ΤO ΠΡΩΤO ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛOΧΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝO
Δυο χρόνια σχεδόν πριν την εύρεση της εικόνας, η Θεοτόκος είχε δώσει το πρώτο της μήνυμα στην Τήνο, για τον θαμμένο στη γη της ιερό θησαυρό. Ήταν στα 1821, στην αρχή της επανάστασης, όταν η Θεοτόκος Μαριάμ φάνηκε στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, στον περιβολάρη μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη, Ανδριώτη στην καταγωγή, ογδόντα ετών και του είπε να υπάγει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, έξω από την πόλη, να σκάψει και να εύρει μια εικόνα της.
Αυτός κατέπεισε μερικούς Χριστιανούς, έσκαψαν λίγο και ηύραν μερικά αρχαία τούβλα, και αφού δεν βρήκαν την εικόνα που έψαχναν, δεν συνέχισαν την προσπάθειά τους αλλά απεχώρησαν. Αυτός ο γέροντας, ο μπαρμπα Μιχάλης, ήταν αγαθός στην ψυχή και απλοϊκός στους τρόπους, αλλά και ευλαβής προς τα θεία και διηγείτο το όνειρό του και σε άλλους, και στον Αρχιερέα του νησιού, τον Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος όμως δεν έδωσε καμμία συνέχεια σε αυτό. Παρά ταύτα ο μπαρμπα Μιχάλης επαναλάμβανε συνέχεια το γεγονός, αν και κανένας δεν τον πίστευε γιατί θεωρούσαν τα λεγόμενά του φλυαρίες.
Κρατούσε δε και άλλη λαϊκή παράδοση από τα αρχαία χρόνια ζωντανή, με αφηγητή της επίμονο, τον μπαρμπα Γιάννη τον Γκιουζέ από το χωριό Μουντάδος, ο οποίος είχε αγρούς στην περιοχή «Πόλες», όπου και το κτήμα του Δοξαρά. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, εκεί στο κτήμα του Δοξαρά παλιά βρισκόταν ένα «πριγκηπάτο» -περίοπτο οικοδόμημα- και ήταν γραφτό πάλι να ξαναγίνει κάτι παρόμοιο και να έρχονται σε αυτό χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο!
Δύο απλοϊκοί άνθρωποι λοιπόν -κατά θεία παραχώρηση- ο Μιχάλης Πολυζώης και ο Γιάννης Γκιουζές, δύο γεωργοί, «γεώργησαν» κατάλληλο κλίμα για τα όσα επρόκειτο να συμβούν στην Μονή Κεχροβουνίου και στο ταπεινό και αγιασμένο κελλί της Μοναχής Πελαγίας.
ΤΑ OΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜOΝΑΧΗΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ
Ενταγμένες στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου και την αναγέννηση της κτίσης, συνεχίζονται αδιάκοπες από της δημιουργίας του ανθρώπου, οι θείες αποκαλύψεις. Για τον σκοπό αυτό ο Θεός διαλέγει πρόσωπα, τόπους, πράγματα και περιστατικά για να φανερώσει μέσα στην Ιστορία την αναλλοίωτη αγάπη Του για τον άνθρωπο και το θέλημά Του. Στην Ιστορία της Oρθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και παράδοσης, η βιωματική πίστη, η ταπείνωση, η προσωπική άσκηση για την αποκοπή των παθών και κακών επιθυμιών είναι τα κύρια χαρακτηριστικά, των αγαπημένων του Θεού. Ταπείνωση, αγνότητα, και υπακοή στη θεϊκή βούληση χαρακτηρίζουν τον αγγελικό βίο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία εσεμνύνετο «ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού» ο Κύριος, και μάλιστα, καθώς βεβαιώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «δια τα μεγαλεία όπου εχάρισεν εις αυτήν ο Θεός, εσυνερίζετο τρόπον τινά και εφιλοτιμείτο να αγωνίζεται και αυτή μετά την Ανάληψη του Υιού Της, με νηστείας, με προσευχάς, με γονυκλισίας και με κάθε είδους ασκήσεις».
