Αν ένας άνθρωπος έχη αγαθή προαίρεση, άλλά δέν βοηθήθηκε άπό μικρός, δέν είναι κολακεία νά του πής τά καλά πού βλέπεις σ’ αυτόν, γιατί κατ’ αυτόν τόν τρόπο βοηθιέται καί αλλοιώνεται, επειδή δικαιούται καί τήν θεία βοήθεια. Είπα σέ κάποιον: Έσύ είσαι καλός. Δέν ταιριάζουν σ’ εσένα αυτά πού κάνεις. Του τό είπα αυτό, γιατί είδα τό καλό του χωράφι καί τόν κακό σπόρο πού είχε ρίξει. Είδα ότι εσωτερικά ήταν καλός καί, ό, τι κακό έκανε, ήταν εξωτερικό. Δέν του είπα: είσαι καλός, γιά νά τόν κολακέψω, άλλά γιά νά τον βοηθήσω, νά του κινήσω τό φιλότιμο.
Μερικοί έχουν τό εξής τυπικό: Έχει, δέν έχει ό άλλος κάποιο χάρισμα, του λένε: δέν έχεις χάρισμα, δήθεν γιά νά μήν ύπερηφανευθή καί βλαφθή. Ένα ίσοπέδωμα δηλαδή. Όταν όμως απελπίζεται ό άλλος γιά τό κακό πού κάνει, απελπίζεται καί γιά τό καλό πού έχει, τότε πώς θά ξεθαρρέψη, γιά νά άγωνισθή μέ προθυμία; Ένώ, άν του πής τά καλά πού έχει καί του καλλιεργήσης τό φιλότιμο καί τήν αρχοντιά, βοηθιέται, αναπτύσσεται καί προχωράει. Έγώ έχω τυπικό, όταν βλέπω ότι κάποιος έχει ένα χάρισμα ή ότι πάει καλά στόν αγώνα του, νά του τό λέω καί, όταν βλέπω κάτι στραβό, νά παίρνω βρεγμένη σανίδα… Δέν σκέφτομαι μήπως βλαφτή ή ψυχή μέ τόν πρώτο ή τόν δεύτερο τρόπο, επειδή καί οί δύο τρόποι έχουν αγάπη. Άν βλαφθή άπό τήν συμπεριφορά μου, αυτό σημαίνει ότι θά έχη βλάβη. Άν π.χ. ή εικόνα πού έκανε μιά αδελφή είναι καλή, θά της πώ ότι είναι καλή. Άν δώ ότι ύπερηφανεύθηκε καί αρχίζει νά άποκτάη αναίδεια, θά της δώσω μιά καί θά τήν κάνω πέρα. Φυσικά, άν ύπερηφανευθή, θά κάνη μετά καρικατούρες, οπότε θά φάη άλλο μάλωμα. Άν ταπεινωθή ξανά, θά κάνη πάλι καλή δουλειά. Έμενα αρρωστημένα πράγματα δέν μέ αναπαύουν. Στραμπουλιγμένα πράγματα δέν τά μπορώ. Θά τά κάνω έτσι άπό ‘δώ,
έτσι άπό ‘κεί, ώστε νά βρουν τήν θέση τους. Τί; θά οικονομάω αρρωστημένες καταστάσεις;
– Γέροντα, όταν ό αναιδής γίνεται πιο αναιδής άπό τό ενδιαφέρον πού τού δείχνεις, πώς θά τόν βοηθήσης;
– Νά σου πώ: όταν βλέπω ότι ό άλλος δέν βοηθιέται άπό τό ενδιαφέρον μου, τήν καλωσύνη, τήν αγάπη, τότε λέω ότι δέν έχω συγγένεια μαζί του καί αναγκάζομαι νά μήν του φέρωμαι μέ καλωσύνη. Κανονικά, όσο καλωσύνη σου δείχνουν, τόσο πρέπει νά αλλοιώνεσαι, νά διαλύεσαι, νά λειώνης.
