ὁ παραθεωρητὴς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου, ὁ ἀσκητὴς ποὺ τὰ θεωροῦσε ὅλα σκύβαλα «ἵνα Χριστὸν κερδήσῃ» (Φιλιπ. γ΄ 8) θὰ πλήρωνε τὸ γραμμάτιο τῆς ζωῆς. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ ὁ Γέρων Βησσαρίων τὴ περίμενε μὲ λαχτάρα, ἀφοῦ καὶ γι’ αὐτὸν ἴσχυε τὸ Παύλειο: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21). Μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια ποὺ ἐξελίχθηκε σὲ πνευμονικὸ οἴδημα ὁ Γέρων ἄφησε τὸ φθαρτὸ τοῦτο κόσμο, γιὰ νὰ περάσει στὸν κόσμο τῆς ἀφθαρσίας, στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὸ νοσοκομεῖο Σωτηρία τῆς Ἀθήνας, στὶς 22 Ἰανουαρίου τοῦ 1991.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ Γέροντος συγκλόνισε ὄχι μόνο τὰ πνευματικά του παιδιά, ἀλλὰ ὅλη τὴ Φθιώτιδα. Τὸ μοναστήρι ντυμένο στὰ λευκά, ἀπὸ τὸ πολὺ χιόνι τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, ὑποδέχθηκε τὸ σκήνωμα τοῦ κατάλευκου στὴν ψυχὴ πατρὸς Βησσαρίωνος, ποὺ ἤδη βρισκόταν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τρεῖς ἡμέρες σὲ λαϊκὸ προσκύνημα δὲν ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ περάσει ὅλος ὁ κόσμος ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν μακαριστὸ πατέρα. Καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίρετα ἀντίξοες συνθῆκες, ἀπὸ τὴν κακοκαιρία τοῦ χειμῶνα. Τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀφοῦ τὸ νεκροταφεῖο τῆς Μονῆς ἦταν δυσπροσπέλαστο, ἀποφάσισαν οἱ πατέρες νὰ θάψουν τὸ εὐλογημένο σκήνωμα στὰ βαπτιστήρια, σὲ δωμάτιο, ὅπου ὁ γέροντας συνήθιζε νὰ ἐξομολογεῖ τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια θὰ ἔβγαινε τὸ σκήνωμα ὅπως ἀκριβῶς κατατέθηκε, χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἴχνος ἀλλοιώσεως, γιὰ νὰ δεικνύει πάντοτε τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ στὴν ὁσιακὴ ἀφανῆ βιοτή του, καὶ νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώνει τὸ ψαλμικὸ «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67, 35).
Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς του σῴζει Λαρισαίους ἀπὸ τὸ Γερμανικὸ ἀπόσπασμα.
Στὴν Γερμανικὴ κατοχὴ μιὰ ὁμάδα πατριωτῶν Λαρισαίων βρέθηκε στὸ ἀπόσπασμα. Μάταια ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης παρακαλοῦσε γιὰ τὴν διάσωσή του. Ὁ στυγνὸς Γερμανὸς διοικητὴς ἦταν ἀνένοτος. Μάλιστα ὅρισε καὶ τὴν ἡμερα τῆς ἐκτελέσεως.
Ὁ Γέρων Βησσαρίων βρισκόμενος στὴν Λάρισα ὅλη τὴν νύκτα δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Δὲν χωροῦσε στὸ μυαλό του ἡ ἰδέα τῆς ἐκτελέσεως τῶν ἀθώων Λαρισαίων. Τὴν παραμονὴ τῆς ἐκτελέσεως πῆγε στὸ Ναὸ τοῦ πολιούχου τῆς πόλεως, τοῦ Ἁγίου Ἀχιλείου καὶ ἔπεσε στὸ γόνατα. Ἱκετευτικὰ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο νὰ διασώσει τὰ παιδιά του. Τὰ δάκρυα του μούσκεψαν τὸ χῶρο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ προσκυνητάρι. Μιλοῦσε στὸν ἅγιο μὲ θέρμη καὶ ἡ προσευχή του ἀνέβηκε κατ’ εὐθεῖαν στὸ θρόνο τῆς μεγαλωσύνης τοῦ εὔσπλαγχνου Κυρίου μας μέσα ἀπὸ τὴν μεσιτεία τοῦ θαυματουργοῦ τῆς Λαρίσης ἱεράρχου. Καὶ ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ.
Πρωῒ Πρωῒ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πηγαίνει στὸν ἄκαμπτο Γερμανὸ διοικητὴ καὶ τοῦ ἀναγγέλει τὸ αἴτημά του. Μὲ ἔκπληξη βλέπει αὐτὸν νὰ μαλακώνει, νὰ κάμπτεται, νὰ ὑποχωρεῖ. Γιὰ χάρη σου τοῦ λέει τοὺς ἐλευθερώνω. Πᾶρε τους καὶ φύγε!
Ἡ προσευχή του εἶχε μεταβιβαστεῖ κατάλληλα καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της ὑπῆρξε ἄμεσο.