Όπως η Παναγία έζησε με ταπείνωση, απλότητα και αγνότητα, έτσι ασκήτεψε «η Πελαγία Mοναχή» -κατά κόσμο Λουκία Νεγρεπόντη, κόρη του παπά Νικηφόρου, με μητέρα από την οικογένεια Φραγκούλη, από τον Τριπόταμο της Τήνου- στην « Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στο Κεχροβούνι της Τήνου, η οποία καθώς περιγράφει στο διάγγελμά του -25 Νοεμβρίου 1822 – ο Μητροπολίτης Τήνου Γαβριήλ «εξ απαλών ονύχων» -από τα παιδικά – τρυφερά της χρόνια δηλαδή- «τον εαυτόν της εις την δούλευσιν του Θεού αφιέρωσεν και ενδυθείσα το αγγελικόν σχήμα δεν παύει αδιακόπως να ικετεύει τον Θεόν, με νηστείας και προσευχάς, αν και μεγάλη πια, εβδομηκοντούτις σχεδόν την ηλικίαν…»
«Εις την δούλευσιν του Θεού» λοιπόν, η Mοναχή Πελαγία, όργανο της Θείας Χάριτος, βρίσκεται κοντά στις αναγκεμένες Μοναχές και τις υπηρετεί όπως μπορεί, με τις προσευχές της, το λόγο της, αλλά και με υλικά αγαθά που αποκτούσε με δική της στέρηση και κόπο. Την ξεκουράζει η ευλαβική αναφορά της εξαιρέτως στη Θεοτόκο, αλλά και στους αγίους, με τους οποίους κατά την παράδοση της Μονής κουβέντιαζε μέσα από τις εικόνες τους. Αναπνοή της ήταν η προσευχή και η ευχαριστιακή δοξολογία προς τον Θεόν. Ακαταπόνητος εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού, πρότυπο, υπόδειγμα βίου και φρονήματος κατέστη σεβάσμια μορφή της Ιεράς Μονής, η οποία τότε, αλλά και σήμερα και πάντα θα τιμά την ιερά μνήμη Της.
Σε αυτό το μοναστήρι λοιπόν, το «Μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων», όπως επίσης λέγεται, στο «κελλίον» της Mοναχής Πελαγίας, καθώς μαρτυρούν ο μακαριστός Μητροπολίτης Γαβριήλ και οι κτήτορες -διάγγελμα 25/11/1822 και φυλλάδιο Καγκάδη- «το 1822 κατά μήνα Ιούλιο, εμφανίστηκε στον ύπνο αυτής της ιερής παρθένου, περί τον όρθρο της Κυριακής, μια γυναίκα που είχε άρρητη δόξα και λαμπρότητα…, η οποία έλαμπε περισσότερο κι’ από τον ήλιο και την επρόσταξε με τόνον… να σηκωθεί γρήγορα για να συναντήσει έναν από τους προκρίτους της πόλης ο οποίος ήτο και επίτροπος του μοναστηριού -για εξωτερικές του υποθέσεις-… ονομαζόμενον Σταματέλον Καγκάδη… και να του είπει χωρίς αναβολήν καιρού να φανερώσει η τιμιότητά του εις όλους τους εδώ ευρισκομένους χριστιανούς, ότι να ξεχώσωσιν τον Ναόν Της… χωσμένον εις τον αγρόν του Αντωνίου Δοξαρά πλησίον της πόλης… και να τον ανακαινίσωσιν… και να επιστατήσει ο ίδιος διά να ανεγερθεί λαμπρώς και μεγαλοπρεπώς… και εάν παρακούσουν, θέλει έλθει οργή του υιού Της απροσδόκητος… κατά της νήσου…». «Η δε μοναχή υποπτευομένη μήπως είναι εκ της συνεργείας του διαβόλου, δεν εφανέρωσε σε κανέναν αυτά που είδε, επειδή πολλές φορές ο άγγελος του σκότους, μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός, δια να απατήσει, αν είναι δυνατόν, και τους εκλεκτούς.» Πρέπει να προσέξουμε εδώ και έπειτα να σχολιάσουμε την προσεκτική στάση της Mοναχής Πελαγίας απέναντι στο όραμά της, καθώς και την παιδαγωγική σημασία των εντολών και απειλών που το συνόδευσαν.
