– Γέροντα, κάπου γράφει ότι ό διάβολος εμφωλεύει στήν καρδιά τού δαιμονισμένου, άλλά δέν θέλει νά τό ξέρη αυτό ό άνθρωπος, γιά νά μήν τόν πολεμήση μέ τήν ευχή. Έτσι είναι;
– Ναί, γιατί τό δαιμόνιο έχει δικαίωμα νά καθήση μέσα στον δαιμονισμένο ένα διάστημα καί μπορεί νά λουφάζη, ένώ μέ τήν ευχή ζορίζεται, επαναστατεί καί μπορεί νά φύγη. Ή ευχή είναι βαρύ πυροβολικό γιά τόν διάβολο. Μού είχαν φέρει στο Καλύβι ένα παλληκάρι δαιμνισμένο πού έλεγε συνέχεια τήν ευχή. Ό πατέρας του ήταν μοναχός, άλλά πέταξε τά ράσα καί παντρεύτηκε, καί τό καημένο γεννήθηκε μέ δαιμόνιο. Έτσι τά οικονόμησε ό Θεός, γιά νά πάρη μισθό τό παιδί, νά σωθή καί ό πατέρας, νά έχουμε κι εμείς οί μοναχοί ώς φρένο παραδείγματα άπό μοναχούς πού πέταξαν τά ράσα καί τώρα ταλαιπωρούνται. Κάποια στιγμή πού τό έπιασε τό δαιμόνιο, φώναζε σάν τήν κότα πολύ δυνατά: Κά, κά, κά…. Τί έπαθες;, τού λέω, ένώ μέ τόν νου μου έλεγα: Έν τω ονόματι τον Ιησού Χρίστου έξελθε, άκάθαρτον πνεύμα, άπό τό πλάσμα τον Θεον. Κι έγώ θέλω νά φύγω, φώναζε τό δαιμόνιο, επειδή πολύ μέ βασανίζει αυτός ό άνθρωπος, γιατί συνέχεια λέει τήν ευχή. Θέλω νά πάω στο Πακιστάν, νά βρώ λίγη ανάπαυση!.
– Γέροντα, γιατί δέν έφευγε τό δαιμόνιο, άφού τό παιδί έλεγε τήν ευχή;
– Φαίνεται ότι καί τό παιδί είχε δώσει κάποια δικαιώματα, άλλά καί τό δαιμόνιο είχε τό αφεντικό του καί έπαιρνε άπό αυτό εντολές.
– Γέροντα, όταν προσεύχεται κανείς γιά έναν δαιμονισμένο, τί πρέπει νά λέη;
– Κατ’ αρχήν νά δοξολογήση τόν Θεό: Σέ ευχαριστώ, Θεέ μου, νά πή, πού μέ βοήθησες καί βρίσκομαι σ’ αυτήν τήν κατάσταση, ένώ κι έγώ μπορούσα νά ήμουν στήν θέση του καί νά είχα όχι πέντε-έξι δαιμόνια άλλά χιλιάδες. Σέ παρακαλώ, βοήθησε τόν δούλο Σου πού ταλαιπωρείται τόσο πολύ. Νά κάνη δηλαδή πρώτα καρδιακή προσευχή καί ύστερα νά συνέχιση μέ τήν ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, έλέησον τόν δούλον Σου.
Μερικές φορές εμείς πού προσευχόμαστε, γινόμαστε αιτία νά μή φεύγη τό δαιμόνιο άπό τόν δαιμονισμένο, γιατί προσευχόμαστε μέ υπερηφάνεια. Έναν λογισμό ύπερήφανο άν φέρουμε, λ.χ. νά, έγώ μέ τήν προσευχή μου θά βοηθήσω νά φύγη τό δαιμόνιο, αμέσως εμποδίζεται ή θεία βοήθεια καί βοηθάμε τόν διάβολο νά παραμένη.
