– Γέροντα, στόν δαιμονισμένο των Γαδαρηνών πόσοι δαίμονες κατοικούσαν;
– Δαιμόνια πολλά, γράφει τό Ευαγγέλιο. Γι’ αυτό είπε ό δαιμονισμένος ότι τό όνομά του ήταν λεγεώνα. Και βλέπετε, όπως σέ έναν δαιμονισμένο μπορεί νά κατοικούν ενα σωρό δαίμονες, έτσι και στην καρδιά του πιστού μπορεί νά χωρέσουν όλοι οί Άγιοι. Αφού ό Χριστός χωράει, πόσο μάλλον οί Άγιοι! Μεγάλα μυστήρια! Μιά φορά, όταν ήμουν στο Καλύβι του Τιμίου Σταύρου, χτύπησε κάποιος τό καμπανάκι. Κοίταξα από τό παράθυρο, και τί νά δω! Έναν άνδρα πού τον ακολουθούσε μιά ολόκληρη φάλαγγα δαιμόνων, ενα μαύρο σμήνος! Πρώτη φορά είδα νά εξουσιάζουν έναν άνθρωπο τόσοι δαίμονες. Αυτός ήταν μέντιουμ είχε ανακατέψει ευχές τής Εκκλησίας μέ επικλήσεις δαιμόνων, χριστιανικά βιβλία με μαγικά, και μετά τον εξουσίαζαν οί δαίμονες. Φοβερό! Πολύ στενοχωρέθηκα.
Μερικοί ψυχίατροι και τους δαιμονισμένους τους θεωρούν ψυχοπαθείς. Μερικοί ιερείς πάλι κάποιους ψυχοπαθείς τους βγάζουν δαιμονισμένους. Ένώ, ένας ψυχοπαθής, για να βοηθηθή, πρέπει να πάη άλλου, ένας δαιμονισμένος άλλου. Ό ψυχίατρος πώς μπορεί νά βοηθήση τόν δαιμονισμένο;
– Γέροντα, ένας δαιμονισμένος είναι σέ θέση νά καταλάβη σέ τί έφταιξε και δαιμονίσθηκε;
– Ναί, μπορεί νά τό καταλάβη, εκτός αν εχη πάθει και τό μυαλό του, οπότε είναι πολύ δύσκολο νά βοηθηθή. Αν είναι μόνο δαιμονισμένος, μπορείς πιο εύκολα νά συνεννοηθής μαζί του και νά τόν βοηθήσης, άλλά πρέπει νά κάνη υπακοή. Αλλιώς πώς νά βοηθηθή; Μιά φορά ήρθε στο Καλύβι ένας από την νότια Ελλάδα, πού είχε πάει στους Ινδούς, και είχε δαιμονισθή. Έλεγε κάτι βρισιές και έβγαζε άπό τό στόμα του αφρούς. Τά μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, άγρια. Τού έλεγα: μή λες αυτές τις βλασφημίες, γιατί έτσι καλείς τά δαιμόνια, δεν άκουγε. Και άπό τήν άλλη ζητούσε νά τόν βοηθήσω. Βοήθησε με, έλεγε, μόνον εσύ μπορείς νά μέ βοηθήσης. Έμ, πώς νά σέ βοηθήσω; τού λέω. Θέλεις νά προσευχηθώ, γιά νά λυτρωθής μέ τήν Χάρη τού Χριστού, κι εσύ καλείς τά δαιμόνια. Πήγαινε νά έξομολογηθής, νά σού διαβάσουν εξορκισμούς και έλα μετά νά συζητήσουμε. Δεν πηγαίνω, μου λέει. Έλα μέσα νά σού βάλω λαδάκι άπό τό κανδήλι, τού λέω. Δεν θέλω. Θέλω νά μέ βοηθήσης. Πήγε μετά πιο πέρα και κουβέντιαζε μέ κάποιον. Κάποια στιγμή πού έλεγα σέ μιά συντροφιά ότι ό Θεός επιτρέπει τις δοκιμασίες γιά τήν σωτηρία μας, φώναξε από πέρα: Ρε σύ, γιατί λές πώς εργάζεται ό Θεός, για νά σωθούν οί άνθρωποι; Έχουμε έναν πατέρα στον ουρανό και έναν στην γη και πιο πάνω είναι ένας άρχοντας. Πάψε τις δαιμονολογίες, του λέω, και έλεγα την ευχή. Τώρα με μπέρδεψες, μου λέει. Φύγε, τού είπα και τον τίναξα πέρα. Έγινε κουβάρι. Έσύ μέ ποιόν είσαι;, με ρωτάει. Μέ τον Χριστό, τού λέω. Ψέματα λές, μου λέει, δεν είσαι μέ τον Χριστό, άφού εγώ είμαι ό Χριστός κι έσύ μέ χτυπάς. Τού τά παρουσιάζει ανάποδα ό διάβολος.
– Αυτά τά λέει ό διάβολος;
– Ναί, ό διάβολος, άλλά, βλέπεις, ό Θεός τού έδωσε τό κουράγιο νά έρθη μέχρι τό Αγιον Όρος. Γιά νά ξεκινήση άπό τήν άλλη άκρη τής Ελλάδος νά έρθη στο Όρος σέ τέτοια κατάσταση, είναι μεγάλο πράγμα! Άλλά δέν ακούει και γίνεται χειρότερα. ‘Αν έκανε υπακοή, θά βοηθιόταν.