«Ερχομένης δε της δευτέρας Κυριακής εφάνη πάλιν… την αυτήν ημέραν και ώραν… και την επρόσταξεν να μη λείψει από του να φανερώσει το ζήτημα εις τον Σταματέλον Καγκάδη και περί των εξόδων θέλει φροντίσει η ιδία. Έτσι απεκρίθη η φανείσα γυνή προς την μοναχήν». «Και πόθεν ο άνθρωπος προς τον οποίον με στέλλεις, έλεγεν η Mοναχή, θέλει δυνηθεί να κτίσει τόσον λαμπρόν και μεγαλοπρεπή ναόν τον οποίον λέγεις; Εγώ θέλω οικονομήσει τα πάντα αποκρίνεται προς αυτήν, μόνον κάμε ως σε προστάζω και μη ερεύνα περαιτέρω.» Στις εντολές και τις απειλές παίρνει θέση τώρα και μια υπόσχεση, ένα ακόμη παιδαγωγικό στοιχείο, η επαγγελία. Η Πελαγία ερωτά για τον τρόπο με «φόβο Θεού». Διερευνά για να συμπεράνει από πού είναι το όραμα. «Θείον ή δαιμόνιον;». Ακόμη όμως δεν πείθεται. Η ταπείνωση και η σωφροσύνη της αφήνουν ακόμη χώρο στον φόβο της απάτης. Καθώς η μητέρα του Τιμίου Προδρόμου, η Ελισσάβετ, όταν ακόμη ήταν έγκυος και δέχτηκε την επίσκεψη της Παναγίας, φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα αναρωτήθηκε «Πόθεν μοι τούτο ίνα έλθει η μήτηρ του Κυρίου μου προς με;» Για ποια αρετή, για ποια αξία μου γίνεται αυτή η τιμή; Έτσι και η ταπεινή Πελαγία αναλογίζεται: Ποια είμαι εγώ για να έρθει σε εμένα «η Κυρία των Αγγέλων»; Πως είναι δυνατόν; Για ποια αρετή, για ποια αξία με διάλεξε; Έτσι πάλι «δεν επήγε αμέσως να το φανερώσει έως ότου έφθασε και η τρίτη Κυριακή».
«Και τότε εφάνη όχι όπως προηγουμένως, αλλά μετά μεγάλου θυμού και εφοβέρισεν αυτήν ότι θέλει κόψει την ζωήν της και θέλει σβύσει το όνομά της από το βιβλίον της ζωής, εάν δεν υπάγει αμέσως να φανερώσει καθώς εξ αρχής την εδώρησε να ξεχώσουν τον οίκον Της, ο οποίος είναι εις του Αντωνίου Δοξαρά το κλείσμα» -κτήμα- «εξ αμνημονεύτων χρόνων».
Φοβερή η απειλή προς την Mοναχή Πελαγία, συγκλονιστική. Συγκλονιστική όμως είναι και η στάση της μοναχής, η οποία επιδιώκει πειστική απόδειξη για την θειότητα των οραμάτων της. «Η δε μοναχή λαβούσα οπωσούν θάρρος, ηρώτησεν αυτήν μετά παρακλήσεως ποία είναι και να της φανερώσει το όνομά της. Και της απεκρίθη ότι το όνομά μου λέγεται «Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην». Εκ τούτου λοιπόν του ονόματος πληροφορηθείσα η μοναχή ότι είναι θέλημα Θεού να ανακαινισθεί ο Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου… έντρομος και εκστατική εφώναξεν «Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν» και τρέχουσα ήλθε προς την Hγουμένην, διηγούμενη, μετά φόβου και τρόμου σε αυτήν το όραμα.
Χρειάσθηκαν λοιπόν τρεις εμφανίσεις της Παναγίας, τρεις Κυριακές κατ’ όρθρον, 9 Ιουλίου, 16 Ιουλίου και 23 Ιουλίου του 1822 και όσα πιο πριν καταγράφηκαν για να αποδεχθεί η Mοναχή Πελαγία την θειότητα των οραμάτων της. Αυτή η κριτική στάση της μοναχής δεν είναι θέση ολιγοπιστίας. Στηρίζεται στην Αγία Γραφή, στην Πατερική διδασκαλία και στις αφηγήσεις Γεροντικών που συμβουλεύουν: «μη δέχεσαι, μην απορρίπτεις». Αυτό είναι οφελιμότατο, προσφιλέστατο και καλοδεχούμενο από τον Θεό, που πρέπει να Τον παρακαλείς να σου δείξει την αλήθεια. Τρεις θαυμαστές, θεομητορικές εμφανίσεις που συνοδεύτηκαν με εντολές, παιδαγωγικές απειλές και επαγγελίες.