Νά εύχώμαστε γιά τούς δαιμονισμένους πάντα μέ ταπείνωση, μέ πόνο καί αγάπη. Μιά δαιμονισμένη πολύ τήν πόνεσε ή ψυχή μου. Έκανε μιά συγκατάβαση ή καημένη, είπε ένα ναι στον διάβολο, καί τήν ταλαιπωρεί φοβερά τό δαιμόνιο χρόνια ολόκληρα. Καίει τις σάρκες της. Γυρίζουν μέ τόν άνδρα της στά μοναστήρια καί κουβαλούν μαζί τους καί τό δεκαεξάχρονο κορίτσι τους. Κάθονται όλη νύχτα στήν εκκλησία καί κάνουν αγρυπνία. Αν ήταν άνδρας, θά τόν έσφιγγα στήν αγκαλιά μου. Τό δαιμόνιο πολύ υποφέρει, όταν σφίξης τόν δαιμονισμένο μέ θεϊκή αγάπη. Όταν δέν ερεθίζης τόν δαιμονισμένο καί δέν του πάς κόντρα, άλλά τόν πονάς, φεύγει τό δαιμόνιο γιά λίγο ή γιά πολύ. Ή ταπείνωση είναι τό ισχυρότερο σοκ γιά τόν διάβολο.
Σέ ένα μοναστήρι, τήν ώρα πού οί προσκυνητές προσκυνούσαν τά άγια Λείψανα, πετάχθηκε ξαφνικά ένας πού είχε δαιμόνιο καί είπε στον ηγούμενο άγρια: Μέ τό ζόρι πρέπει νά πάμε;. Ό ηγούμενος ταπεινά καί μέ καλωσύνη τού είπε: Όχι μέ τό ζόρι, μέ τήν θέληση σας. Τότε εκείνος φώναξε: έγώ μέ τό ζόρι θά πάω καί όρμησε στά άγια Λείψανα καί προσκύνησε. Είδατε, πιέστηκε ό δαίμονας άπό τήν ταπείνωση καί τήν καλωσύνη του ηγουμένου. Αυτό φοβούνται οί δαίμονες.
– Γέροντα, βοηθιούνται οί δαιμονισμένοι άπό τήν χάρη τών Αγίων, όταν πηγαίνουν προσκύνημα τήν ήμερα της μνήμης τους;
– Καλύτερα δαιμονισμένοι νά μήν πηγαίνουν στά πανηγύρια, γιατί αποσπούν τόν κόσμο άπό τήν προσευχή. Γίνεται αταξία. Ας πάνε άλλη μέρα νά προσκυνήσουν. Καί άν ακόμη ξέρουν οί δικοί του ότι υπάρχει εκεί κάποιος άνθρωπος πού μπορεί νά τόν βοηθήση, ας μήν τόν πάνε εκείνη τήν ήμερα μέσα στον κόσμο. Διαφημίσεις θά κάνουμε;
Ούτε είναι σωστό, όταν φωνάζη ένας δαιμονισμένος, νά μαζεύεται κόσμος. Ένα παιδάκι δαιμονισμένο, τό καημένο, μού είπε προχθές: Έχω γίνει ρεζίλι. Είχαν μαζευτή όλοι γύρω του σάν τούς γλάρους. Φύγετε, τούς λέω. Τσίρκο έχουμε;. Τίποτε αυτοί. Δέν καταλαβαίνουν ότι, όταν κάποιος έχη ένα κουσούρι καί εκδηλώνεται μπροστά στόν κόσμο, ρεζιλεύεται.
