Ήταν δύο αδέλφια στο Άγιον Όρος, στην Νέα Σκήτη. Ο ένας ήταν συνεχώς άρρωστος. Ο άλλος ήταν πάντοτε υγιής. Τελικά ο ασθενής κοιμήθηκε.
Μόλις πέθανε ο αδελφός του, άρχισε να αρρωσταίνει ο άλλος και να υποφέρει από πόνους. Του έλεγαν οι άλλοι πατέρες να σηκωθεί να πάει στη Θεσσαλονίκη να γιατρευτεί. Ο άλλος που δεν είχε φύγει ποτέ από το Άγιον Όρος, δεν ήθελε να πάει, αλλά ο πόνος επέμενε.
Και ενώ συνεχιζόταν τόσο ο πόνος, όσο και ο πειρασμός των άλλων αδελφών για να πάει στη Θεσσαλονίκη, τη νύχτα βλέπει στον ύπνο του τον αδελφό του που πέθανε να του λέγει. «Αδελφέ σήκωσε τον πόνο, σήκωσε όσον πόνο μπορείς ευχαριστώντας τον Θεό. Εγώ τόσα χρόνια άσκηση, τίποτε από όλα αυτά δεν μου λογάριασε ο Θεός, μόνο την αρρώστια αυτή βρήκε αξιόλογη για να με σώσει».
Το περιστατικό αυτό το έφερνε ο πατήρ Παίσιος για παράδειγμα προς τους πάσχοντες, για να γνωρίζουν πόσο καλό βγαίνει από τον πόνο, την ασθένεια και από κάθε θλίψη.