Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρο ἀγαθό, πού πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶμε, ἐνῶ ἡ ἀμαρτία τό ἄκρο κακό, πού πρέπει νά σιχαινόμαστε καί νά μισοῦμε.
Ὁ Θεός εἶναι ἕν᾿ ἀπέραντο πέλαγος τελειότητος, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά ἀπύθμενη ἄβυσσος κακίας.
Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθό ἄπειρα καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθά, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι κακό ἄπειρα χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα τά κακά.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγαλύτερη τερατωδία καί τῆς τωρινῆς καί τῆς μέλλουσας ζωῆς.
Ὁ Θεός δέν γνωρίζει κακό πιό φοβερό καί πιό ἐνάντιο στή μεγαλειότητα καί τήν ἀγαθότητά Του, ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ὁ ἅδης, ἄν ἔφευγε ἀπ᾿ αὐτόν ἡ ἁμαρτία, δέν θά ἦταν ἅδης πιά ἀλλά παράδεισος. Κι ἄν ἡ ἁμαρτία ἔμπαινε στόν παράδεισο, δέν θά ἦταν πιά παράδεισος ἀλλ᾿ ἅδης.
Τόσο πικρό καί δραστικό εἶναι τό φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας!
Ἀπ᾿ αὐτά πού εἴπαμε μέχρι τώρα, καταλαβαίνουμε πόσο ἀποστρέφεται ὁ Θεός τήν ἁμαρτία, πού εἶναι ἐχθρός τῆς ἀγαθοσύνης Του. Κι ἐμεῖς, ἀγαπώντας αὐτό τό τέρας, πού λέγεται ἁμαρτία, γινόμαστε μισητοί στό Θεό, ὅπως εἶναι μισητή σ᾿ Αὐτόν καί ἡ ἀμαρτία· «ἐν ἴσῳ γάρ μισητά Θεῷ καί ὁ ἀσεβῶν καί ἀσέβεια αὐτοῦ»1.
Ἄς γνωρίσουμε λοιπόν τήν ἀθλιότητά μας καί ἄς ταπεινωθοῦμε βαθιά.
Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν εὔσπλαχνο Θεό, πού μᾶς δίνει τό χέρι Του καί μᾶς βοηθάει ν᾿ ἀγωνιστοῦμε.
Ἄς ἐνεργοποιήσουμε, τέλος, καί τή δική μας θέληση, γιατί ἄν αὐτή δέν ἑνωθεῖ μέ τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία.
Πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε πάντα δυναμικά τή θέλησή μας, παρακαλώντας τό Θεό νά τή γιγαντώνει μέ τή χάρη Του, γιά ν᾿ ἀντιστεκόμαστε ἀποτελεσματικά στό κακό.
Ἡ ἁμαρτία, ἐπειδή εἶναι «παρά φύσιν κίνησις», ὅπως ὁρίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος, στερεῖ τόν ταλαίπωρο ἁμαρτωλό ἀπ᾿ ὅλα τά ὑπερφυσικά χαρίσματα καί ἀγαθά. Νεκρώνει τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό. Στερεῖ τήν ψυχή ἀπό τή χάρη τῆς δικαιώσεως καί τῆς υἱοθεσίας, τό μεγαλύτερο δῶρο πού τῆς ἔδωσε ὁ Θεός. Γυμνώνει τήν ψυχή ἀπ᾿ ὅλους τούς μισθούς τῶν προηγουμένων καλῶν της ἔργων. Ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, νά εἶναι φίλος Του καί παιδί Του. Καί τό σπουδαιότερο, ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά γίνει κληρονόμος τῶς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ἡ ἁμαρτία ὅμως, ἀφοῦ ἀδειάσει τήν ψυχή ἀπ᾿ ὅλα τά παραπάνω ὑπερφυσικά ἀγαθά, τή γυμνώνει κι ἀπό τά φυσικά ἀγαθά. Τῆς παίρνει δηλαδή τήν ὀξύτητα τοῦ νοῦ, τό φωτισμό καί τή διάκριση τοῦ λογικοῦ, τήν εὐαισθησία τῆς καρδιᾶς, τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν καί τῆς συνειδήσεως, τήν καθαρότητα ὅλων της τῶν δυνάμεων. Ἀλλά κι αὐτό ἀκόμα τό σῶμα ἀδυνατίζει καί τίς αἰσθήσεις του μολύνει. Μέ δυό λόγια, ἡ ἁμαρτία μεταβάλλει τό ζωντανό ναό τοῦ Θεοῦ2 σέ σπήλαιο δαιμόνων καί «κατοικητήριον δρακόντων»3.