– Γέροντα, ή θεία Κοινωνία βοηθάει τούς δαιμονισμένους;
– Γιά όσους γεννήθηκαν δαιμονισμένοι, επειδή δέν έφταιξαν οί ίδιοι, ή συχνή θεία Κοινωνία είναι τό δραστικώτερο φάρμακο. Αυτοί έχουν πολύ μεγάλο μισθό, όταν δέν γογγύζουν, μέχρι νά ελευθερωθούν μέ τήν Χάρη τού Θεού. Είναι μάρτυρες, άν υπομένουν, γι’ αυτό καί επιβάλλεται νά κοινωνούν συχνά. Ένας όμως πού δαιμονίσθηκε άπό δική του απροσεξία, πρέπει νά μετανοήση, νά έξομολογηθή, καί νά αγωνίζεται, γιά νά θεραπευθή, καί θά κοινωνήση, μέ τήν άδεια τού πνευματικού, όταν πρέπη. Αν κοινωνήση, χωρίς νά μετανοήση καί χωρίς νά έξομολογηθή, θά δαιμονισθή χειρότερα. Ένας δαιμονισμένος, όταν τόν πήγαν νά κοινωνήση, έφτυνε τήν θεία Κοινωνία. Ό Χριστός θυσιάσθηκε, καταδέχθηκε νά τού δώση τό Σώμα καί τό Αίμα Του, καί αυτός νά τό φτύνη! Φοβερό! Βλέπετε, ό διάβολος δέν δέχεται βοήθεια.
– Γέροντα, μπορούμε νά δίνουμε τά ονόματα τους νά διαβάζωνται στήν Προσκομιδή;
– Ναί, βέβαια. Οί δαιμονισμένοι πολύ βοηθιούνται, όταν οί ιερείς διαβάζουν μέ πόνο τά ονόματα τους στήν Προσκομιδή.
– Γέροντα, όταν κάποιος πού είχε δαιμονισθή έχη μετανοήσει, έξομολογήται, κοινωνάη, καί ή δαιμονική επήρεια δέν φεύγη, τί συμβαίνει;
– Δέν φεύγει, γιατί ακόμη δέν έχει σταθεροποιήσει πνευματική κατάσταση. Αν τόν βοηθήση αμέσως ό Θεός να απαλλαγή άπό αυτήν τήν δαιμονική επήρεια, αμέσως πάλι θά ξεφύγη. Γι’ αυτό ό Θεός άπό πολλή αγάπη επιτρέπει νά ύποχωρή τό κακό σιγά-σιγά. Έτσι ό άνθρωπος καί εξοφλάει καί σταθεροποιεί πνευματική κατάσταση. Όσο εκείνος σταθεροποιεί κατάσταση πνευματική, τόσο υποχωρεί καί τό κακό. Άπό τόν ίδιο θά έξαρτηθή πόσο γρήγορα θά απαλλαγή άπό τήν δαιμονική επήρεια. Μιά φορά μέ ρώτησε ένας πατέρας πού τό παιδί του είχε δαιμόνιο: Πότε θά γίνη καλά τό παιδί μου;. Όταν έσύ σταθεροποίησης πνευματική κατάσταση, του λέω, θά βοηθηθή καί αυτό. Τό ταλαίπωρο, ένώ ζούσε πνευματικά, ό πατέρας του αντιδρούσε καί του έλεγε ότι θά τρελλαθή, άν δέν άλλάξη ζωή. Άρχισε νά τό πηγαίνη ό ίδιος σέ οίκο ανοχής, οπότε τό παιδί παρασύρθηκε καί δαιμονίσθηκε. Όταν τό κυρίευε τό δαιμόνιο, ορμούσε πάνω στήν μάνα του μέ άσχημες διαθέσεις. Ή καημένη ή μάνα του αναγκάσθηκε νά φύγη σ’ ένα νησί, γιά νά γλιτώση. Ό πατέρας είχε μετανοιώσει καί προσπαθούσε νά ζή πνευματικά, άλλά τό παιδί δέν γινόταν καλά. Όταν γύρισε μέ τό παιδί του όλα τά προσκυνήματα, έμαθε όλα τά Συναξάρια τών Αγίων καί σταθεροποίησε κατάσταση, τότε έγινε καλά τό παιδί.