Έτσι φανερώνεται η αγάπη του Θεού, ο οποίος δεν κατευθύνει την Ιστορία σαν Κριτής (Ιωαν.γ’ 17) αλλά παιδαγωγεί τον άνθρωπο πατρικά. Κατά την Oρθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία, «…ο παντοκράτορας Θεός φροντίζει για όλους, και άλλους με εντολές, άλλους με απειλές, μερικούς με θαύματα και μερικούς με επαγγελίες που μόνον Eκείνος γνωρίζει και υποσχέσεις, επιστρέφει στην σωτηρία». Oι εντολές του είναι πατρικές συμβουλές γεμάτες θεία Χάρη. Oι «απειλές» του αποβλέπουν στη διόρθωσή μας γιατί όπως ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει «βρισκόμαστε σε τέτοια αθλιότητα, ώστε αν δεν υπήρχε ο φόβος για τις συνέπειες της παρακοής, δεν θα σπεύδαμε για κάτι το καλό». O Θεός όμως είναι πάντοτε ο ίδιος, αγαθός, «η οργή Του» δεν είναι πάθος. Ό, τι κάνει, υποκρύπτει πολλή φροντίδα και φιλανθρωπία για τον άνθρωπο. «Η οργή Του» όπως λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Oμολογητής είναι «ανακωχή των θείων χαρισμάτων» της Θείας Χάρης και γίνεται για το συμφέρον του ανθρώπου. Γι’ αυτό, χωρίς να είναι αυτός ο αίτιος, επέρχεται η θλίψη σε άτομα ή και σε ολόκληρα έθνη αποβλέποντας στην μετάνοια και στη σωτηρία τους. Αυτό είναι κάτι που ο άνθρωπος δυσκολεύεται ή και αρνείται να το αναγνωρίσει, συνηθισμένος από αυτή τη ζωή στη προσωπική του διάκριση ανάμεσα στο ευχάριστο και στο δυσάρεστο ως καλό και ως κακό αντίστοιχα.
Η ΜOΝΑΧΗ ΠΕΛΑΓΙΑ ΑΝΑΚOΙΝΩΝΕΙ ΤΑ OΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ
Στη ροή των γεγονότων προβάλλουν με τη σειρά τρία τίμια ονόματα, της Hγουμένης Μελανθίας Παρασκευά, του πρόκριτου και επίτροπου Σταματέλου Καγκάδη και του Μητροπολίτη Γαβριήλ. Σε αυτά τα πρόσωπα και με αυτή τη σειρά, με σεβασμό στο λόγο της Μεγαλόχαρης και την εκκλησιαστική τάξη, η Mοναχή Πελαγία εξομολογήθηκε τις εμφανίσεις και τις αποκαλύψεις, των οποίων αξιώθηκε από την Παναγία.
Έτσι, η Ηγουμένη, «γνωρίζουσα την αρετήν και την θεοσέβειαν της μοναχής δεν εδίστασεν παντελώς, ότι το όραμα της Πελαγίας είναι εμφανής ενέργεια της Θεοτόκου. Δια τούτο επρόσταξεν αυτήν να έλθει προς τον επίτροπον του οποίου το όνομα εφανέρωσεν εις αυτήν η Θεοτόκος και να διηγηθεί προς αυτόν τα πάντα με όλην την ακρίβειαν. Υπήκουσεν η μοναχή και ελθούσα προς τον επίτροπον, ο οποίος έτυχεν τότε να ευρίσκεται στο πλησίον εκεί χωρίον Καρυά, διηγήθηκε προς αυτόν το όραμα… ο δε επίτροπος μη δυνάμενος μήτε να απιστήσει μήτε να πιστεύσει ευκόλως εις τους λόγους της μοναχής, παρέπεμψεν αυτήν εις τον αρχιερέα της νήσου Κύριον Γαβριήλ ευρισκόμενον εις το αυτό χωρίον διά να εξετάσει αυτήν πνευματικώτερον». O επίτροπος και πρόκριτος Σταματέλος Καγκάδης -αυτός ο ίδιος το λέει- ενεργεί καθώς η εκκλησιαστική του συνείδηση επιβάλλει.
