– Γέροντα, όταν μου λένε: αυτή ή επιθυμία είναι στο υποσυνείδητο, αλλά δέν το καταλαβαίνεις, πώς θά τό καταλάβω;
– Αν προσέξης, θα δής πώς, ενώ λες ότι δεν έχεις τίποτε, δεν νιώθεις και καλά. Γι' αυτό χρειάζονται εξετάσεις. Όταν ένας δεν νιώθη καλά, εχη μιά σωματική κατάπτωση κ.λπ., του κάνουν εξετάσεις μικροβιολογικές, αξονική τομογραφία, για να βρουν από που προέρχεται αυτό πού αισθάνεται. Αν βλέπης ότι δεν έχεις γαλήνη άλλα στενοχώρια, να ξέρης ότι υπάρχει μέσα σου κάτι άτακτοποίητο και πρέπει να το βρής, γιά νά το διόρθωσης. Κάνεις,
ας υποθέσουμε, ένα σφάλμα στενοχωριέσαι, αλλά δεν το εξομολογείσαι. Σου συμβαίνει μετά ένα ευχάριστο γεγονός και νιώθεις χαρά. Αυτή ή χαρά σκεπάζει τήν στενοχώρια γιά το σφάλμα σου και σιγά-σιγά το ξεχνάς- δεν το βλέπεις, επειδή καπακώθηκε από τήν χαρά.
Οι χαρές σκεπάζουν το σφάλμα, το πάνε πιο κάτω, πιο βαθιά, αλλά εκείνο εσωτερικά δουλεύει. Έτσι ό άνθρωπος αρχίζει νά σκληραίνη, γιατί καταπατά τήν συνείδηση του και ή καρδιά του πιάνει σιγά-σιγά γλίτσα. Ύστερα το ταγκαλάκι όλα του τά δικαιολογεί: αυτό δεν είναι τίποτε, εκείνο είναι φυσιολογικό, ανάπαυση όμως δεν έχει, γιατί ή στενοχώρια δουλεύει άπό κάτω. Νιώθει μιά ανησυχία, δεν έχει εσωτερική γαλήνη. Ζή με ένα συνεχές άγχος. Είναι βασανισμένος. Δεν βρίσκει τί φταίει, γιατί τά σφάλματα του είναι καπακωμένα.
Δεν καταλαβαίνει ότι υποφέρει, επειδή αμάρτησε.
– Γέροντα, μπορεί νά βοηθηθή ένας τέτοιος άνθρωπος, άν τοϋ πής ποια είναι ή αιτία της ταλαιπωρίας του;
– Κοίταξε, θέλει προσοχή, γιατί, όταν του βάλης τά πράγματα στην θέση τους, ξυπνάει ή συνείδηση και αρχίζει ό έλεγχος. Και άν δεν ταπεινωθή, μπορεί νά φθάση στην απελπισία, επειδή δεν αντέχει τήν αλήθεια. Αν όμως ταπεινωθή, θά βοηθηθή.
– Γέροντα, υπάρχουν άνθρωποι πού γεννιούνται με πωρωμένη συνειδηση;
– Όχι, δεν υπάρχουν άνθρωποι πού γεννήθηκαν με πωρωμένη συνείδηση. Δεν έκανε ό θεός τέτοια συνείδηση. Όταν όμως καπακώνη κανείς τά σφάλματα του, ή συνείδηση του σιγά-σιγά πιάνει πουρί και δεν τον ελέγχει.
– Γίνεται, Γέροντα, αυτόνομος, κάνει δικούς του νόμους.
– Ναί, είναι φοβερό.
– Είναι πλάνη;
– Έμ, πλάνη είναι.