Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν κλασσικός τύπος λογίου. Πέρασε όλη τη ζωή του σκεπτόμενος, κάνοντας ομιλίες και γράφοντας. Τα συγγράμματά του που διακρίνονται για το βάθος, τη χάρη και τη θέρμη τους διαβάζονταν ευρύτατα. Ήταν κάτοχος της κλασσικής ελληνικής λογοτεχνίας και θεωρείται ο λογοτεχνικότερος των Πατέρων της Εκκλησίας χωρίς να θυσιάζει το περιεχόμενο των συγγραφών του στη μορφή του λόγου. Χρησιμοποιεί την ομηρική και αττική γλώσσα αλλά και την υψηλού επιπέδου γλώσσα της εποχής του. Εκτός από τους Λόγους και την επιστολογραφία καλλιέργησε και την ποίηση.Στον Γρηγόριο τον Θεολόγο αποδίδονται συνολικά 407 ποιήματα με περισσότερους από 17.000 στίχους. Τα περισσότερα ποιήματά του τα έγραψε στο τέλος της ζωής του. Ήταν γεννημένος ποιητής μέχρι σημείου ώστε και οι ομιλίες του ακόμη να έχουν ποιητική κίνηση και ρυθμό. Πολλά τμήματα ομιλιών του που ενσωματώθηκαν αυτούσια σε λαμπρές συνθέσεις μεταγενέστερων υμνογράφων φανερώνουν ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί μικρός ποιητής στις ποιητικές του συνθέσεις.
Τα ποιήματά του εκφράζουν την ευγενική και λεπτή ψυχή του, ακόμη και όσα είναι μόνο διδακτικά. Γι’ αυτό και αγαπήθηκαν πολύ κατά τους βυζαντινούς χρόνους και σχολιάσθηκαν από τον Κοσμά τον Μελωδό, Νικήτα Δαβίδ, Μάξιμο τον Ομολογητή (Περί αποριών), Ιωάννη Ζωναρά, Νικόλαο Δοξαπατρή και Νικηφόρο Κάλλιστο
Σε ένα ποίημα του εκθέτει τους λόγους για τους οποίους συνέθετε ποιήματα. Ήταν τρεις· πρώτον για να εκφράζει τις σκέψεις του εν συντομία, δεύτερον για να δώσει στους νεαρούς φίλους των γραμμάτων τερπνό και ωφέλιμο ανάγνωσμα και τρίτον για να αποδείξει ότι οι χριστιανοί δεν υστερούν των εθνικών (ειδωλολατρών) στη λογοτεχνία. Ήθελε επίσης να αντιμετωπίσει τη νομοθεσία του Ιουλιανού του Παραβάτη, που απαγόρευε στους χριστιανούς να διαβάζουν την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία.
Ένα μικρό δείγμα είναι και το ποίημα που ακολουθεί μεταφρασμένο στην καθομιλουμένη.
ΙΚΕΣΙΑ
Χριστέ, φως των θνητών, πύρινε στύλε για του Γρηγορίου
την ψυχή που πλανιέται στην έρημο της πικρής ζωής.
Κράτησε τον εχθρικό Φαραώ, τους αναιδείς διώκτες των έργων·
απ’ τον πηλό το δυσκολοσυμβίβαστο και τη βαριά Αίγυπτο·
σώσε με, με χτυπήματα που όμοια τους δεν έχει, συντρίβοντας
τους εχθρούς και κάνε μου ομαλό το δρόμο.
Κι αν με συλλάβει κυνηγώντας με ο εχθρός εσύ τότε
και την Ερυθρά θάλασσα χώρισε μου, να περάσω θάλασσα-στεριά
τρέχοντας στη θεία γη, τον κλήρο μου, όπως υποσχέθηκες.
Σταμάτησε τους πελώριους ποταμούς και των αλλοφύλων
τσάκισε το κοφτερό σπαθί, το πολυστέναχτο. Κι αν πατήσω
την ιερή γη, θα σε δοξολογήσω με ατελείωτους ύμνους.
Χριστέ βασιλιά, γιατί μ’ έμπλεξες σ’ αυτά τα δίχτυα της σάρκας;
Γιατί με έριξες στην απαίσια ζωή και στο λασπερό βάραθρο,
αν στ’ αλήθεια είμαι θεός, κληρονόμος σου, όπως άκουσα;
Χάθηκε η δύναμη από τα μέλη μου και τα γόνατα μου δε με ακούνε·
με παρέλυσε ο χρόνος, η σκληρή αρρώστια, η φροντίδα που τρώει,
και φίλοι που δε σκέφτονται σαν φίλοι.
Οι αμαρτίες απ’ την άλλη δε θέλουν να υποχωρήσουν, αλλά όλο
και πιο πολύ με πιέζουν τον αδύναμο· και τα σκυλιά σα δειλό λαγό
ή ζαρκάδι με περικυκλώνουν, επιθυμώντας να με σπαράξουν.
Ή σταμάτησε την κακία και σπλαχνίσου με, ή δέξου με μετά
απ’ τους μακρούς αγώνες μου κι ας μπει μέτρο στους πόνους μου,
ή λησμονιάς σύννεφο αγαθό ας τυλίξει την ψυχή μου.