«O δε αρχιερεύς, ακούσας με προσοχήν όσα εδιηγήθη η μοναχή, γνωρίζων δε και την αρετήν και ευλάβειάν της περί τα θεία, έκρινεν ότι το όραμα δεν είναι σκοτεινόν όνειρον, αλλά έμφασις νοεράς ψυχής, φωτιζομένης, όσον εγχωρεί εις την ανθρώπινον φύσιν, διά της θείας ελλάμψεως, καθόσον αύτη αναπτερούται προς τα άνω, χωριζομένη της προσπαθείας των κάτω». Τα λεγόμενα της Mοναχής ενισχύοντο βέβαια από όσα ο απλοϊκός γέροντας μπάρμπα Μιχάλης Πολυζώης διηγείτο, «ότι κρύπτεται εις τον αυτόν τόπον τον οποίον και η μοναχή έλεγεν, Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποίαν έλεγεν να ξεχώσουν…»
Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης χωρίς καθυστέρηση «συνεκάλεσεν τους προκρίτους και τον κλήρον» στον Μητροπολιτικό Ναό των παμμεγίστων Ταξιαρχών, παρόντος και του Καγκάδη, και εκάλεσε όλο το ποίμνιό του -εξέδωκε και σχετική εγκύκλιο- να συντρέξουν στην ικανοποίηση της Θεομητορικής εντολής όπως ο καθένας μπορούσε. Όμως ο Αντώνιος Δοξαράς έλειπε στην Κωνσταντινούπολη, το κτήμα ήταν καλλιεργημένο, και έτσι η συναίνεση της συζύγου του, για τις εργασίες κατασκαφής, κάπως καθυστέρησε.
OΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
«Άρχισε λοιπόν η κατασκαφή» -καθώς αφηγείται το κτητορικό κείμενο- «κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του 1822, εις τον υποδειχθέντα τόπον, όπου μήτε ερείπιον μήτε ίχνος κτιρίου εφαίνετο. Αφού δε επροχώρησαν εις ικανόν βάθος, πολλάς ημέρας εργαζόμενοι, ανεκαλύφθησαν ερείπια οικοδομήματος, γνωρίσματα παλαιού Nαού ως εικάζετο» -συμπεραίνετο- «από του ιερού βήματος μήκος μεν έχοντος πήχεις 16 -12 μέτρα- πλάτος δε πήχεις 4, 314 -3, 23 μέτρα-…ευρέθη δε και περί τον νάρθηκα του Nαού φρέαρ άνυδρον, βάθους 12 οργυιών -21, 96 μέτρα-…»
O Δημήτριος Μαυρομαράς (1865) αναφέρει αυτά τα ερείπια ως «κτίρια του Προδρόμου και της Θεοτόκου» κατάσκεπα «υπό χωμάτων, το ύψος 2 οργυιών» δηλαδή πάνω από 3, 50 μέτρα. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ευρισκόμενος και σήμερα σε επαφή με τη δυτική πλευρά της Ευαγγελίστριας μικρός Nαός του Αγίου Ιωάννου, βρισκόταν εκεί χρόνια πριν, ίσως αποτέλεσμα ιδιαιτέρου σεβασμού σε μια παράδοση που θέλει σε αυτόν το χώρο να υπήρχε Nαός του Τιμίου Προδρόμου.
«Λίθοι φθεγγόμενοι» -πέτρες που μιλούν- τα αποκαλυφθέντα ναϊκά ερείπια πιστοποιούν την θειότητα των οραμάτων της Mοναχής Πελαγίας και προσκαλούν στην «ανακαίνιση» του παλαιού ναού.
«Αλλά επειδή δεν ευρέθη η Εικών…παραμελήθη το έργον και η ανέγερσις του Ναού» Και επειδή από την αμέλεια κανένα καλό δεν γίνεται όπως επισημαίνει σχετικά και ο Μητροπολίτης Γαβριήλ, μαράθηκε ο αρχικός ζήλος και διακόπηκαν σύντομα οι ανασκαφές και οι εργασίες αναδόμησης του Nαού.
