– Γέροντα, συχνά βλέπω τά ελαττώματα τών άλλων καί τους κρίνω.
– Τήν αρρώστια τήν δική σου τήν ξέρεις;
– Όχι.
– Γι’ αυτό ξέρεις τήν αρρώστια των άλλων. Αν ήξερες τήν δική σου αρρώστια, δέν Θά ήξερες τήν αρρώστια τών άλλων. Δέν λέω νά μή συμμετέχης στον πόνο τους, άλλά νά μήν άσχολήσαι μέ τά σφάλματα τους. Αν ό άνθρωπος δέν άσχολήται μέ τον εαυτό του, ό πειρασμός θά του άνοιξη δουλειά νά άσχολήται μέ τούς άλλους. Αν όμως κάνη δουλειά στον εαυτό του, τότε γνωρίζει τον εαυτό του, γνωρίζει καί τον άλλον. Διαφορετικά, μέ τά λανθασμένα συμπεράσματα πού βγάζει άπό τον εαυτό του κρίνει λανθασμένα καί τούς άλλους.
– Γέροντα, τί βοηθάει περισσότερο νά διορθωθή κανείς;
– Κατ’ αρχάς ή θέληση. Ή θέληση είναι κατά κάποιον τρόπο τό καλό ξεκίνημα. Ύστερα, πρέπει νά καταλάβη κανείς ότι είναι άρρωστος καί νά άρχίση ή ανάλογη αντιβίωση. Γιατί, αν είναι άρρωστος καί κρύβη τήν αρρώστια του, κάποτε θά σωριασθή κάτω απότομα, χωρίς νά τό καταλάβη, καί δέν θά μπορή νά βοηθηθή ιατρικά. Π.χ. κάποιος ξέρει ότι είναι προφυματικός, γι’ αυτό έχει ανορεξία. Τού λένε: γιατί δέν τρως;. Έ, λέει, δέν μ’ αρέσει αυτό τό φαγητό! Μετά έχει κομμάρες καί δέν μπορεί νά περπατήση καλά. Γιατί περπατάς έτσι;, τον ρωτάνε. Ά, μ’ αρέσει, λέει, νά πηγαίνω σιγά-σιγά τί; νά τρέχω σάν παλαβός;. Δέν λέει ότι έχει κομμάρες καί δέν μπορεί νά περπατήση. Μετά έχει βήχα. Γιατί βήχεις;, τού λένε. Έ, άπό αλλεργία, λέει! Δέν λέει ότι οί πνεύμονες μέσα είναι χάλια. Έν τω μεταξύ, βγάζει καί κανένα πτύελο αιματηρό. Τί είναι αυτό;, τόν ρωτάνε. Έ, λέει, ερεθίστηκε ό λάρυγγας!
– Και όλα αυτά, Γέροντα, επειδή δέν θέλει νά φανέρωση τήν φυματίωση;
– Ναί, επειδή τήν καλύπτει. Τήν καλύπτει-τήν καλύπτει και μετά παθαίνει καλπάζουσα φυματίωση. Σπάζει ο πνεύμονας, γεμίζουν οί λεκάνες αίμα, πέφτει κάτω, και τελικά αποκαλύπτεται ή αρρώστια του, άλλά και δύσκολα βοηθιέται. Ένώ, αν παραδεχθή ότι τά δέκατα πού παρουσιάζει είναι από τήν φυματίωση και δεχθή τήν ανάλογη θεραπεία, γίνεται πιο υγιής άπό τόν υγιή. Θέλω νά πώ, καί στην πνευματική ζωή, όποιος δικαιολογεί τά πάθη του, δέχεται τελικά δαιμονική επίδραση καί δέν μπορεί νά κρυφτή. Ξέρεις τί είναι νά δεχθή ό άνθρωπος δαιμονική επίδραση; Αγριεύει, γίνεται θηρίο, αντιδρά, μιλά άσχημα, μέ αναίδεια καί δέν δέχεται άπό κανέναν βοήθεια.
Γι’ αυτό όλη ή βάση είναι νά γνωρίση πρώτα κανείς τήν πάθηση πού έχει καί νά χαίρεται πού τήν γνώρισε. Από ΄κει καί πέρα πρέπει νά δεχθή τήν θεραπεία, τά ανάλογα φάρμακα, καί νά αισθάνεται καί ευγνωμοσύνη προς τόν γιατρό – τόν Πνευματικό ή τόν Γέροντα του -, όχι νά άντιδράη. Νά, ό άλλος κρεμά τό χέρι του, γιά νά τού κάνουν μετάγγιση τόν τρυπούν, πονάει, άλλά τό δέχεται, γιατί αυτό θά τόν βοηθήση. Ή μιά εγχείρηση πόση ταλαιπωρία έχει! Αλλά δέχεται ό άνθρωπος νά τήν κάνη, γιά νά γίνη καλά.
– Όταν, Γέροντα, ξέρω λ.χ. ότι μιά αυστηρή παρατήρηση θά μέ βοηθήση, γιατί δέν τήν δέχομαι ευχάριστα;
– Κοίταξε, μπορεί νά μήν τήν δέχεσαι ευχάριστα, άλλά τουλάχιστον καταλαβαίνεις ότι αυτό δέν είναι σωστό;
– Ναί, τό καταλαβαίνω.
– Έ, αν τό καταλαβαίνης, κάτι είναι κι αυτό. Βλέπεις, ό άρρωστος παίρνει ένα χάπι πού είναι φαρμάκι πικρό, άλλά τό δέχεται καλύτερα άπό τήν καραμέλα, γιατί καταλαβαίνει ότι θά τόν ώφελήση. Αν δέν δέχεται τό πικρό φάρμακο, δέν θεραπεύεται. Πρέπει νά γνωρίση κανείς τήν αδυναμία του, νά δεχθή τά φάρμακα, γιά νά τόν δυναμώση μετά ό Χριστός.