Όποιος δέν έχει νιώσει τήν ανώτερη χαρά, τήν παραδεισένια, δέν έχει δηλαδή πνευματικές εμπειρίες, εύκολα μπορεί νά πλανηθή, άν δέν προσέξη. Ό διάβολος είναι πονηρός. Ερεθίζει λίγο τήν καρδιά τού ανθρώπου καί τον κάνει νά αισθάνεται μιά
ευχαρίστηση, οπότε τον πλανάει, δίνοντας του τήν εντύπωση ότι ή ευχαρίστηση αυτή είναι πνευματική, θεία. Κλέβει τήν καρδιά καί νομίζει ό άνθρωπος πώς πάει καλά. Δέν ένιωσα,
ταραχή, λέει. Ναι, αλλά αυτό πού ένιωσες δέν είναι ή πραγματική, ή πνευματική χαρά. Ή πνευματική χαρά είναι κάτι τό ουράνιο.
Ό διάβολος μπορεί νά παρουσιασθή καί σάν άγγελος ή σάν άγιος. Ό καμουφλαρισμένος δαίμονας σέ άγγελο ή σέ άγιο σκορπάει ταραχή – αυτό πού έχει -, ενώ ό
πραγματικός Άγγελος ή Άγιος σκορπάει πάντα χαρά παραδεισένια και αγαλλίαση ουράνια.
Ό ταπεινός και καθαρός άνθρωπος, ακόμη καί άπειρος νά είναι, διακρίνει τόν Άγγελο του Θεού άπό τόν δαίμονα πού παρουσιάζεται σάν άγγελος φωτός, γιατί έχει πνευματική
καθαρότητα καί συγγενεύει μέ τόν Άγγελο. Ένώ ό εγωιστής καί σαρκικός πλανιέται εύκολα άπό τόν πονηρό διάβολο. Όταν ό διάβολος παρουσιάζεται σάν άγγελος φωτός, άν ό
άνθρωπος βάλη έναν ταπεινό λογισμό, εξαφανίζεται. Ένα βράδυ, στήν Μονή Στομίου, μετά τό Απόδειπνο, έλεγα τήν ευχή στο κελλί καθισμένος σέ ένα σκαμνί. Γιά μιά στιγμή ακούω
όργανα καί κλαρίνα σέ ένα οίκημα πού ήταν λίγο πιο πέρα γιά τούς ξένους.
Παραξενεύτηκα! Τί όργανα είναι αυτά πού ακούγονται τόσο κοντά!, είπα. Τό πανηγύρι
είχε περάσει. Σηκώνομαι άπό τό σκαμνί καί πηγαίνω στο παράθυρο νά δώ τί συμβαίνει έξω.
Βλέπω ησυχία παντού. Τότε κατάλαβα ότι ήταν άπό τόν πειρασμό, γιά νά διακόψω τήν
προσευχή. Γύρισα καί συνέχισα τήν ευχή. Ξαφνικά ένα δυνατό φώς γέμισε τό κελλί. Ή
οροφή εξαφανίστηκε, άνοιξε ή σκεπή καί φάνηκε μιά στήλη φωτός πού έφθανε μέχρι τόν
ουρανό. Στήν κορυφή αυτής τής φωτεινής στήλης φαινόταν τό πρόσωπο ενός ξανθού νέου,
μέ μακριά μαλλιά καί γένια, πού έμοιαζε μέ τόν Χριστό. Επειδή έβλεπα τό μισό πρόσωπο
του, σηκώθηκα άπό τό σκαμνί, γιά νά τό δώ ολόκληρο. Τότε άκουσα μέσα μου μιά φωνή:
Αξιώθηκες νά δής τόν Χριστό. Καί ποιος είμαι εγώ ό ανάξιος, πού αξιώθηκα νά δώ τόν
Χριστό;, είπα καί έκανα τόν σταυρό μου. Αμέσως τό φώς καί ό δήθεν Χριστός χάθηκαν καί
είδα ότι ή οροφή βρισκόταν στήν θέση της.
Αν ό άνθρωπος δέν έχη τό κεφάλι του πολύ καλά κλειδωμένο, μπορεί ό πονηρός νά
του βάλη λογισμό υπερηφάνειας καί νά τόν πλανέση μέ φαντασίες καί ψεύτικα φώτα, τά
όποια δέν ανεβάζουν στον Παράδεισο, άλλά γκρεμίζουν στο χάος. Γι’ αυτό πρέπει νά μή
ζητάη ποτέ φώτα ή θεια χαρίσματα κ.λπ., άλλά μετάνοια. Ή μετάνοια θά φέρη τήν
ταπείνωση καί μετά ό Καλός Θεός θά δώση ό, τι του είναι απαραίτητο. Όταν ήμουν στο Σινά,
στο άσκητήριο της Αγίας Επιστήμης, μιά φορά τό ταγκαλάκι πήγε νά μέ… εξυπηρέτηση! Τό
άσκητήριο είχε τρία-τέσσερα σκαλάκια. Τήν νύχτα, όταν είχε αστροφεγγιά, πήγαινα στις
σπηλιές καί, γιά νά κατεβώ τά σκαλάκια, άναβα τό τσακμάκι. Μιά φορά πάω νά ανάψω τό
τσακμάκι, δέν άναβε. Σέ μιά στιγμή βλέπω ένα φώς σέ έναν βράχο σάν άπό δυνατό
προβολέα, φάπ! Ω, φώτισε τά πάντα γύρω! Νά μού λείψουν τέτοια φώτα, είπα, καί
γύρισα πίσω. Αμέσως χάθηκε τό φώς. Βρε τον διάβολο, δέν ήθελε νά φέξω μέ τό τσακμάκι,
γιά νά κατεβώ! Κρίμα δέν είναι, σού λέει, νά παιδεύεται; Ας τού δώσω έγώ φώτα!
Καλωσύνη του!
– Πώς καταλάβατε, Γέροντα, ότι δέν ήταν άπό τον Θεό;
– Έμ, καταλαβαίνεται. Φοβερό!