Καί μόνο αὐτό; Ἐπειδή, κατά τό Μέγα Ἀθανάσιο4, «ἡ ἁμαρτία καί τό κακόν οὐ γέγονε παρά Θεοῦ, οὐδέ ἐν Θεῷ, οὔτε ἐξ ἀρχῆς γέγονεν, οὔτε οὐσία τις ἐστίν αὐτοῦ» – εἶναι δηλαδή ἡ ἁμαρτία κάτι οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο, ἕνα μηδέν – γι᾿ αὐτό ἐκμηδενίζει κι ἐκεῖνον πού τήν κάνει. Ὁ ἄνθρωπος πού δουλεύει στήν ἁμαρτία, ζεῖ μιά ζωή ταραγμένη, ὅμοια μ᾿ ἐκείνη τοῦ Κάιν, πού ἀφοῦ σκότωσε τόν ἀδελφό του, ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπό φόβο. Τοῦ φαινόταν μάλιστα πώς ἔτρεμαν καί τά βουνά καί σάλευε ἡ γῆ. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἡ ζωή πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἁμαρτία, δέν πρέπει νά λέγεται ζωή ἀλλά θάνατος, ἤ καλύτερα προοίμιο καί ἀρραβώνας τῆς μελλοντικῆς κολάσεως.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τή Γένεση, λέει κάπου, ὅτι ὁ πόρνος ἤ ὁ μοιχός ἤ ὅποιος ἔκανε παρόμοια ἁμαρτία, ἀκόμα κι ἄν ὅλους κατορθώσει νά τούς ξεγελάσει, δέν περνάει μέ ἠρεμία τή μέρα του. Φοβᾶται τίς ὑποψίες, τρέμει τίς σκιές, ἔχει μέσα στήν ψυχή του συνεχή χειμώνα. Ὁ ὕπνος του δέν εἶναι γλυκός. Τό φαγητό του δέν τό εὐχαριστιέται. Εἶναι γεμάτος φόβους, ἀπό τούς ὁποίους δέν μπορεῖ ν᾿ ἀπαλλαγεῖ μέ κανένα τρόπο.
Ὕστερα ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, ἕνας χριστιανός, φωτισμένος ἀπό τή λογική καί τήν πίστη, δέν μπορεῖ παρά νά μισήσει τήν ἁμαρτία.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἄς ντραποῦμε γιά ὅ, τι κακό κάναμε ὥς τώρα, καί ἄς ἀποφασίσουμε νά μεταχειριζόμαστε πιά μόνο γιά τό καλό τό σῶμα μας, πού μᾶς πλάνεψε καί μᾶς ἔριξε.
Ἄς ζητήσουμε, τέλος, ἀπό τό Θεό νά μᾶς χαρίσει δάκρυα καί πνεῦμα ἀληθινῆς μετάνοιας.
Ἄς συλλογιστοῦμε ὅμως καί τό κακό πού θά μᾶς προξενήσει ἡ ἁμαρτία στό μέλλον, δηλαδή τήν αἰώνια κόλαση. Ἄν δέν ἀντέχουμε οὔτε γιά μιά στιγμή νά μᾶς ἀγγίξει λίγη φωτιά, πού ὅταν συγκριθεῖ μέ τίς φλόγες τοῦ ἅδη εἶναι σάν φωτιά ζωγραφιστή, πῶς θ᾿ ἀντέξουμε νά κατακαιγόμαστε μέσα στίς αἰώνιες φλόγες; Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, στοχαζόμενος τ᾿ ἀνέκφραστα βάσανα τῆς ἄσβεστης φωτιάς τῆς κολάσεως, ἀναφώνησε μέ μεγάλο φόβο καί θαυμασμό:
«Τίς ἀναγγελεῖ ὑμῖν, ὅτι πῦρ καίεται; τίς ἀναγγελεῖ ὑμῖν τόν τόπον τόν αἰώνιον;»5.
Ἄς συλλογιστοῦμε, πόσο φοβερό πράγμα εἶναι νά στερηθεῖ κανείς γιά πάντα ἕνα Θεό ἀγάπης καί ἐλέους, πού φροντίζει νά κάνει αἰώνια εὐτυχισμένη μιά ψυχή.
Ἄς ἀποφασίσουμε λοιπόν ν᾿ ἀντισαθοῦμε μέ γενναιότητα στούς πειρασμούς, πού μᾶς φέρνει ὁ διάβολος γιά νά μᾶς ρίξει στήν ἁμαρτία.
Κι ἄν χρειαστεῖ ὄχι μιά, ἀλλά χίλιες ζωές νά θυσιάσουμε, φτάνει νά μήν ὑποκύψουμε.
Ἄς παρακαλέσουμε τό Θεό νά μᾶς δυναμώσει μέ τή χάρη Του τόσο, ὥστε νά χύσουμε τό αἷμα μας καλύτερα, παρά νά Τόν πικράνουμε μέ νέες ἁμαρτίες.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ»
Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς
1Σοφ. Σολ. Ιδ΄: 9.
2Β΄ Κορ. στ΄ : 16.
3Ἱερ. Θ΄: 11.
4Λόγ. Κατά Ἑλλήνων.
533 : 14.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης