Εύκολα μην πιστεύετε σε ό, τι ακούτε, γιατί είναι και μερικοί πού τά λένε όπως εκείνοι τά καταλαβαίνουν. Πήγε μιά φορά ένας στον Χατζεφεντή και τού λέει: «Νάχω την ευχή σου, Χατζεφεντή, εκατό φίδια μαζεύτηκαν εκεί επάνω». «Εκατό φίδια; Πού βρέθηκαν;», απόρησε ό Αγιος Αρσένιος. «Έ, αν δέν ήταν εκατό, πενήντα θά ήταν σίγουρα». «Πενήντα φίδια!». «Είκοσι πέντε πάντως θά ήταν»! «Είκοσι πέντε φίδια άκουσες νά μαζεύτηκαν ποτέ;», τού λέει πάλι ό Άγιος. Μετά τού λέει ότι ήταν δέκα οπωσδήποτε. «Καλά, τού λέει ό Άγιος, συνέδριο είχαν και μαζεύτηκαν δέκα φίδια; Πάψε· δέν είναι δυνατόν!». «Πέντε θά ήταν», λέει τότε εκείνος. «Πέντε;». «Έ, δύο θά ήταν». Ύστερα τον ρωτάει ό Άγιος Αρσένιος: «Τά είδες;». «Όχι, λέει, τά άκουσα νά κάνουν μέσα στά κλαδιά «σσσσ…»». Μπορεί δηλαδή νά ήταν και καμμιά σαύρα!… Έγώ από όσα ακούω ποτέ δέν βγάζω συμπεράσματα, χωρίς νά εξετάσω. Άλλος μπορεί νά λέη κάτι, γιά νά κατηγορήση, άλλος νά το λέη άπλα και άλλος σκόπιμα.
Τι σκανδαλοποιοί είναι μερικοί! Ήταν δυό φίλοι στην Κόνιτσα πολύ αγαπημένοι. Τις γιορτές και τις Κυριακές δέν γύριζαν μέσα στην πόλη· έρχονταν στό μοναστήρι, στό Στόμιο· έψελναν κιόλας. Ύστερα ανέβαιναν στό βουνό, στην Γκαμήλα. Μιά μέρα ένας διεστραμμένος τύπος τους έβαλε σκάνδαλα. Πάει στον έναν καί τοϋ λέει: «Ξέρεις τί είπε για σένα αυτός; Αυτό καί αυτό». Πάει μετά καί στον άλλον καί τοϋ λέει: «Ξέρεις τί είπε γιά σένα αυτός πού τον έχεις φίλο; Αυτό καί αυτό». Αμέσως έγιναν καί οι δυό θηρία καί πιάνουν έναν καυγά μέσα στό μοναστήρι! Έν τω μεταξύ εκείνος πού έβαλε τό φυτίλι έφυγε, καί αυτοί δώσ’ του νά μαλώνουν. Ό μικρότερος ήταν καί λίγο νευρικός καί έβριζε τον μεγαλύτερο. «Τώρα, λέω, τί νά κάνω; Βρέ τον πειρασμό, τί κάνει!». Πάω καί λέω στον μεγάλο: «Κοίταξε, μικρός είναι· αφού είναι καί λίγο νευρικός, μην τόν παρεξηγής- ζήτησε του συγγνώμη». «Πάτερ, τί συγγνώμη νά ζητήσω, μού λέει, δέν βλέπεις πώς μέ βρίζει; Έγώ ούτε καν έχω ιδέα από αυτά πού λέει». Πάω καί στον μικρό καί του λέω: «Κοίταξε, μεγάλος είναι· δέν ειναι έτσι πού τά βλέπεις τά πράγματα· πήγαινε, ζήτησε του συγγνώμη». Αρπάχθηκε εκείνος· έβαλε τις φωνές: «Θά μαλώσουμε καί μαζί, Πάτερ!». «Έ, νά μαλώσουμε, ρέ Παντελή! Άφησε με όμως νά ετοιμασθώ λίγο…», τοϋ είπα καί έφυγα. Έξω άπό τό μοναστήρι είχα κάτι ξύλα μακριά, γιά νά φράξω τόν κήπο. Πάω, παίρνω άπό τετρακόσια μέτρα μακριά ένα ξύλο κοντά πέντε μέτρα καί τό σβάρνιζα σιγά-σιγά, γιά νά τόν κάνω νά γελάση. Εκείνος άκουγε πού τό σβάρνιζα, άλλα πού νά φαντασθή τί τό ήθελα! Μπήκα μέσα στην αυλή σβαρνίζοντας τό ξύλο, μέχρι πού έφθασα κάτω άπό τόν νάρθηκα. «Σταμάτα, ρέ Παντελή, νά μαλώσουμε!», λέω. Έσκασαν στά γέλια καί οι δυό, μόλις κατάλαβαν τί τό ήθελα τό ξύλο! Αυτό ήταν. Έσπασε ό πάγος. Έσκασε ό διάβολος. «Είστε στά καλά σας; τους λέω· τί εΐναι αυτά;». Και αγαπήθηκαν πάλι.
– Ή διαβολή τήν ίδια μέρα έγινε;
– Ναί, και βρίζονταν άσχημα! Βλέπεις ό διάβολος τί κάνει; Ό άλλος ίσως τους ζήλευε πού ήταν τόσο αγαπημένοι σάν αδέλφια, διέβαλε τον έναν στον άλλον καί έφυγε. Ή διαβολή είναι πολύ κακό. Γι’ αυτό καί ό πειρασμός λέγεται διάβολος. Διαβάλλει- άλλα λέει στον έναν, άλλα στον άλλον καί δημιουργεί σκάνδαλα. Καί ειδές, τά πίστεψαν οι καημένοι καί πιάστηκαν!
– Επίτηδες τά είπε εκείνος;
– Ναί, γιά νά τους χωρίση από… αγάπη, ήγουν από φθόνο…
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Β’ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ)