Ο Αγιος Δημήτριος ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 280μ.Χ. Οι γονείς του ήταν επίσημοι άνθρωποι και ο Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα είχε και πάμπολλα πνευματικά χαρίσματα και ολόψυχη πίστη στο Χριστό.
Εκείνο τον καιρό αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Χριστιανομάχος Διοκλητιανός που είχε διορίσει καίσαρα στα μέρη της Μακεδονίας ένα στρατηγό γαμπρό του ονόματι Μαξιμιανό, εξίσου σκληρόκαρδο και αιμοβόρο. Αυτός ο Μαξιμιανός, διόρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης, αφού εξετίμησε σε αυτόν την παλικαριά, την εξυπνάδα του και τα πολλά χαρίσματά του και νομίζοντας ότι είναι ειδωλολάτρης. Ο Δημήτριος χάρηκε με την τιμή αυτή γιατί θα του δινόταν έτσι η ευκαιρία να κηρύξει το Χριστό και να φέρει τους υπηκόους του στην αληθινή πίστη.
Ο Μαξιμιανός έπειτα από νικηφόρο πόλεμο που έκανε με τους Σκύθας, γύρισε στην Θεσσαλονίκη τροπαιούχος. Από τις πόλεις που περνούσε έκανε παντού θυσίες στα είδωλα. Τότε μερικοί ειδωλολάτρες καταγγέλλουν τον Δημήτριο ως Χριστιανό. Ο Μαξιμιανός κάλεσε όλους τους αξιωματούχους της Θεσσαλονίκης να προσφέρουν θυσία στα είδωλα, για να εξακριβώσει αν ο Δημήτριος θα ερχόταν. Ο Δημήτριος όμως δεν πήγε και τότε διέταξε ο Μαξιμιανός να τον συλλάβουν και να τον ο0δηγήσουν μπροστά του.
Με φοβέρες και απειλές ο Μαξιμιανός προσπαθεί να πείσει τον Δημήτριο να αλλάξει την πίστη του. Μάταια όμως, οι απαντήσεις του Δημητρίου είναι γενναίες και θαρραλέες. Διατάζει τότε ο Μαξιμιανός να τον οδηγήσουν σε μια βρωμερή και υγρή φυλακή, με σκοπό να τον αφήσει να πεθαίνει εκεί, για να μην μαρτυρήσει και γίνει αγαπητός στη συνείδηση των Χριστιανών.
Ύστερα από ένα χρόνο, στη Θεσσαλονίκη διοργανώνονται αγώνες τους οποίους θα τιμούσαν με την παρουσία τους ο άρχοντας Μαξιμιανός και ο αυτοκράτορας της Ρώμης Διοκλητιανός. Υπήρχε τότε ένας παλαιστής με το όνομα Λυαίος, ο οποίος ήταν πολύ ψηλός και είχε τέλεια εξάσκηση στη πάλη. Αυτός μπαίνοντας στο στάδιο αναζητούσε αντιπάλους, αλλά κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Τότε ο Λυαίος άρχισε να προκαλεί και να βρίζει τους Χριστιανούς ώστε να παλέψει κάποιος χριστιανός μαζί του. Ένας νέος χριστιανός 20 ετών, ο Νέστορας, που ήταν μαθητής του Δημητρίου, φεύγει από το στάδιο, τρέχει στη φυλακή που ήταν ο Δημήτριος και ζητά την ευχή του να μονομαχήσει με το Λυαίο και να αποδείξει τη δύναμη του Χριστού. Ο Δημήτριος τον ευλογεί και ο Νέστορας καταφέρνει να νικήσει τον Λυαίο στην αρένα. Το ειδωλολατρικό πλήθος θεώρησε τη νίκη του Νέστορα μεγάλη προσβολή και φώναζε στο Μαξιμιανό να τον σκοτώσουν. Ο Μαξιμιανός βρισκόταν σε δίλημμα καθώς θα έπρεπε να σκοτώσει τον νικητή και αμέσως τον καλεί μπροστά του. Ο Νέστορας παρουσιάζεται μπροστά του και ομολογεί ότι κατάφερε να σκοτώσει το Λυαίο με τη δύναμη του Χριστού, του αληθινού Θεού που του δίδαξε ο Δημήτριος. Ο Μαξιμιανός τότε διατάζει να αποκεφαλίσουν τον Αγιο Νέστορα και να σκοτώσουν τον Δημήτριο ως υποκινητή του. Οι στρατιώτες πάνε στη φυλακή και εκεί λογχίζουν τον Δημήτριο σε όλο του το σώμα, όπου παρέδωσε στο Χριστό την Αγία του Ψυχή.