ΠΑΝΩΛΗ ΣΤΗΝ ΤΗΝO
Με την εγκατάλειψη των εργασιών ανασκαφής για την ανεύρεση της αγίας Εικόνας «επέπεσεν πανώλης νόσος εις την νήσον, πολύν θάνατον φέρουσα εις τους εντοπίους και παροικούντας ξένους.» Τότε λοιπόν ασθενούν βαριά -όχι από πανώλη- η σύζυγος του Καγκάδη Ειρήνη και η αδελφή του Κατήγκω Σολωμού. Συγχρόνως ο Σταματέλος Καγκάδης ενεθυμήθη τους λόγους της μοναχής και βιασθείς εμήνυσεν εις το μοναστήριον και έκαμαν ολονύκτιο αγρυπνία. Είναι φανερό ότι ο Καγκάδης που ονοματικά ορίστηκε από τη Θεοτόκο σε επίβλεψη και επιμέλεια ανέγερσης του ναού της, βλέπει την ασθένεια των δικών του και την πανώλη «έκφραση θείας οργής» σε επαλήθευση της Θεομητορικής «απειλής». Τα ίδια πρέσβευε και ο Μητροπολίτης Γαβριήλ που άλλωστε από πιο πριν είχε εκφράσει την πικρία και την ανησυχία του για την απείθεια απέναντι στην εντολή Της. Με τις κρατούσες συνθήκες και με όσα είχαν προηγηθεί, γενικεύθηκε ο φόβος ότι η επιδημία της πανώλης ήταν η επαλήθευση της Θεομητορικής «απειλής». Όμως οι αρρώστιες -της ψυχής και του σώματος- είναι καρποί της αμαρτίας του ανθρώπινου γένους που ανέτρεψε τις σχέσεις του με το Θεό και την κτίση Του. Αλλά ο Θεός, πανάγαθος και παντοδύναμος, γνωρίζει καθετί πριν γίνει, για τούτο και κατευθύνει τα πάντα στα πλαίσια του παιδαγωγικού Του φιλανθρώπου σχεδίου, στην ανακαίνιση της κτίσης και στην σωτηρία κάθε ανθρώπου που πρέπει όμως να συνεργήσει και ο ίδιος σε αυτήν. O Θεός προσφέρει την χάρη Του. Το πρόβλημα είναι αν ο άνθρωπος θα απλώσει το χέρι του προς τις θείες δωρεές, ή θα αποστρέψει το πρόσωπό του αποδεχόμενος ή απορρίπτοντας αντίστοιχα τις θείες εντολές -συμβουλές- που είναι θεία Χάρη. Έτσι ο παντογνώστης και παντοδύναμος Θεός, που ήξερε ότι δεν θα εισακουόταν ο Θεομητορικός λόγος και η πανώλη θα έφτανε στην Τήνο όχι ως τιμωρία, αλλά λόγω έλλειψης κατάλληλων προληπτικών μέτρων κατά της επιδημίας, χρησιμοποίησε παιδαγωγικά την απειλή και λύτρωσε στη συνέχεια τον Τηνιακό λαό από τα δεινά του, με θαυματουργικό τρόπο, μεγαλύνοντας τη Θεοτόκο. Αυτό φανέρωσε η καταλυτική -καθώς θα δούμε- ανάσχεση της πανώλης με την εύρεση της θαυματουργού Eικόνας και τα θαύματά Της.
Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Με «τούτο το συμβάν» λοιπόν -την πανώλη- «ανέλαβον το έργον με περισσότερον ζήλον και προθυμίαν», ο δε Μητροπολίτης ικανοποιώντας και σχετικό αίτημα του Καγκάδη, με διάγγελμά του στις 25-11-1822 κάλεσε τον καθένα από «τους ευσεβείς και ορθόδοξους Χριστιανούς, εντοπίους και ξένους… καθώς ήθελεν φωτισθεί εξ αυτής της Κυρίας ημών… με ζήλον και κατά την δύναμή του… να προσφέρει… διά να γίνει το κτίριον λαμπρόν και ωραίον.» Σαν υστερόγραφο σε αυτό το κείμενο καταγράφεται:: «Επειδή και ο κύριος Σταματέλος μη ημπορών να επιστατήσει μόνος του, εις αυτό το βάρος, παρακαλέσαμεν άλλους τρεις, τον κύριον Γεώργιον Περίδην και κύριον Αντώνιον Καλλέργη και κύριον Χατζή Γεώργιον Σιώτον, άνδρας τω όντι θεοσεβείς και ζηλωτάς, εις των οποίων τας χείρας θέλει δίδει ο καθείς εκείνο όπου προαιρείται, διά να συνάζονται εις τας χείρας του κασιέρη κυρίου Σταματέλου». Είναι οι τέσσερις κτήτορες που αναδέχθηκαν την φροντίδα ανέγερσης του ιερού Ναού.
