– Γέροντα, πώς μερικοί άνθρωποι, ακόμη καί μορφωμένοι, πιστεύουν στήν μετεμψύχωση;
– Ή μετεμψύχωση βολεύει τούς ανθρώπους, καί ειδικά τούς άθεους, τούς άπιστους. Είναι ή μεγαλύτερη πονηριά τού διαβόλου. Τούς κρατά ό διάβολος στήν ζωή τής αμαρτίας, μέ τον λογισμό ότι ή ψυχή έρχεται καί ξανάρχεται σε αυτόν τον κόσμο. Έ, καί αυτήν τήν φορά άν δεν πετύχης, τούς λέει ό διάβολος, θά ξαναρθης στήν ζωή καί θά πετύχης τήν επόμενη φορά καί άν πάλι δέν πετύχης, θά ‘ρθής, θά ξαναρθης, θά εξελίχθης…! Όποτε καί αυτοί λένε: δέν πειράζει κι άν κάνω καί αυτήν τήν αμαρτία καί τό ρίχνουν έξω ζούν απρόσεκτα, δέν μετανοούν. Βλέπεις πώς τούς τυφλώνει ό διάβολος καί τούς γαντζώνει στήν κόλαση! Δέν έχω δει μεγαλύτερη πονηριά καί τέχνη τού διαβόλου, γιά νά μαζεύη τούς ανθρώπους στήν κόλαση! Κι άν σέ γαντζώση μιά φορά ό διάβολος, θά σ’ άφήση νά γυρίσης πίσω; Αυτή είναι ή χειρότερη θεωρία άπό όλες τις Ίνδουϊστικές θεωρίες. Κάποτε, άργά τό απόγευμα, πέρασε άπό τό Καλύβι ένας νεαρός. Τέτοια ώρα, παλληκάρι, θέλω νά διαβάσω και εσπερινό, του λέω. Μ’ αυτά ασχολείσαι ακόμη; μου είπε και έφυγε. Την άλλη μέρα ξαναήρθε και μου έλεγε γιά κάτι οράματα. Είχες πάρει προηγουμένως καθόλου χασίς;, τόν ρωτάω. Παλιά, ναί. Τότε όμως πού είδα τά οράματα, δέν είχα πάρει, μου λέει. Μήπως διάβασες γιά μετεμψύχωση;. Ναί, μού λέει. Εκεί τήν έπαθε. Διάβασε γιά μετεμψύχωση, μπήκε ό εγωισμός μέσα καί έπλασε όνειρα ότι πρίν άπό χιλιάδες χρόνια ήταν μεγάλος άνθρωπος, πλούσιος! Είδε μετά σε όραμα ότι πήγε επάνω στον ουρανό, αλλά δέν τόν είχαν γραμμένο εκεί καί του είπαν νά κατεβή. Ό διάβολος του δημιούργησε αυτήν τήν κατάσταση. Όλα αυτά, του λέω, είναι παραμύθια κι έσύ τά πιστεύεις;.
Καί δυστυχώς υπάρχουν καί μορφωμένοι άνθρωποι πού πιστεύουν σέ τέτοιες χαζομάρες. Εκεί κοντά στο Καλύβι έναν γάιδαρο τόν είχα ονομάσει Νασέρ, επειδή ήταν ζωηρός. Μιά μέρα ήρθε ένας Έλληνας πού ζούσε στήν Ελβετία καί άκουσε πού τόν φώναζα Νασέρ. Όταν μετά άπό ένα διάστημα ξαναήρθε, έφερε ένα κουτί με άπλά γλυκά καί ένα μέ επίσημα. Αυτά είναι γιά σένα, μού είπε καί μου έδωσε τά άπλά γλυκά. Αυτά τά καλά γλυκά, μου λέει, είναι γιά τόν Νασέρ. Έγώ κατάλαβα, λέει, άπό τήν προηγούμενη φορά ότι ήταν ό Νασέρ. Όταν τόν συνάντησα, μέ κοίταξε μέ ένα θλιμμένο βλέμμα πού μου ράγισε τήν καρδιά! Νόμιζε ότι ό Νασέρ μετεμψυχώθηκε καί έγινε γάιδαρος! Καί τό πίστευε! Βρέ, είσαι στά καλά σου; του λέω. Έγώ τόν είπα Νασέρ, γιατί ήταν ζωηρός γάιδαρος. Μέ κανέναν τρόπο δέν καταλάβαινε.
Καί αυτό δεν είναι τίποτε! Νά σας πω ένα άλλο: Πρίν άπό χρόνια είχαν πάει Γερμανοί στήν Κρήτη, γιά νά κάνουν ένα μνημόσυνο γιά τούς Γερμανούς πού είχαν σκοτωθή εκεί στήν Κατοχή. Τήν ώρα πού έκαναν τό μνημόσυνο περνούσε ένας Κρητικός μέ τόν γάιδαρο του φορτωμένο μέ τις πραμάτειες του. Ό γάιδαρος, όταν είδε τούς ανθρώπους εκεί μαζεμένους, άρχισε νά γκαρίζη. Ένας άπό τούς Γερμανούς νόμιζε ότι ό γάιδαρος ήταν ό αδελφός του πού είχε σκοτωθή στον πόλεμο καί μετεμψυχώθηκε! Τόν γνώρισε καί τον χαιρέτισε μέ τό γκάρισμα! Καί ό Γερμανός στάθηκε προσοχή, καί τάκ, τόν χαιρέτισε στρατιωτικά… Κλάματα!… Πάει αμέσως στον Κρητικό καί τού λέει: Πόσα θέλεις, γιά νά τόν αγοράσω;. Βρέ, φύγε άπό ‘δώ, τού λέει ό Κρητικός. Ό Γερμανός τού μετρούσε τά μάρκα: τόσα, τόσα. Φύγε, άσε με, έλεγε εκείνος. Τελικά τού λέει κάποιος: Βρέ χαμένε, τόν πληρώνει τόν γάιδαρο γιά μερσεντές, δώσ’ τον. Ξεφόρτωσε τά πράγματα του ό Κρητικός, τόν ξεσαμάρωσε, τόν ελευθέρωσε, καί τόν πήρε ό Γερμανός μέ βουρκωμένα μάτια καί τόν πήγε στήν Γερμανία!
– Σοβαρά, Γέροντα;
– Γεγονός! Άν δέν τό είχα ακούσει άπό σοβαρό άνθρωπο, δέν θά τό πίστευα κι εγώ.