– Γέροντα, άν κάποιος εχη κάνει έναν δικό του κόσμο, γιατί πιστεύει στον λογισμό του, μπορεί νά βοηθηθή άπό την προσευχή τών άλλων;
– Τί ανάγκη έχει νά βοηθηθή, αφού έκανε έναν δικό του κόσμο;… Μικρό πράγμα είναι νά κάνη κανείς έναν ολόκληρο κόσμο δικό του;… Κοίταξε, άν κάποιος με τον λογισμό του κάνη έναν δικό του κόσμο, νομίζεις ότι έχει ανάπαυση, ότι αισθάνεται δηλαδή χαρά; Ψέμα είναι.
Το ψέμα δέν πληροφορεί τον άνθρωπο. Ας πούμε, αναγκάζεται ένας νά πή ένα ψέμα, γιά νά γλυτώση κάποιον. Μπορεί νά τον γλύτωσε ακόμη και άπό θάνατο, άλλα το ψέμα πού είπε δέν παύει νά είναι μισή αμαρτία. Η λέει κανείς καμμιά φορά, με καλό λογισμό, ένα ψέμα, γιά νά βοηθήση μιά περίπτωση, νά μή δημιουργηθή σκάνδαλο. Π.χ. έρχεται στο Μοναστήρι ένας γνωστός κρυφά νά πή κάποιο πρόβλημα τής οικογενείας του, γιά νά ξεσκάση. Ερχεται μετά, άς υποθέσουμε, ό αδελφός του και σε ρωτάει:Πέρασε άπό εδώ ό τάδε;. Αν του πής πέρασε, θά δημιουργηθή ολόκληρο θέμα, γιατί ό άλλος εκτίθεται. Όποτε λές δέν ξέρω. Γιατί, άν πής ήρθε, μπορεί νά πάη ακόμη και νά τον δείρη! Αυτό είναι άλλο. 'Αλλά πρέπει νά προσέξη κανείς, γιατί, άν συμβούν τρία-τέσσερα τέτοια περιστατικά, σιγά-σιγά μπορεί νά προχώρηση και πιο πέρα. Νά συνηθίση νά χρησιμοποιή το ψέμα στά καλά καθούμενα και νά απόκτηση λανθασμένη συνείδηση. Νά φθάση νά λέη ολόκληρα παραμύθια χωρίς νά τον πειράζη καθόλου ή συνείδηση. Αυτό γίνεται ύστερα επιστήμη. Ε, πώς τά ταιριάζουν μερικοί τά ψέματα, άν εξασκηθούν! Ω! Όλόκληρο παραμύθι μπορεί νά πλάθουν και νά σε πείθουν! Είχε έρθει στο Καλύβι μιά φορά κάποιος γνωστός μου- ήταν εκεί και μιά συντροφιά, πατριώτες ενός παιδιού πού το είχα βοηθήσει. Αυτό το καημένο, ενώ ήταν έξυπνο, καλό παιδί, ήταν τεμπέλικο δέν ήθελε νά δουλεύη. Είχε μάθει νά γυρίζη. Τέσσερα χρόνια προσπαθούσα νά το φέρω σε λογαριασμό. Είπα λοιπόν εκείνη τήν φορά στους πατριώτες του: Φροντίστε αυτό το παιδί γιά καμμιά δουλειά. Έχω προσπαθήσει και άλλες φορές νά το βοηθήσω. Το είχα στείλει και στην Καστοριά, σε κάτι γνωστούς, νά μάθη γουναράς, άλλα έφυγε. Νέος είναι, κρίμα νά χαραμιστή. Μιά μάνα έχει πέθανε ό πατέρας του. Αρχίζει τότε εκείνος ό γνωστός μου νά λέη στους άλλους: Ναί, είχαμε φροντίσει μέ τον πατέρα Παΐσιο νά πάη το παιδί νά μάθη εκεί πέρα γουναρας. Και έπειτα, όταν έφυγε άπό εκεί, πόσα χρήματα έδωσα στά τηλεγραφήματα πού έστελνα στά αφεντικά του, γιά νά μήν ανησυχούν! 'Αλλά δέν πειράζει αυτά δέν συζητιούνται. Είχα πει τότε στον πάτερ ότι δέν στρώνει! Τί λέει;, σκέφτηκα. Δέν ήθελα νά πώ και τίποτε, γιά νά μήν τον προσβάλω. Ένώ πρώτη φορά άκουγε το θέμα, έπλασε όλόκληρο παραμύθι, ότι είχαμε φροντίσει μαζί γιά εκείνο το παιδί, ότι βρήκαμε λύση νά πάη νά μάθη γουναράς κ.λπ.!
Οπως τά έλεγε, κι εμένα μέ προβλημάτισε!
– Μπροστά σας τά έλεγε;
– Μπροστά μου τά έλεγε. Ήταν και οι άλλοι.
– Τί καταλάβαινε;
– Τί καταλάβαινε! Εκείνη τήν στιγμή αισθανόταν μιά ικανοποίηση εγωιστική, άλλα μετά βασανιζόταν. Είχε μήπως ειρήνη μέσα του;
– Όταν ένας άνθρωπος λέη κάποιο γεγονός λίγο μεγαλοποιημένο…
– Ναί, με λίγη σάλτσα!
– Από κενοδοξία το κάνει;
– Έμ, από τί το κάνει; Άπό κενοδοξία, άπό εγωισμό τά λέει.
– Τί θά βοηθήση έναν τέτοιον άνθρωπο νά το διόρθωση αυτό;
– Νά πάψη νά λέη ψέματα. Πρέπει νά ξέρη ;oτι το ψέμα, ακόμη και όταν εχη ελαφρυντικά, δεν παύει νά είναι μισή αμαρτία.
– Μπορεί, Γέροντα, νά μας δώσουν κάτι, γιά νά μας οικονομήσουν, και εμείς νά νομίζουμε ότι μας το έδωσαν, γιατί το αξίζουμε;
– Κοίταξε, αν σου πω: εσύ, αδελφή, μπορείς νά φθάσης στά μέτρα της Αγίας σου!, μπορεί νά χαζογελάσης λίγο, αλλά μέσα σου ανάπαυση δεν θά εχης. Το ψεύτικο δεν αναπαύει, γιατί δεν έχει Χάρη Θεού. Και ό άδικος πού άδικε! και λέει: αυτό είναι δικό μου, δεν αναπαύεται. Νά, οί Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη, αν και πέρασαν τόσα χρόνια άπό τήν Άλωση, όταν βλέπουν τους Έλληνες πού πηγαίνουν εκεί, νιώθουν ότι έχουν ένα αρπαγμένο πράγμα και κοιτάνε σάν νά ήρθε ό ιδιοκτήτης! Και είναι Τούρκοι και πέρασαν τόσα χρόνια!