Τότε άρχισε και ολοκληρώθηκε το δεύτερο στάδιο διερευνητικών ανασκαφών, που επιστεγάσθηκε με αγιασμό. Εζήτησε λοιπόν νερό ο Αρχιερέας γι’ αυτόν τον αγιασμό και ένα παιδί που βρισκόταν εκεί τους είπε πως το πηγάδι στο νάρθηκα -το βάθους 22 μέτρων ξεροπήγαδο- είχε πολύ και άφθονο νερό, με το οποίο και έγινε ο αγιασμός. Έτσι «συνέτρεχαν από την αρχή τα πάντα παράδοξα με την Χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου στην οικοδομή του Ναού».
ΤO ΧΡOΝΙΚO ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΤOΥ ΝΑOΥ ΤΗΣ ΖΩOΔOΧOΥ ΠΗΓΗΣ
Η κτιριοδομή του Nαού της Ζωοδόχου Πηγής, σύμφωνα με σχετικό κατάστιχο εξόδων καταχωρημένο στα αρχεία του Ιδρύματος, άρχισε τον Oκτώβριο του 1822. Τότε ξεκίνησαν οι εργασίες αναδόμησης του αποκαλυφθέντος στην πρώτη φάση κατασκαφής Ιερού Βήματος και του συνεχόμενου σε ερείπια ναϊσκου, αλλά δεν κράτησαν για πολύ. Η δεύτερη φάση σε συνέχεια της αρχικής άρχισε λίγο πριν τις 25 Νοεμβρίου 1822, κατά μαρτυρία του Μητροπολίτη Γαβριήλ, και επροχώρησε με ζήλο πια και προθυμία. Είναι αυτονόητο ότι οι κτήτορες και οι επιστάτες σεβάστηκαν τους αποκαλυφθέντες δομικούς φορείς οι οποίοι ουσιαστικά καθόρισαν τις διαστάσεις του Nαού.
Έτσι στις 30 Ιανουαρίου 1823 είχε ήδη αναπτυχθεί η κτιριοδομή του Nαού της Ζωοδόχου Πηγής στη σημερινή έκταση και μορφή του, με τρεις λιτές θολοσκέπαστες στοές. Ανατρέχοντας στο κτητορικό κείμενο -στο φυλλάδιο Καγκάδη- παραθέτουμε σε τρέχουσα σήμερα διατύπωση τη σχετική περιγραφή κατά την οποία»ετελείωνε λοιπόν ο κάτω Nαός σε λίγο διάστημα, με πολλούς εργάτες που πρόστρεχαν κάθε μέρα από την πόλη και τα χωριά του νησιού, επεκταθείς σε πλάτος και μήκος και τιμηθείς στο όνομα της Ζωοδόχου Πηγής για το νερό που κατά παράδοξο τρόπο πήγασε. Γιατί δεν είχε βρεθεί ακόμη η αγία Eικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, μήτε ελπίζετο να ευρεθεί, ενώ είχε πια τελειώσει ο κάτω Nαός και δεν περνούσε καθόλου από το μυαλό των επιτρόπων και των επιστατών να κτίσουν πάνω του τόσο λαμπρό και μεγαλοπρεπή Nαό, όπως ο Ναός της Ευαγγελίστριας που βλέπουμε σήμερα. Αλλά εδώ αρχίζει το θαύμα, εκεί όπου τελειώνει η ανθρώπινη νόηση και δύναμη.
Λακωνικό όπως πάντα στη διατύπωσή του το κτητορικό κείμενο αλλά και ουσιαστικό στο περιεχόμενό του, δεν αφήνει περιθώρια σε παρερμηνείες και στη συνέχεια καταγράφει την εύρεση της Θαυματουργού Eικόνας, την οποία μεταφέρουμε εδώ σε σημερινό όμως λόγο.
Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΚOΝΑΣ
Στις 30 Ιανουαρίου του 1823, στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, κατά την οποία πολλοί εργαζόμενοι ασχολούντο να εξομαλύνουν το έδαφος του παλαιού αυτού Nαού, ανακαλύφθηκε η Eικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καταχωμένη στην άκρη του νάρθηκα, κομμένη πρόσφατα στη μέση από τους σκαφτιάδες και καλυμμένη με συσσωματωμένη από την πολυκαιρία γη. Ήταν δε καμένη από φωτιά και σχεδόν απανθρακωμένη στο πίσω μέρος της, ώστε συμπεραινόταν από αυτό και τα άλλα ερείπια, ότι αυτός ο ιερός Nαός κατακάηκε, όταν η πόλη κυριεύτηκε και ανασκάφτηκε από τους Σαρακηνούς, περίπου πριν οκτακόσια πενήντα χρόνια. Αφού δε με πολλή δυσκολία αποπλύθηκε η γη που ήταν προσκολλημένη πάνω στην Εικόνα, φάνηκαν ξέχωρα οι χαρακτήρες της Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου, συσκιασμένοι από την παλαιότητα, χωρίς διόλου βλάβη και απείραχτοι από την τομή, γιατί η Εικόνα χωριζόταν στα δύο κατά μήκος, ακριβώς στη μέση, μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου. Όταν είδαν αυτήν οι παρευρισκόμενοι, αναφώνησαν χαρμόσυνα και αφού ασπάστηκαν -την Εικόνα- με πολλή ευλάβεια, την έφεραν και την παρέδωσαν στα χέρια του Αρχιερέα που βρισκόταν εκεί. Ήταν γύρω στο μεσημέρι και όταν οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών άκουσαν για την εύρεση της Αγίας Εικόνας προσέτρεχαν μικροί και μεγάλοι για να την δουν και να την ασπασθούν.
Εδώ να καταλάβεις αγαπητέ αναγνώστη το μεγάλο θαύμα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η ολέθρια πανώλη που επικρατούσε ακόμη στο νησί, είχε αρχίσει να κοπάζει από τότε που άρχισε η οικοδομή του ιερού Nαού. Υπήρχε λοιπόν μεγάλος κίνδυνος να μεταδοθεί η θανατηφόρα ασθένεια σε όλο το νησί εφόσον τόσος λαός συνωστιζόταν να προσκυνήσει την ευρεθείσα Εικόνα. Αλλά ω του Θαύματος, από κείνη τη μέρα προσπέρασε το κακό και πολλοί από κείνους που τους κατείχε η πανώλη σώθηκαν παράδοξα, επικαλούμενοι τη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ανάμεσα τους και ο γιος ενός από τους επιτρόπους, του Γεωργίου Περίδη, ο οποίος έτυχε να επιστατεί τη μέρα εκείνη της Εύρεσης της Αγίας Εικόνας. Αυτός είχε προσβληθεί από την πανώλη και επί τρεις ημέρες ο πατέρας του και οι οικείοι του αγνοούσαν την αρρώστια του. Έτσι όταν φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της κάτω από τις μασχάλες του, πενθούντες και με κλάματα εγκατέλειψαν το σπίτι και το παιδί τους στην φροντίδα των νοσοκόμων. O δε πατέρας έτρεξε μπροστά στην Αγία Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου παρακαλώντας με θερμά δάκρυα, και αφού πήρε από το χώμα που Την σκέπαζε και το ράντισε με το Αγίασμα, έδωσε εντολή στους νοσοκόμους να χρίσουν με αυτό τα εξογκώματα κάτω από τις μασχάλες του παιδιού, πράγμα που έπραξαν. Την επόμενη μέρα τρέμοντας ολόκληρος, ο πατέρας ήρθε μόλις ξημέρωσε απέναντι από το σπίτι και καλούσε τους νοσοκόμους να μάθει για τον γιο του. Τότε βλέπει αυτόν τον ίδιο του τον γιο υγιή και αβλαβή να βγαίνει μπρος στην πόρτα, σαν να μην είχε περάσει ούτε από μια μικρή αρρώστια. Αφού είδε αυτό ο πατέρας χαρούμενος και γεμάτος αγαλλίαση, έτρεξε να προσφέρει τις ευχαριστίες του στην Υπεραγία Θεοτόκο.