Ο Όσιος Αβέρκιος έζησε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Η άμεπτη ζωή του και η καρποφορία της διδασκαλίας του, παρακίνησαν το ποίμνιο να τον αναγκάσει να γίνει επίσκοπος Ιεραπόλεως στη Φρυγία. Το αξίωμα δε μείωσε το ζήλο του Αβερκίου. Έλεγε, μάλιστα, ότι δεν αρκεί κάποιος να φαίνεται άρχων, αλλά και να είναι πραγματικά. Δηλαδή να αυξάνει τη διακονία και τους κόπους του. Διότι κατά το Ευαγγέλιο, «εἰ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (Ευαγγέλιο Μάρκου, θ’ 35), που σημαίνει, αν κανείς θέλει να είναι πρώτος κατά την τιμή, οφείλει με την ταπείνωση του απέναντι στους άλλους, να γίνει τελευταίος από όλους και υπηρέτης όλων με την άσκηση της αγάπης. Και ο Αβέρκιος την εντολή αυτή έκανε πράξη στη ζωή του. Γι’ αυτό και ο Θεός του έδωσε το χάρισμα να κάνει πολλά θαύματα. Θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Ρώμης, από πονηρό δαιμόνιο. Θερμά νερά από τη γη εξέβαλε και άλλα πολλά θαύματα έκανε. Επίσης, ο Αβέρκιος κήρυξε σε όλες τις πόλεις της Συρίας και Μεσοποταμίας. Έπειτα πήγε στη Λυκαονία, την Πισιδία και στην επαρχία των Φρυγών. Ονομάστηκε ισαπόστολος, διότι περιόδευσε και κήρυξε όπως οι κορυφαίοι Απόστολοι του Χριστού. Πέθανε ειρηνικά, 72 χρονών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐκμιμησάμενος, τὴ Ἐκκλησία ἐκλάμπεις ὡς ἑωσφόρος ἀστήρ, τὴν θεόσδοτον ἰσχὺν φαίνων τοὶς ἔργοις σοί, σὺ γὰρ θαυμάτων ἱερῶν, τᾶς δυνάμεις ἐνεργῶν, Ἀβέρκιε Ἱεράρχα, πρὸς εὐσέβειας εἰσόδους, τοὺς πλανωμένους καθωδήγησας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ἀβέρκιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Ὡς Ἱερέα μέγιστον, καὶ Ἀποστόλωv σύσκηvοv, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει σε ἅπασα, ἡ τῶν πιστὼv Ἀβέρκιε, ἢv ταῖς σαῖς ἰκεσίαις περιφύλαττε μάκαρ, ἀκαταγώvιστον, ἐξ αἱρέσεως πάσης, καὶ ἄσειστοv πολυθαύμαστε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς πολύς σου ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος! ἀριθμὸς δὲ οὐκ ἔστι τῆς δόξης σου· ἐκ μὴ ὄντων γὰρ πάντα παρήγαγες, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα Κύριε. Αὐτὸς οὖν φιλάνθρωπε, δώρησαι τῇ βεβήλῳ καρδίᾳ μου αἴνεσιν θείαν, ὁ ὑπ’ Ἀγγέλων ἀπαύστως ὑμνούμενος, ἵνα τὸν Ἱεράρχην τιμήσω, τὸν ὡς ἀληθῶς πολυθαύμαστον.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἱεράρχης ἐδείχθης χρῖσμα σεπτόν, περικείμενος Πάτερ θεουργικῶς, καὶ πάντας ἐν χάριτι, τελειῶν ἱερώτατε, δωρεαῖς δὲ θείων, θαυμάτων κοσμούμενος, ἐνεργεῖς σημεῖα, καὶ θαύματα ἄπειρα, νόσους θεραπεύων, καὶ τοὺς δαίμονας φλέγων, καὶ πλήθη πλανώμενα, ἐπιστρέφων Ἀβέρκιε· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην σου.