– Γιατί μερικές φορές, ένώ ή συνείδηση μας ελέγχει, δέν κάνουμε τον ανάλογο αγώνα, γιά νά διορθωθούμε;
– Αυτό μπορεί νά συμβή καί από ενα τσάκισμα ψυχικό. Όταν είναι κανείς πανικοβλημένος άπό κάποιον πειρασμό, θέλει νά άγωνισθη, άλλά δέν έχει διάθεση, δέν έχει ψυχική δύναμη. Τότε πρέπει νά τακτοποιηθή εσωτερικά μέ τήν εξομολόγηση. Μέ τήν
εξομολόγηση παρηγοριέται, τονώνεται καί ξαναβρίσκει μέ τήν Χάρη του Θεού τό κουράγιο γιά αγώνα. Αν δέν τακτοποιηθή, μπορεί νά τού έρθη καί άλλος πειρασμός, οπότε, θλιμμένος όπως είναι, τσακίζεται περισσότερο, τον πνίγουν οί λογισμοί, απελπίζεται καί μετά δέν μπορεί νά άγωνισθη καθόλου.
– Καί άν αυτό συμβαίνη συχνά;
– Άν συμβαίνη συχνά, πρέπει ό άνθρωπος νά τακτοποιήται συχνά, νά άνοίγη τήν καρδιά του στόν πνευματικό, γιά νά παίρνη κουράγιο. Καί όταν τακτοποιηθή, πρέπει νά βάλη τήν μηχανή νά τρέξη, νά άγωνισθη φιλότιμα καί εντατικά, γιά νά πάρη καταπόδι τον έξω άπό ‘δώ.
– Γέροντα, όταν δέν αίσθάνωμαι τήν ανάγκη γιά εξομολόγηση, τί φταίει;
– Μήπως δέν παρακολουθείς τον εαυτό σου; Ή εξομολόγηση είναι μυστήριο. Νά πηγαίνης καί απλά νά λές τις αμαρτίες σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πείσμα δέν έχεις; Εγωισμό δέν έχεις; Δέν πληγώνεις τήν αδελφή; Δέν κατακρίνεις; Μήπως εγώ τί πηγαίνω καί λέω; Θύμωσα, κατέκρινα… καί μου διαβάζει ό πνευματικός τήν συγχωρητική ευχή. Άλλά καί οί μικρές αμαρτίες έχουν καί αυτές βάρος. Όταν πήγαινα στόν Παπα-Τύχωνα νά εξομολογηθώ, δέν είχα τίποτε σοβαρό νά πώ καί μου έλεγε: Άμμούδα, παιδάκι μου, άμμούδα! Οί μικρές αμαρτίες μαζεύονται καί κάνουν έναν σωρό άμμούδα, πού είναι όμως βαρύτερη άπό μιά μεγάλη πέτρα. Ό άλλος πού έχει κάνει ένα αμάρτημα μεγάλο, τό σκέφτεται συνέχεια, μετανοεί καί ταπεινώνεται. Έσύ έχεις πολλά μικρά. Έάν όμως εξέτασης τις συνθήκες μέ τις όποιες έσύ μεγάλωσες καί τις συνθήκες μέ τις όποιες μεγάλωσε ό άλλος, θά δής ότι είσαι χειρότερη άπό εκείνον. Νά προσπαθής επίσης νά είσαι συγκεκριμένη στήν εξομολόγηση σου. Δέν φθάνει νά πή κανείς λ.χ. ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ., άλλά πρέπει νά πή τις συγκεκριμένες πτώσεις του, γιά νά βοηθηθή. Καί, όταν πρόκειται γιά κάτι βαρύ, όπως ή πονηριά, πρέπει νά πή καί πώς σκέφθηκε καί πώς ενήργησε αλλιώς κοροϊδεύει τον Χριστό. Αν ό άνθρωπος δέν όμολογή τήν αλήθεια στον πνευματικό, δέν τού άποκαλύπτη τό σφάλμα του, γιά νά μπόρεση νά τόν βοηθήση, παθαίνει ζημιά, όπως καί ό άρρωστος κάνει μεγάλο κακό στήν υγεία του, όταν κρύβη τήν πάθηση του άπό τόν γιατρό. Ένώ, όταν έκθετη
τόν εαυτό του όπως ακριβώς είναι, τότε ό πνευματικός μπορεί νά τόν γνωρίση καλύτερα καί νά τόν βοηθήση πιο θετικά.