Ὁ φόβος τοῦ διαμελισμοῦ τοῦ σκήνους μεταποιήθηκε σὲ χαρά
Ὁ ἰατροδικαστὴς κύριος Γιαμαρέλλος γιὰ νὰ πιστοποιήσει τὸ θαῦμα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ σκηνώματος τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος ἐνώπιον τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς π. Δαμασκηνοῦ καὶ τῶν λοιπῶν τῆς μονῆς πατέρων κουνοῦσε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Γέροντος μὲ μεγάλη δύναμη, ὅπως οἱ ὀρθοπεδικοὶ γιατροὶ τὰ μέλη τῶν ἀσθενῶν τους, γιὰ διαπίστωση τυχὸν αὐτῶν δυσκαμψίας. Ὁ π. Δαμασκηνὸς φοβούμενος διαμελισμὸ τοῦ σκήνους ἀπὸ τὶς ἀπότομες αὐτὲς κινήσεις παρακάλεσε τὸν ἰατροδικαστὴ νὰ εἶναι πιὸ προσεκτικός. Ἐκεῖνος μὲ ἐπιστημονικὴ κατάφαση ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ὑπογράψει τὸ ὁρώμενο θαῦμα ἂν δὲν ἦταν ἀπόλυτα πεπεισμένος γι’ αὐτό. Στὸ τέλος ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε. Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες στὴ δύση τῆς σταδιοδρομίας μου νὰ δῶ τὰ θαυμάσιά Σου! Ὁ θαυμασμός του γιὰ τὸ ὑπερφυσικὸ θέαμα ἐνισχυόταν ἐπίσης ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ σκῆνος τοῦ ὁσίου βάσταζε τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, ποὺ τοῦ ἔβαλαν μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ μεγάλου κατὰ τὴν ταφή, πολὺ σφιχτὰ, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ χέρι μετὰ ἀπὸ τόσες ἡμέρες (τρεῖς ἡμέρες βρισκόταν σὲ λαϊκὸ προσκύνημα μὲ τὸ μεγάλο Εὐαγγελίο) θὰ ἔπρεπε νὰ ἐφαπτόταν μόνο τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου. Ἐπίσης ὅτι τὸ σκῆνος δὲν εἶχε περάσει τὴν κατάσταση τοῦ τυμπανισμοῦ, ὅπως ὅλα, ἀλλὰ πέρασε ἀπ’ εὐθείας στὴν κατάσταση τῆς ἀφυδατώσεως.
Τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὀφελίμου
Ὁ Γέρων Βησσαρίων πήγαινε τακτικὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ λύκειο Λαμίας καὶ ἐξομολογοῦσε τοὺς μαθητές. Ἡ ἐξομολόγηση ἦταν μέσα στὰ ποιμαντικά του καθήκοντα καὶ ἡ ἀγωνία του γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν, ἰδιαίτερα τῶν νέων τὸν συχεῖχε. Οἱ μαθητὲς ἦσαν πολλὲς φορὲς ἀδιάφοροι γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἔπρεπε κάτι νὰ μηχανευθεῖ γιὰ νὰ τοὺς προσελκύσει καὶ νὰ κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ὡς ἄλλος Παῦλος γινόταν «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάμντως τινὰς σώσῃ» (Α΄ Κορίνθ. θ΄ 22). Καὶ τὸ πετύχαινε. Μετὰ τὴν ἐξομολόγηση ἔβαζε πάντοτε «κάτι» στὰ χέρια τῶν παιδιῶν. Αὐτὰ χαρούμενα τὸ διέδιδαν καὶ στὰ ἄλλα, ὁπότε ὅλα σχεδὸν πήγαιναν ὄχι τόσο γιὰ τὴν ἐξομολόγηση, ὅσο γιὰ τὸ χαρτζιλίκι. Ὁ Γέροντας βέβαια τὸ γνώριζε αὐτό, ἀλλὰ μὲ τὴν καλωσύνη του καὶ τὶς προσευχές του τραβοῦσε ὅλο καὶ περισσότερα παιδιά, ποὺ γλυκαίνονταν στὴν ἐξομολόγηση ὥστε νὰ γίνει ἀπαραίτητο συστατικὸ, ὅπως ἔπρεπε ἄλλωστε, τῆς πνευματικῆς τους προόδου. Συνδύαζε ὁ Γέροντας «τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου».
Ἀφιλάργυρος προικοδότης
Ὁ Γέρων Βησσαρίων δὲν βαστοῦσε χρήματα πάνω του. Πολλὲς φορὲς οὔτε γιὰ τὰ εἰσιτήριά του. Ἡ θεραπεία τῶν ἀναγκῶν τῶν ἄλλων ἦταν τὸ πρωταρχικό του μέλημα.
