– Οταν, Γέροντα, κατά τήν εξομολόγηση μιας αμαρτίας δέν νιώθη κανείς τον πόνο πού ένιωσε, όταν έκανε τήν αμαρτία, σημαίνει ότι δέν υπάρχει πραγματική μετάνοια;
– Αν έχη περάσει καιρός άπό τότε πού έκανε αυτήν την αμαρτία, επουλώνεται ή πληγή, γι’ αυτό δέν νιώθει τόν ίδιο πόνο. Αυτό πού πρέπει νά προσέξη, είναι νά μή δικαιολογή τόν εαυτό του κατά τήν εξομολόγηση. Έγώ, όταν πάω νά εξομολογηθώ καί πω λ.χ. θύμωσα -άσχετα άν χρειαζόταν νά δώσω καί σκαμπίλι -, δέν αναφέρω τό θέμα, γιά νά μή μού δώση ελαφρυντικά ό πνευματικός. Όποιος εξομολογείται καί δικαιολογεί τόν εαυτό του, δέν έχει ανάπαυση εσωτερική, όσο ασυνείδητος καί άν είναι. Τά ελαφρυντικά πού χρησιμοποιεί στήν εξομολόγηση του γίνονται επιβαρυντικά γιά τήν συνείδηση του. Ένώ, όποιος
υπερβάλλει τά σφάλματα του, γιατί έχει λεπτή συνείδηση, καί δέχεται καί μεγάλο κανόνα άπό τόν πνευματικό, αυτός νιώθει ανέκφραστη αγαλλίαση. Υπάρχουν άνθρωποι πού, άν κλέψουν λ.χ. μιά ρώγα, νιώθουν σάν νά πήραν πολλά καλάθια σταφύλια καί σκέφτονται συνέχεια τό σφάλμα τους. Δέν κοιμούνται όλη τήν νύχτα, μέχρι νά τό εξομολογηθούν. Καί
άλλοι, ένώ έχουν κλέψει ολόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογούν τόν εαυτό τους καί λένε πώς πήραν ένα τσαμπί. Αυτοί όμως πού όχι μόνο δέν δικαιολογούν τόν εαυτό τους, άλλά μεγαλοποιούν τό παραμικρό σφάλμα τους καί στενοχωριούνται καί υποφέρουν πολύ γιά μιά μικρή τους αταξία, ξέρετε τί θεία παρηγοριά νιώθουν; Έδώ βλέπεις τήν θεία δικαιοσύνη, πώς ό Καλός Θεός ανταμείβει.
Έχω παρατηρήσει ότι όσοι εκθέτουν τά σφάλματα τους ταπεινά στον πνευματικό καί εξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται τήν Χάρη τού Θεού. Ένας απόστρατος μέ πόση συντριβή μού διηγήθηκε ό, τι είχε κάνει άπό οκτώ χρόνων παιδάκι. «Ένα τόπι είχε πάρει άπό ένα παιδάκι γιά μιά μόνο νύχτα – τήν άλλη μέρα τού τό έδωσε – καί έκλαιγε, γιατί τό στενοχώρησε. Όταν αποστρατεύθηκε, έψαξε καί βρήκε όσους είχε λυπήσει, όταν υπηρετούσε – άσχετα άν εκτελούσε καθήκον της υπηρεσίας του -, καί τους ζήτησε συγγνώμη! Μου έκανε εντύπωση! Όλα τά έπαιρνε επάνω του. Μένει τώρα σέ ένα χωριό καί τά χρήματα του τά δίνει ελεημοσύνη. Υπηρετεί καί τήν ηλικιωμένη μάνα του, ενενήντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη μέ ημιπληγία καί, επειδή βλέπει τό σώμα της, όταν τήν φροντίζη, τόν πειράζει ό λογισμός. Αν ό Χάμ πού είδε τήν γύμνωση τού πατέρα του τιμωρήθηκε, λέει, τότε έγώ…. Συνέχεια έκλαιγε. Τό πρόσωπο του ήταν αλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα άπό τήν συντριβή του!
– Μπορεί, Γέροντα, νά μεγαλοποιή κανείς τά σφάλματα του, γιά νά δείξη ότι κάνει λεπτή εργασία;
– Εκείνο είναι άλλο τότε υπερηφανεύεται άπό τήν ταπείνωση.