Παλιά τί είχε συμβή μέ κάποιον. Στήν άρχή, γιά νά τόν βοηθήσω, αναγκάστηκα νά του πώ μερικά θεια γεγονότα πού είχα ζήσει. Άντί όμως νά πή: Θεέ μου, πώς νά Σέ ευχαριστήσω γι’ αυτήν τήν παρηγοριά κ.λπ. καί νά διαλυθή, πήρε θάρρος καί φερόταν μέ
αναίδεια. Τότε κράτησα μιά αυστηρή στάση. Θά τόν βοηθώ, είπα, άπό μακριά μέ τήν προσευχή. Αυτό τό έκανα, όχι γιατί δέν τόν αγαπούσα, άλλά γιατί αυτός ό τρόπος θά τόν βοηθούσε.
– Καί άν, Γέροντα, καταλάβη, τό λάθος του καί ζητήση συγγνώμη;
– Αν τό καταλάβη, εντάξει, μπορούμε νά συνεννοηθούμε. Διαφορετικά, άν δέν βοηθιέται άπό τό φιλότιμο μου, δέν βρίσκω ανταπόκριση, καί δέν έχω συγγένεια μαζί του. Όταν ό άλλος έχη ευλάβεια, ταπείνωση, δέν έχη αναίδεια, κι εσύ κινείσαι άπλά. Έγώ εξ αρχής φέρομαι σέ όλους μέ άνεση καί απλότητα. Δέν φέρομαι περιορισμένα, δήθεν γιά νά μή δώσω θάρρος στον άλλον καί τόν βλάψω. Δίνομαι ολόκληρος, γιά νά βοηθηθή, νά άναπτυχθή μέσα σ’ ένα κλίμα αγάπης, καί σιγά-σιγά του λέω τά κουσούρια του. Τόν θεωρώ αδελφό μου, πατέρα μου, παππού μου, ανάλογα μέ τήν ηλικία του. Κάνω λιακάδα, γιά νά βγουν όλα τά φίδια, οί σκορπιοί, τά σκαθάρια – τά πάθη -, καί ύστερα τόν βοηθάω νά τά σκοτώση. Άν όμως δώ ότι δέν τό εκτιμάει αυτό καί δέν βοηθιέται άπό τήν συμπεριφορά μου, άλλά εκμεταλλεύεται τήν απλότητα μου καί τήν αληθινή αγάπη μου καί αρχίζει νά φέρεται μέ αναίδεια, τραβιέμαι σιγά-σιγά, γιά νά μή γίνη περισσότερο αναιδής. Άλλά στήν αρχή δίνομαι ολόκληρος, γι’ αυτό μετά έχω αναπαυμένη τήν συνείδηση μου. Μιά φορά στήν Μονή Στομίου είχα πάρει ένα παιδί, γιά νά τό βοηθήσω, νά του μάθω καί τήν τέχνη του μαραγκού. Του φερόμουν μέ πολλή καλωσύνη, τόν είχα σάν αδελφό. Έβλεπα όμως
μερικά πράγματα πού δέν μέ άνέπαυαν. Μιά φορά τόν ρωτάω: Τί ώρα είναι;. Μέ τά μυαλά τά δικά σου πάει τό ρολόι!, μου λέει. Έ, τότε είπα: Δέν συμφέρει νά συνεχίσω έτσι. Θά συμμαζέψω σιγά-σιγά «τά μυαλά μου», γιατί δέν ωφελείται. Κανονικά αυτός, αν ήταν φιλότιμος, έτσι όπως του φερόμουν, έπρεπε νά διαλυθή. Άλλά είδα ότι δέν μέ χωρούσε, δέν μέ καταλάβαινε. Ύστερα μόνος του έφυγε δέν τόν έδιωξα. Βλέπεις, ή ανοχή, ή αγάπη κάνουν τόν αναιδή πιο αναιδή και τόν φιλότιμο πιό φιλότιμο.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Γ’- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ)