Του Αρχιμ. Επιφανίου Ζαχαράκη
Συμπληρώθηκαν σαράντα ημέρες από την κοίμηση του μακαριστού Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αρετίου, της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου Μακαρίου Ποιταροκοίλη γέροντα, θείου, αδελφού και συλλειτουργού ημών γενομένου.
Ο γέροντας Μακάριος υπήρξε γόνος πολυμελούς οικογενείας. Ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και γαλουχήθηκε από μικρό παιδί από τούς γονείς του, με τα νάματα της πίστεως μας και τις παραδόσεις της Αγίας μας Εκκλησίας.
Ο γέροντας ήταν από τους τελευταίους παραδοσιακούς μοναχούς της νήσου Κρήτης.
Η ιερατική, μοναχική, λειτουργική και πνευματική του στόφα ήταν σπάνια και παλαιά, που στις μέρες μας δυστυχώς σπανίζει.
Είναι η στόφα των μαυροφορεμένων αγωνιστών του καθημερινού κόπου και μόχθου, του υψηλού χρέους της πίστεως και της πατρίδος, της ανεκτιμήτου αξίας, της ελληνορθοδόξου παραδόσεως, της γενναιότητος και της ειλικρίνειας, της αφιλοχρηματίας και Αγάπης, της πραγματικής φιλίας, της Ιεροπρέπειας.
Της γνήσιας Κρητικής Ιερατικής πνευματικότητος και απλότητος, αξιοπρέπειας , φιλοξενίας και καλοσύνης.
Πώς τα κατάφερνε: πίστευε, εργαζόταν, προσευχόταν και έψαλλε. Εύρισκε δύναμη και θάρρος, επιμονή και υπομονή από το σώμα και αίμα του Ιησού που κοινωνούσε τακτικά.
Στην πορεία της ζωής του οι δυσκολίες, οι πειρασμοί και τα εμπόδια ήταν πολλά, αλλά ήξερε, είχε μάθει να τα υπομένει, να τα σηκώνει, να τα υπερνικά.
Και ωσάν άλλος Κυρηναίος σήκωνε αγόγγυστα τον δικό του Σταυρό, ατενίζοντας τον Εσταυρωμένο, παίρνοντας την εξ’ ύψους δύναμη, πίστη και ελπίδα.
Ο γέροντας Μακάριος υπήρξε καλός φίλος, ενός μεγάλου γέροντος, και σύγχρονου αγίου της πίστεως μας του π. Παΐσιου.
Γνωρίστηκαν στο Θεοβάδιστο Όρος της Αγίας Αικατερίνης όπου ήταν το ξεκίνημα τους σαν μοναχοί και έπειτα ο μεν Παΐσιος εγκατεστάθη στο Άγιον Όρος και ο δε Μακάριος εγκατεστάθη στην γενέτειρα του Κρήτη.
Κάθε χρόνο μέχρι που ζούσε ο γέροντας Παΐσιος, τον επισκεπτόταν για να τον συναντήσει με χαρά, για να πάρει τις πολύτιμες ευχές, συμβουλές και αγάπες του.
Ο γέροντας τα έδινε όλα κυριολεκτικώς και ανιδιοτελώς για τους ανθρώπους και τον Θεό, έχασε την ψυχή του, γι’ αυτό και την κέρδισε.
Έκανε πράξη την φράση του Ευαγγελίου «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων».
Υπήρξε καλός εργάτης στον αμπελώνα Του Κυρίου και ακάματος μοναχικός λευίτης στον καθημερινό αγώνα της μοναχικής ζωής. Αγαπήθηκε, διώχθηκε, πόνεσε αλλά και χάρηκε σε όλη την πορεία της ζωής του.
Αποτέλεσε για όλους εμάς την πνευματική βακτηρία, την καλή συμβουλή, τον καλό λόγο, την πολύτιμη βοήθεια, τον πατρικό εναγκαλισμό.
Υπήρξε πνευματική λαμπάδα που από τη μια έκαιγε τα πάθη, τις αγωνίες, τα προβλήματα και από την άλλη η λαμπάδα αυτή φώτιζε, θέρμαινε τη ζωή, την ψυχή και την πορεία των ανθρώπων που ζητούσαν την βοήθεια του.
Ο γέροντας υπήρξε η πνευματική όαση, το πανδοχείο ξεκούρασης και το καταφύγιο ανακούφισης. Μας ενεφύσησε, μας πότισε με αγάπη, με ειρήνη, με μακροθυμία με πίστη, με πραότητα, με εγκράτεια, με ειρήνη, με προσευχή.
Όλα αυτά αποτελούν τον πνευματικό θησαυρό και την παρακαταθήκη που μας ενέπνευσε και εμπιστεύθηκε σε όλους εμάς, αδελφούς, συγγενείς, φίλους, γνωστούς και πνευματικά του τέκνα.
Ήρθε όμως η ώρα ο Τριαδικός Θεός να σε πάρει από το μοναστήρι τούτο της Αγίας Τριάδος Αρετίου και να σε ανεβάσει στο αληθινό, αιώνιο και ουράνιο μοναστήρι του, για να διακονείς εκεί, να λειτουργείς, να ψάλεις, να θυμιάζεις και να δοξολογείς τον Θεό.
Μόνο που εκεί δε θα ζεις πια, ούτε πόνο, ούτε οδύνη, ούτε αναστεναγμό, αλλά μια ζωή αναστάσιμη, αθάνατη, χαρούμενη, στην πατρική αγκαλιά του Παναγίου Θεού.
Και τώρα πολυσέβαστε γέροντα μου, σου ζητούμε όλοι εμείς κάτι τελευταίο, που πιστεύω δε θα μας το αρνηθείς.
Να συνεχίσεις να προσεύχεσαι, να ικετεύεις, να πρεσβεύεις από το θυσιαστήριο της ουρανίου τραπέζης, όντας και πάλι σαν λειτουργός της Αγίας Τριάδος, για όλο τον κόσμο, για όλους τους ανθρώπους, για όλους εμάς τα πνευματικά σου τέκνα, που αν καμιά φορά σφάλαμε, σε πικράναμε ή δε τηρήσαμε το πατρικό σου λόγο συγχώρησε μας.
Κλείνοντας τα λόγια ετούτα σου αφιερώνω λίγα στιχάκια στην μνήμη σου.
Ήτανε ογδοντάχρονος ο κύκλος της ζωής σου,
Μακάριε μακαριστέ και μ’ όλη τη ψυχή σου.
Υπηρετούσες το Θεό κι’ ήσουνα στρατευμένος,
δεκαεξάχρονο παιδί στα ράσα ήσουν ντυμένος.
Φτωχή μα και πολυμελή η οικογένειά σου,
στο Θεοβάδιστο βουνό τα πρώτα βήματά σου.
Εκεί στις μακρινές Μονές σε χίλιους δυο κινδύνους,
στη μοναξιά στην ερημιά μέσα στους Βεδουίνους.
Εργάστηκες σαν μοναχός με πίστη και λατρεία,
μετά καιρούς εις τη μονή ήρθες τση’ Οδηγητρίας.
Δούλεψες χειρωνακτικά, πνευματικά επίσης,
σαν μοναχός σαν Γούμενος είχες διακονήσει.
Σειρά μετά ο Κουδουμάς έχει και ‘κει πηγαίνεις,
φτιάχνεις και ‘κείνη τη Μονή και τηνε κατασταίνεις.
Φτιάχνεις το δρόμο φέρνεις νερό και τηνε δροσερεύεις,
μετά από τον Κουδουμά για το Αρέτι φεύγεις.
Παλιά Μονή ιστορική και μισοχαλασμένη,
μέσα και όξω πρόβατα εγκαταλελειμμένη.
Ανασκουμπώνεσαι και εκεί το έργο σου αρχίζεις,
Και τη Μονή απ’ την αρχή φτιάχνεις και ανακαινίζεις.
Εις τα χαλάσματα ζωή δίνεις και πρασινάδα,
μοιάζει με τον παράδεισο τώρα η Αγιά Τριάδα.
Ακούραστος, εργατικός και πάντα οδοιπόρος,
Ταξίδεψες πολλές φορές πήγες στο Άγιο Όρος.
Το γέροντα Παΐσιο, από κοντά γνωρίζεις,
με τα σοφά τα λόγια του, τις γνώσεις σου πλουτίζεις.
Με αυτές τις γνώσεις συμβουλές δίνεις στους πονεμένους,
παρηγοριά βοήθεια ψωμί στους πεινασμένους.
Πάντοτε με το βλέμμα σου και τη γλυκιά φωνή σου,
παρηγοριά και θαλπωρή ευρίσκαμε μαζί σου.
Κάθε ψυχή κάθε μορφή στο κόσμο πονεμένη,
κάτω από το πετραχείλι σου έβγαινε ευτυχισμένη.
Με το γλυκό το λόγο σου και με την συμβουλή σου,
τον πόνο τον ανθρώπινο τον έπαιρνες μαζί σου.
Έζησες βίο ήρεμο δύσκολη η πορεία,
στο κόσμο του μοναχισμού πάσχισες με θυσία.
Σαν φύλακα της πίστεως είχες υπηρετήσει,
ψυχή και σώμα στο Θεό όλα τα ‘χες δωρίσει.
Στο θάλαμο της λησμονιάς εσύ δεν έχεις θέση,
πάντα θα είσαι στη καρδιά, στο λογισμό, στη σκέψη.
Γιατί μας δίδαξες πολλά σε όλη τη ζωή μας,
και θα ‘σαι εικόνα σεβαστή για πάντα στη ζωή μας.
Θλίβεσαι με το να θωρείς την εποχή ετούτη,
τα πάντα να ‘χουνε φθαρεί και της ψυχής τα πλούτη.
Και ‘κείνα να ‘ναι λιγοστά και να ‘ναι μετρημένα,
πολλές φορές ανύπαρχτα να μην υπάρχει ένα.
Επροσευχόσουνα γι’ αυτά πάντοτε νύχτα μέρα,
ζητώντας τη βοήθεια του ύψιστου Πατέρα.
Και τώρα που μας έφυγες και θα τον συναντήσεις,
με την ψυχή σου σίγουρα αυτό θα του ζητήσεις.
Να ξανακάνει αληθινό τον κόσμο αυτό τον ψεύτη,
κι’ ήσυχα να αναπαύεται Μακάριε το σώμα σου στ’ Αρέτι
(ΥΓ “e-mesara.g”: Ο γέροντας Μακάριος Πιταροκοίλης υπήρξε ηγούμενος των Ιερών Μονών Οδηγητρίας και Κουδουμά της Μεσαράς).