– Γέροντα, όταν κανείς δέν πηγαίνη καλά στον αγώνα του, είναι σωστό νά λέη: Τέτοιος είσαι και θά είσαι. Τίποτε καλύτερο δέν περιμένω άπό σένα;
– Αν άντιμετωπίζη έτσι τήν κατάσταση του, μπορεί νά πλανηθή νά φθάση νά πή: Όσοι είναι νά πάνε στον Παράδεισο, θά πάνε. Επομένως, γιατί νά αγωνισθώ;. Δηλαδή οί Άγιοι άγιασαν χωρίς αγώνα; Αυτός, ένώ δέν αγωνίζεται, περιμένει νά διορθωθή, νά έλευθερωθή άπό τά πάθη του. Κάνει σάν εκείνον τόν γέρο πού ήθελε νά φάη μούρα και καθόταν κάτω άπό τήν μουριά μέ ανοιχτό τό στόμα και περίμενε νά πέση κανένα μούρο στό στόμα του.
– Γέροντα, πώς θά καταλάβω άν έχω πνευματική πρόοδο;
– Άν έχης συναίσθηση τής άμαρτωλότητός σου, θά έχης και πνευματική πρόοδο. Όσο μεγαλύτερες βλέπεις τις αμαρτίες σου, τόσο μεγαλύτερη συναίσθηση θά αποκτάς και τόσο θά προοδεύης.
– Μπορεί, Γέροντα, κάποιος νά άναγνωρίζη τό σφάλμα του και νά μήν προοδεύη;
– Όταν ό άνθρωπος άναγνωρίζη τό σφάλμα του και πέφτη ξανά, χωρίς νά θέλη, σημαίνει ότι υπάρχει υπερηφάνεια ή προδιάθεση γιά υπερηφάνεια, και γι’ αυτό δέν τόν βοηθάει ό Θεός νά προκόψη.
Τό νά συναισθανθή κανείς τήν άμαρτωλότητά του, είναι μεγάλη δύναμη, μεγάλη υπόθεση. Μετά σιχαίνεται τόν εαυτό του, ταπεινώνεται, αποδίδει όλα τά καλά στήν φιλανθρωπία και στήν αγαθότητα τού Θεού και αισθάνεται μεγάλη ευγνωμοσύνη. Γι’ αυτό ό Θεός αγαπάει περισσότερο τούς αμαρτωλούς πού αναγνωρίζουν τήν άμαρτωλότητά τους, μετανοούν και ζουν με ταπείνωση, παρά εκείνους πού αγωνίζονται πολύ, άλλά δέν αναγνωρίζουν τήν άμαρτωλότητά τους καί δέν έχουν μετάνοια.