Ύστερα, όταν κανείς άδικήση ή πληγώση μέ τήν συμπεριφορά του έναν άνθρωπο, πρέπει πρώτα νά πάη νά τού ζητήση ταπεινά συγχώρηση, νά συμφιλιωθή μαζί του, καί έπειτα νά έξομολογηθή τήν πτώση του στον πνευματικό, γιά νά λάβη τήν άφεση. Έτσι έρχεται ή Χάρις τού Θεού. Αν πή τό σφάλμα του στον πνευματικό, χωρίς προηγουμένως νά ζητήση συγχώρηση άπό τόν άνθρωπο πού πλήγωσε, δέν είναι δυνατόν νά ειρήνευση ή ψυχή του, γιατί δέν ταπεινώνεται. Έκτος άν ό άνθρωπος πού πλήγωσε έχη πεθάνει ή δέν μπορή νά τόν βρή, γιατί άλλαξε κατοικία καί δέν έχει τήν διεύθυνση του, γιά νά τού ζητήση, έστω καί γραπτώς, συγγνώμην, άλλά έχη διάθεση νά τό κάνη, τότε ό Θεός τόν συγχωρεί, γιατί βλέπει τήν διάθεση του.
– Αν, Γέροντα, ζητήσουμε συγχώρεση καί δέν μάς συγχώρηση;
– Τότε νά κάνουμε προσευχή νά μαλακώση ό Θεός την καρδιά του. Υπάρχει όμως περίπτωση νά μη βοηθάη ό Θεός νά μαλακώση ή καρδιά του, γιατί, άν μας συγχώρηση, μπορεί νά ξαναπέσουμε στο ίδιο σφάλμα.
– Γέροντα, όταν κανείς κάνη ένα σοβαρό σφάλμα, υπάρχει περίπτωση νά μήν μπορή νά τό έξομολογηθή αμέσως;
– Γιατί νά τό άφήση; Γιά νά ξινίση; Όσο κρατάς ένα χαλασμένο πράγμα, τόσο χαλάει. Γιατί νά άφήση νά περάσουν ένας-δύο μήνες, γιά νά πάη στόν πνευματικό νά τό έξομολογηθή; Νά πάη τό συντομώτερο. Αν έχη μιά πληγή ανοιχτή, θά άφήση νά περάση ένας μήνας, γιά νά τήν θεραπεύση; Ούτε νά περιμένη νά πάη, όταν θά έχη πολύ χρόνο ό πνευματικός, γιά νά έχη πιο πολλή άνεση. Αυτό τό ένα σφάλμα, τάκ-τάκ νά τό λέη αμέσως καί μετά, όταν ό πνευματικός θά έχη χρόνο, νά πηγαίνη γιά πιο πολύ, γιά μιά συζήτηση κ.λπ. Δέν χρειάζεται ώρα πολλή, γιά νά δώσω εικόνα του εαυτού μου. Οταν ή συνείδηση δουλεύη σωστά, δίνει ό άνθρωπος μέ δυο λόγια εικόνα της καταστάσεως του. Όταν όμως ύπάρχη μέσα του σύγχυση, μπορεί νά λέη πολλά καί νά μή δίνη εικόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ολόκληρα τετράδια, είκοσι-τριάντα σελίδες αναφοράς μέ μικρά γράμματα, καί μερικές σελίδες υστερόγραφο… Όλα αυτά πού γράφουν, μπορούσαν νά τά βάλουν σέ μιά σελίδα.