Μιὰ ἡμέρα ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ποὺ γνώριζε τὶς ἀρετὲς τοῦ γέροντος, τοῦ ἔβαλε στὴν τσέπη ἕνα φακελλάκι μὲ κάποια χρήματα. Ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ πᾶνε σὲ καλὸ σκοπό, καὶ ὁ Γέρων γνώριζε ποὺ καὶ πῶς νὰ τὰ διαθέσει.
Μετὰ ἀπὸ λίγο μιὰ πτωχὴ γυναῖκα τὸν πλησίασε καὶ ζήτησε νὰ τὴ βοηθήσει. Ὁ Γέρων ἀμέσως κατάλαβε τὶς ἀνάγκες της καὶ ὡς εὐσυμπάθητος ποὺ ἦταν ἔβαλε τὸ χέρι στὴν τσέπη καὶ χωρὶς νὰ ἐλέγξει τὸ περιεχόμενο τοῦ φακέλλου τὸ ἔσυρε καὶ τῆς τὸ ἔδωσε. Ἐκείνη εὐχαρίστησε καὶ ἔφυγε.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα περίπου χρόνο τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ ἴδια γυναῖκα, ὄχι πάλι γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει.
– Σ’ εὐχαριστῶ, Γέροντα, γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Μὲ τὰ χρήματα ποὺ μοῦ ἔδωσες τὶς προάλλες μπόρεσα καὶ ὄχι μόνο βγῆκα ἀπὸ τὴ δύσκολη οἰκονομικὴ θέση ποὺ βρισκόμουν, ἀλλὰ πάντρεψα καὶ τὸ παιδί μου. Ὁ ἀφιλάργυρος γέροντας εἶχε δώσει, χωρὶς νὰ τὸ ἐλέγξει πολὺ μεγάλο χρηματικὸ ποσόν. Ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ λύσει τὰ προβλήματα τῆς πτωχῆς γυναίκας.
Τὸ πεινασμένο παιδάκι τῆς κατοχῆς
Ἦταν προπαραμονὲς Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1988. Στὸ Ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος μὲ κρεμαστὸ τζάκι ὁ Γέροντας Βησσαρίων διάβαζε κάποιο Χριστιανικὸ ἔντυπο. Ἦταν ἀπορροφημένος καὶ φαινόταν συγκινημένος. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ σημερινὸς Ἡγούμενος, πατὴρ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος καθόταν κοντά του καὶ ἔγραφε Χριστουγεννιάτικες κάρτες ἀντιλήφθηκε τὸ Γέροντα νὰ κλαίει καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ σφογγίσει τὰ δάκρυά του. Γιατί κλαῖς, παπούλλη, τὸν ρώτησε;
– Δὲν ἔχω τίποτα, παιδί μου, ἀπάντησε, μὴν ἀνησυχεῖς!
Μὰ κλαῖς, παπούλλη! Πές μου γιατί κλαῖς; Σοῦ συμβαίνει τίποτα;
– Ὄχι, παιδί μου! Νά, κάτι θυμήθηκα. Ποτὲ νὰ μὴν ξανάρθουν στὸν τόπο μας ἐκεῖνα τὰ μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς, τῆς ἐξαθλιώσεως, τῆς πείνας. Θυμᾶμαι κάτι ποὺ μοῦ συνέβηκε κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1941, σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Καρδίτσας, ὅπου τότε ἐφημέρευα. Ὅταν βγῆκα στὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο στὰ χέρια καὶ εἶπα τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ἄρχισαν νὰ ἔρχονται γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία ὅλοι οἱ χωριανοί, μὲ προπορευόμενα τὰ παδιά τους. Μιὰ νεαρὴ μάννα ἔφερε μπροστά μου τὸ σκελετωμένο παιδάκι της. Ἐκεῖνο ἄνοιξε τὸ στοματάκι του καὶ περίμενε τὸ Θεῖο Μαργαρίτη· περίμενε νὰ μεταλάβει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Μοῦ εἶπε τὸ ὄνομά του καὶ τὶ κοινώνησα. Ἀλλά, ἀντὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ κράτησε σφιχτά, τὸ καϋμένο, μὲ τὰ ἀδυνατισμένα χεράκια του τὸ ἱερὸ μάκτρο, τὸ κόκκινο μανδήλι ποὺ σκουπίζουμε τὰ στόματά μας μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καὶ μοῦ φώναξε κλαίοντας:
-Κι’ ἄλλο, παπούλλη, κι’ ἄλλο!
Πεινοῦσε τὸ παιδάκι μου! Λύγισαν τὰ γόνατά μου καὶ μιὰ τρεμοῦλα ἁπλώθησε σὲ ὅλο τὸ κορμί μου. Βούρκωσαν τὰ μάτια μου καὶ γιὰ νὰ μὴ δοῦν οἰ πιστοὶ γύρισα στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἄφησα τὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ κάθισα σ’ ἕνα σκαμνάκι. Ἔκλαψα καὶ εἶπα μὲ ἀνθρώπινο πόνο:
– Γιατί ἄφησες, Θεέ μου, τὴν πατρίδα μας νὰ ἔλθει σὲ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, τὰ παιδιά μας!
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας