Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Έτσι όπως ήμουν από κάτω απ’ τον βράχο, το αριστερό μου πόδι ήτο αιωρούμενο κάτω στον κρημνό, το δε δεξιό μου ήτο απλωμένο κατά μήκος του βράχου και κολλητά σ’ αυτόν, διότι δεν επέτρεψε η προφθάσασα Θεία Χάρις να πέση ο βράχος πάνω του και να το συντρίψη. Συνέβηκε δε σ’ αυτήν την περίσταση και κάτι άλλο υπερφυσικό και παράξενο. Το δεξί μου χέρι αν και ήτο κάτω από τον βράχο και επιέζετο, παρέμεινε αβλαβές, ενώ το αριστερό μου, αν και ήτο έξω ελεύθερο, σαν βρύση έχυνε το αίμα στον κόρφο μου και στην γη, γιατί το δάκτυλό μου, το πριν του μικρού, πληγώθηκε φοβερά και επίσης τραυματίσθηκε λίγο και το πίσω μέρος της παλάμης. Εγώ όμως δεν αισθάνθηκα τίποτα για το πως έγιναν όλα αυτά.
Έχω όμως κάτι να πω και γι’ αυτό. Όπως στην κάμινο των Χαλδαίων, για να μην νομίσουν οι άθεοι ότι φανταστική και όχι αληθινή ήταν η φωτιά που έκαιγε, έκαιγε μεν αυτούς που ήταν απ’ έξω και έτσι έδειχνε την καυστική της ενέργεια, αυτοί δε που ήταν μέσα στην φλόγα παρέμεναν αβλαβείς. Έτσι παρόμοια η τότε Χάρις και τώρα ενήργησε με ξένο και υπερφυσικό τρόπο. Αν και παρεμβάλλεται τόσος πολύς χρόνος μεταξύ των δύο γεγονότων, όμως η Θεία Χάρις παραμένει πάντοτε η ίδια και μπορεί σ’ όλες τις γενεές να ενεργή παρόμοια και μεγαλύτερα, όταν θέλη. Οι τρισμακάριστοι εκείνοι παίδες ρίχτηκαν στην κάμινο και έχασαν τις ελπίδες τους και έλεγαν τα εξής τελευταία τους λόγια• ως εν ολοκαυτώματι κριών, Κύριε, και ταύρων και ως εν μυριάσιν αρνών πιόνων, ούτω γενέσθω και η θυσία ημών ευπρόσδεκτος ενώπιόν σου σήμερον και εκτελείσθω, ότι ουκ έστιν αισχύνη τοις πεποιθόσιν επί σε.
Το ίδιο κι’ εγώ, όταν είδα την ακατάσχετο ορμή του βράχου στον κατήφορο, έχασα κάθε μου ελπίδα για ζωή. Αφού δε κρατήθηκα από τον βράχο, όπως είπα, άλλος φόβος με κατέλαβε. Σκεφτόμουνα ότι κι’ αν ακόμη αποσπασθώ από κάτω απ’ τον βράχον, θα πέσω σίγουρα κάτω, στο χάος γιατί δεν είχα πουθενά στήριγμα ή τόπο για να κρατηθώ. Η Θεία Χάρις όμως γρήγορα αφήρεσε και αυτόν τον φόβον από την καρδιά μου και μου έδωσε θάρρος και αγαλλίασιν και άρχισα να λέγω• Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις• βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα’. Τότε στράφηκα και βλέπω κοντά μου τον δικό μου Ιερομόναχον Ιάκωβον να τρέμη ολόκληρος σαν το ανεμοδαρμένο καλάμι και να μην μπορή να πη ούτε να κάνη τίποτα. Του είπα τότε με ήρεμη φωνή: Μη φοβού, αδελφέ, μη φοβού, αλλά πιάσε με προσοχή τον βράχο μήπως και, αφού ελαφρυνθή το βάρος, μπορέσω να βγάλω το χέρι μου. Έβαλε πολλή δύναμη και δοκίμασε, αλλά ο βράχος παρέμεινε ακίνητος σαν πολύ βαρύ μολύβι.
Μετά φώναξε και τους υπολοίπους αδελφούς, που ανέβηκαν γρήγορα, αλλά λόγω του φοβερού τόπου εστέκοντο ο ένας πίσω απ’ τον άλλο σε γραμμή, γιατί ο δρόμος που έκανα ήτο ακόμη στενός και μόνο ένα άνθρωπο χωρούσε. Εστέκοντο λοιπόν αράδα με αμηχανία πολλή, εγώ δε είπα στον προλεχθέντα μοναχό: Πάρε το βαρυσφύρι και κτύπα στον βράχο. Μόλις το κτύπησε, με την βοήθεια του Θεού, κόπηκαν δύο κομμάτια βαρύτερα το καθένα, απ’ όσο μπορεί να σηκώση ένας άνδρας. Μόλις αυτά τα κύλισαν μακράν του βράχου, ο βράχος έγινε ελαφρότερος και μου έβγαλαν το χέρι, που δεν έπαθε τίποτα εκτός μόνο που μούδιασε λίγο το μικρό μου δάκτυλο. Πιάστηκα τότε από τον βράχο με το ένα μου χέρι, μου κράτησαν και το άλλο οι αδελφοί και συρόμενος προς αυτούς γλύτωσα από το φοβερό εκείνο κρέμασμα. Όταν στήριξα τα πόδια μου πάνω στο μονοπάτι, σήκωσα ψηλά τα χέρια μου και εδόξασα τον Θεόν, που με γλύτωσε παράδοξα από τόσο σκληρό θάνατο: Υψώσω σε’, έλεγα, Κύριε, ότι υπέλαβές με και ουκ εύφρανας τους εχθρούς μου επ’ εμέ. Κύριε ο Θεός, εκέκραξα προς σε και ιάσω με• Κύριε, ανήγαγες εξ άδου την ψυχή μου και έσωσάς με από των καταβαινόντων εις λάκκον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας αμήν.
Γέμισε η καρδιά μου από πολλή χαρά και ήθελα, προς δόξαν του Θεού και αισχύνην του διαβόλου, να πάρω το σφυρί και με το ένα μου χέρι να διαλύσω τον βράχο. Εμποδίστηκα όμως από τους αδελφούς, γιατί μου έλεγαν ότι πρέπει να περιποιηθούν το πληγωμένο μου δάκτυλο, μήπως και όταν κρυώση μου προξενήση πολύν πόνο. Άκουσα την συμβουλή τους και αμέσως κατεβήκαμε. Μου καθάρισαν τα αίματα, έπλυναν το χέρι, και την πληγή με χλιαρό νερό και μου έδεσαν με επίδεσμο το δάκτυλο. Το τραύμα ήταν δεινότατο. Κόπηκε όλη η ρόγα του δακτύλου έως το νύχι, το οποίο όμως, συν Θεώ, δεν έπαθε τίποτα.
Το πως πληγώθηκε δεν γνωρίζω. Αφού τότε κάναμε την εξ έθους σύναξη και φάγανε οι αδελφοί, τους παρήγγειλα λέγοντας• προσέξτε να μην πήτε σε κανένα αυτό που έγινε. Μήπως μερικοί περίεργοι, αντί να θαυμάσουν, περιεργασθούν τα μη πρέποντα. Έτσι αποσιωπήθηκε το γεγονός και εγώ, αφού απέλυσα τους αδελφούς, μπήκα στην εγκλείστρα και ξάπλωσα στο χαράδριόν μου αναπέμποντας με δάκρυα, πολλές ευχαριστίες στον Θεόν που με γλύτωσε θαυμαστά από τον ξαφνικό και πικρόν άτιμο θάνατο. Το τραύμα του δακτύλου σιγά–σιγά μου προξένησε οξύτατους και δριμύτατους πόνους και δεν εύρισκα καμιά ανάπαυση ξαπλωμένος. Σηκώθηκα και, αφού πήρα γρήγορα χάρτη και κάλαμον, άρχισα να γράφω το παρόν θαύμα λέγοντας: Ξένον όντως και πάνυ ξένον…. Επειδή όμως ο πόνος δυνάμωνε και δεν μπορούσα να γράψω και να παλαίω ταυτόχρονα με τόσο πολύ πόνο, σταμάτησα και ξάπλωσα πάλιν. Το κτυπημένο μου χέρι άλλοτε το έβαζα πάνω στο στήθος μου και άλλοτε το κρατούσα υψωμένο ή με την παλάμην γυρισμένη προς τα επάνω. Δεν αισθανόμουν όμως καμιά ανακούφιση από τους πόνους.. Παρακινούμενος κι εγώ από τούτο δοξολογούσα περισσότερον τον Θεόν. Εάν το άκρον του ενός δακτύλου, έλεγα, τόσο πολύ με βασανίζει, τί θα επάθαινα εάν έσπαζα κανένα πόδι ή χέρι ή κάποιο άλλο μέλος του σώματος; Εάν δε και ετιναζόμουν, κάτω στον κρημνό, όπως πήγαινε η φυσική ορμή, ποιός μπορεί να διηγηθή την φοβερή τραγωδία και συμφορά; Την συντριβήν των μελών, την διάλυση των αρμών, το κομμάτιασμα των σαρκών μου, το σκόρπισμα των μυαλών και των σπλάχνων μου και τον γενικό αφανισμό του σώματός μου; Ο κρημνός δεν ήταν λίγος, για να μην κάμη πολύ κακό από την πτώση, αλλά είχε βάθος 18 οργυιών. Στο κυπαρίσσι δε που ήτο από κάτω και ελέφαντα σώμα σαν έπεφτε θα εδιαλύετο, πόσο μάλλον το δικό μου αδύνατο σώμα.
Σκεπτόμενος αυτά και παλαίοντας με τον πολύ πόνο, πέρασα άυπνος όλη εκείνη την νύκτα. Στη συνέχεια για έξη ολόκληρες ημέρες πονούσα πολύ, είχα δε πολύ πυρετό και η ασιτία και η τελεία αϋπνία με κατέβαλαν τόσο πολύ, που δεν διέφερα καθόλου από νεκρό. Αφού πέρασαν οι έξη μέρες, σταμάτησε κάθε πόνος και ο Θεός μου χορηγούσε την ανάρρωση κι εγώ αναλογιζόμενος την προς εμέ φροντίδα του Θεού τον εδόξαζα και πάλιν τον δοξάζω.
Μετά λοιπόν την ανάρρωση, ανέβηκα πάλιν με πολλήν προθυμίαν και, αφού έσπασα τον σκληρόν και δολοφόνο βράχο, έβγαλα την σκαπάνη που ήταν ακόμη από κάτω. Έκτοτε συνέχιζα με όλη μου την ψυχή την εργασίαν. Και αυτό μεν εις δόξαν του Θεού που με ελέησε και που μου χάρισε την ζωή, προς εντροπή δε του ανθρωποκτόνου εχθρού, που ήθελε να με σκοτώση ή να με εμποδίση από το προκείμενο έργο. Εγώ όμως πήρα από τον Θεόν νεανικήν δύναμιν και προθυμίαν και όχι πια σαν γέρος αλλά σαν ζωηρός νέος λάξευα κάθε μέρα, ώστε και μερικοί μαθηταί μου μεμφόντουσαν την δική τους νεαράν ηλικίαν που δεν είχε την δύναμη και προθυμία του δικού μου γήρατος.
Πίσω δε από τον μιαιφόνον βράχον, υπήρχαν 3 βράχοι μικρότεροι στο μέγεθος, που και πάλιν μου προξενούσαν απορίαν για το τι να κάνω. Έπρεπε να γίνη από τα δύο το ένα: Είτε να σπάσουν και να ριφθούν κάτω, γιατί δεν είχε τόπο να μείνουν, και έτσι θα γινόταν ζημιά από κάτω και το κυπαρίσσι και το αμπέλι θα εξαφανιζόντουσαν, ή να μείνουν εκεί και έτσι να μείνη το έργο ημιτελές.
Σ’ αυτήν την απορία τι άλλο μπορούσα να κάνω παρά μόνο ν’ αφήσω τα πάντα στον Κτίστην των όλων Θεόν και να επικαλεσθώ το παντοδύναμο του Παντοκράτορος Χριστού όνομα. Πράγμα που έκανα και δεν έπεσα έξω. Σήκωσα τα μάτια μου, την καρδίαν μου και τον νου μου στον ουρανό και παρακαλούσα εκτενώς την θείαν ευμένειαν, να μην αποτύχω του προκειμένου σκοπού και χαρή ο πονηρός και κακομήχανος διάβολος. Μετά λοιπόν την προσευχή στράφηκα προς το βράχο και, αφού τον κατεσφράγισα με το Δεσποτικό σημείο, σαν ζωντανό του μίλησα και τον επιτήμησα λέγοντάς του• σοι λέγω, τω λίθω τω αψύχω και σοι επιτιμώ τω φοβερώ ονόματι του Χριστού, ω και πάσα κτίσις έμψυχός τε και άψυχος άμα φρίττει και τρέμει ως Κτίστη και Δημιουργώ και υπείκει δουλοπρεπώς. Και ει πάντα δι’ αυτού εγένοντο, όσα δη και εγένετο, πάντως δι’ αυτού γέγονας και αυτός και τω τούτου ονόματι πεδηθείς στήθι και κάτω μη απορριφής μηδέ δράσης κακόν.
Όταν τα είπα αυτά, έσπασα τον βράχον με το εργαλείο, ο οποίος μη έχοντας εμπόδιο έκλινε προς τα κάτω και, όταν ο μισός είχεν ήδη κρεμαστεί έξω, το υπόλοιπο σαν να καρφώθηκε σ’ ένα στενό τόπο και η δύναμη του Χριστού δεν τον άφησε να πάη ούτε σπιθαμή πιο κάτω. Απ’ αυτό το γεγονός κι εγώ, αφού πήρα θείον θάρρος, έσπασα και τον άλλον βράχον. Κρατήθηκε δε κι αυτός πάνω στον άλλο και, αφού έσπασα και τον τρίτο, κρατήθηκε κι αυτός, χάριτι Χριστού. Χάρηκα πάρα πολύ και δόξασα τον Θεόν. Φώναξα τους αδελφούς και ήλθαν με σχοινί με το οποίο, αφού δέσαμε τον πρώτο βράχο που εκρέμμετο έξω, κατεκόψαμε και τους άλλους και τους πετάξαμε. Έγινε έτσι λίγη ευρυχωρία και συνεχίσαμε το λάξευμα. Επειδή δε συνάντησα ένα σκληρόν βράχον που δεν έσπαζε και ήδη είχε φθάσει και ο καιρός των αγίων ημερών της νηστείας, σταματήσαμε και εμείς μέχρι το θεοφόρο Πάσχα.
Από πάνω δε ήτο και άλλος βράχος μετέωρος που κινδύνευε να πέση και να προκαλέση μεγάλη βλάβη στα πιο κάτω οικοδομήματα. Δεν γινόταν να τον κατεβάσωμε απ’ εκείνο το ύψος και κτίσαμε τοίχο και στήριγμα από κάτω του, και έτσι τον κρατήσαμε. Είχε δε προς το βόρειο μέρος και κάποια γωνία, τελείως ατιμέλητη και δύσκολη, και έκρινα καλό να μην την αφήσω έτσι. Επεχείρησα το λάξευμά της σε επίσημη ημέρα, την 24ην Ιουνίου, που εορτάζουμε το γενέθλιον του Τιμίου Προδρόμου. Χαριεντιζόμενος εγώ είπα τότε: αυτήν την τρύπα θα την ονομάσω σπήλαιο του Προδρόμου’. Μετά από μερικές μέρες, όταν σκάβαμε, βρήκαμε σε μία πέτρα γλυπτά καλλιτεχνικά τρία γράμματα (Κ + X). Το πρώτο ήτο Κ (κάππα), το δεύτερον + (σταυρός) και το τρίτο Χ(χι). Θαυμάσαμε γι’ αυτό και το θεωρήσαμε καλό σημάδι. Κυρίου Σταυρόν και Κυρίου Χείρα, κατ’ εμέ, σήμαιναν αυτά τα γράμματα. Διότι το χέρι του Κυρίου ήτο που μας φρουρούσε διά του Σταυρού από τις σκευωρίες του Σατανά και μας βοηθούσε και έλυε τις δυσκολίες μας.
Μετά μερικές ημέρες, εκεί που λαξεύαμε, βρήκαμε πάλιν δύο άλλα γράμματα Ι(ιώτα) και Π(πι), που είναι φανερό πως σημαίνουν Ιωάννην Πρόδρομον, στο όνομα του οποίου αφιερώθηκε το σπήλαιο, και ζωγραφίστηκε σ’ αυτό και η αγία εικόνα Του. Οι πέτρες με τα γράμματα ετέθησαν στην οικοδομή των τοίχων. Έτσι, συν Θεώ, τελείωσε και αυτό το σπήλαιον».
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, «Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος», Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998.