Ο άγιος Παύλος ο ομολογητής γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 4ου αιώνα μ. Χ. Ήταν ζηλωτής της Ορθοδόξου πίστεως, την οποία αγωνίσθηκε να διαφυλάξη ανόθευτη από την αίρεση του αρειανισμού και γι’ αυτό πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τους αρειανούς. Χειροτονήθηκε Διάκονος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και χρημάτισε γραμματεύς του Πατριάρχη Αλεξάνδρου, τον οποίο και διαδέχθηκε μετά την κοίμησή του. Όταν έγινε η χειροτονία του ο αρειανόφιλος αυτοκράτορας Κωνστάντιος απουσίαζε στην Αντιόχεια. Όταν επέστρεψε και πληροφορήθηκε το γεγονός, εξεδίωξε τον άγιο Παύλο και στην θέση του τοποθέτησε τον φιλαρειανό Επίσκοπο Ευσέβιο Νικομηδείας. Στην Ρώμη, όπου βρέθηκε διωγμένος ο άγιος Παύλος συνήντησε τον μέγα Αθανάσιο, που ήταν και αυτός εκεί εξόριστος. Οι δύο μεγάλοι εκκλησιαστικοί άνδρες ενισχύθηκαν ο ένας από τον άλλο στον πνευματικό τους αγώνα και ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να συνεχίσουν την προσπάθεια για την διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως από την αίρεση.
Αργότερα, με την μεσολάβηση του πάπα Ρώμης Ιουλίου, που τότε ήταν Ορθόδοξος, οι εξόριστοι ανέκτησαν τους θρόνους τους. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλο, αφού και πάλι εξορίσθηκε από τους αρειανούς. Με παρέμβαση του αυτοκράτορα Κώνσταντα στον αδελφό του Κωνστάντιο επανήλθε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε το έργο του. Μετά τον θάνατο του Κώνσταντα όμως, ύστερα από τρία χρόνια, ο Κωνστάντιος εξόρισε και πάλι τον άγιο Παύλο στην Κουκουσό της Αρμενίας, όπου και ετελείωσε τον επίγειο βίο του με μαρτυρικό τρόπο. Οι αρειανοί γεμάτοι μίσος τον έπνιξαν με το ίδιό του το ωμοφόριο.
Η επί γης ζωή του αγίου Παύλου του ομολογητού κύλισε μέσα σε ταλαιπωρίες, διωγμούς και εξορίες, αλλά παρέμεινε σταθερός στην πίστη του «ως στύλος ακλόνητος» και εκράτησε την ομολογία μέχρι το τέλος. Ο ιερός υμνογράφος τον αποκαλεί άλλον Απόστολο Παύλο και ζηλωτήν κληρικό, του οποίου το αίμα, που χύθηκε άδικα, βοά προς τον Θεό, όπως το αίμα του δικαίου Άβελ και του προφήτου Ζαχαρίου. «Θείας πίστεως, ομολογία, άλλον Παύλον σε, τη Εκκλησία, ζηλωτήν εν ιερεύσιν ανέδειξε. Συνεκβοά σοι και Άβελ προς Κύριον και Ζαχαρίου το αίμα το δίκαιον. Πάτερ όσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος».
Ο βίος και η πολιτεία του αγίου Παύλου του ομολογητού μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Πρώτον. Τα δένδρα, όπως είπε ο Χριστός, εάν είναι καλά η σαπρά, γνωρίζονται από τους καρπούς τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους, αλλά και με τις θρησκείες και τις διάφορες ομολογίες, οι οποίες κρίνονται από τα αποτελέσματά τους και κυρίως από το τι προσωπικότητες διαμορφώνουν. Δηλαδή, αν βοηθούν τον άνθρωπο να γίνη αληθινός άνθρωπος, ήτοι να νικήση τα πάθη του και να αποκτήση την τέλεια αγάπη, και έτσι να γίνη ευλογία για ολόκληρη την οικουμένη, για όλους τους ανθρώπους χωρίς θρησκευτικές, φυλετικές η άλλες διακρίσεις, η αν παράγουν και συντηρούν τα νοσηρά φαινόμενα του φανατισμού και του μίσους, που οδηγούν στην ηθική, αλλά όχι λίγες φορές και στην βιολογική εξόντωση του συνανθρώπου με διαφορετική πίστη και καταγωγή.
Όταν εισχωρή κανείς σε κάποια αίρεση, από έλλειψη εμπειρικής γνώσεως της Ορθοδόξου πίστεως, ίσως να το κάνη με αγαθή διάθεση νομίζοντας ότι εκεί ευρίσκεται η σωτηρία, φτάνει όμως στο σημείο, επειδή εξακολουθεί να δουλεύη στα πάθη του, να κάνη ακόμα και φόνο εν ονόματι του θεού. Αλλά πως μπορεί να είναι αληθινός ένας θεός εν ονόματι του οποίου φονεύονται αθώοι άνθρωποι και πως μπορεί να είναι αληθινή η πίστη εκείνη που οδηγεί στην μισαλλοδοξία και τον φανατισμό; Ο Τριαδικός Θεός της Ορθόδοξου Εκκλησίας «αγάπη εστί» και εμπνέει την αγάπη και προς αυτούς ακόμα τους εχθρούς. Βέβαια και στον χώρο της Εκκλησίας παρατηρούνται κατά καιρούς μεμονωμένα νοσηρά φαινόμενα, αλλά αυτό είναι φυσικό να συμβαίνη εφ’ όσον η Εκκλησία είναι πνευματικό Θεραπευτήριο και δέχεται τους πάντες, επομένως και τους εμπαθείς και αρρώστους πνευματικά και ψυχικά. Τους δέχεται όμως για να τους θεραπεύση, με την μέθοδο θεραπείας που διαθέτει, και όχι για να συντηρή και να αυξάνη την αρρώστεια τους. Και ασφαλώς όλοι έχουν την δυνατότητα, κάνοντας σωστή χρήση της ελευθερίας τους, να γίνουν άγιοι, δηλαδή πραγματικά μέλη της Εκκλησίας.
Δεύτερον. Οι άγιοι ομολογούν την πίστη τους στον Τριαδικό Θεό, αγωνίζονται για την διαφύλαξή της από τις παραχαράξεις των αιρετικών και είναι έτοιμοι ανά πάσαν στιγμή να υπογράψουν την ομολογία τους αυτή με το αίμα του μαρτυρίου τους, επειδή γνωρίζουν από την εμπειρία τους ότι η πίστη συνδέεται άρρηκτα με την σωτηρία και πως όταν αλλοιώνεται η πίστη αλλοιώνεται και ο ορθός τρόπος ζωής και σωτηρίας. Δεν προσπαθούν όμως να την επιβάλουν, παρά το ότι είναι σίγουροι για την ορθότητά της, αλλά αγωνίζονται να την εμπνεύσουν και θυσιάζονται αυτοί για να ζήσουν οι άλλοι.
Η ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως εκ μέρους των αγίων δεν είναι αποτέλεσμα αλαζονείας και φανατισμού, αλλά καρπός Θεοκοινωνίας. Γεύθηκαν οι άγιοι την γλυκύτητα της εμπειρικής γνώσεως του Θεού, το πλήρωμα της όντως ζωής και ομολογούν την πίστη τους, για να βοηθήσουν και όλους εκείνους που το επιθυμούν να βρουν την αληθινή οδό της σωτηρίας.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα γνησιότητος της αληθινής ομολογίας είναι η αγάπη, η ταπείνωση και η υπακοή στην Εκκλησία. Όσοι θεωρούν τον εαυτό τους ομολογητή και ζηλωτή της πίστεως, χωρίς να έχουν τα παραπάνω γνωρίσματα, ευρίσκονται στον χώρο της πλάνης.
Οι άγιοι είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέτες της ανθρωπότητος, επειδή είναι φύλακες και ομολογητές της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά και γιατί με την ανιδιοτελή τους αγάπη στηρίζουν και ενισχύουν τους ανθρώπους στις δυσκολίες τους, γλυκαίνουν τον πόνο τους και παρηγορούν τις καρδιές τους.