Στον τόν στρατό, στις Διαβιβάσεις, είχαμε δίκτυο παρακολουθήσεως και πίνακα αναγνωρίσεως. Παρακολουθούσαμε και καταλαβαίναμε ποιος σταθμός ήταν ξένος και ποιος δικός μας, γιατί μερικές φορές έμπαιναν ενδιάμεσα και ξένοι σταθμοί. Έτσι και ό άνθρωπος πρέπει νά παρακολουθή τους λογισμούς του και τις ενέργειες του, για νά βλέπη αν συμφωνούν μέ τίς εντολές τού Ευαγγελίου, νά πιάνη τά σφάλματα του και νά αγωνίζεται νά τά διορθώνη. Γιατί, αν άφήνη ένα σφάλμα του νά περνά απαρατήρητο ή, όταν τού λέη ό άλλος κάποιο ελάττωμα του, δέν κάθεται νά τό σκεφθή, δεν μπορεί νά προκόψη πνευματικά.
Η μελέτη του εαυτού μας είναι ή πιο ωφέλιμη άπό όλες τίς μελέτες. Μπορεί κανείς νά μελετάη πολλά βιβλία, άλλά, αν δέν παρακολουθη τόν εαυτό του, όλα όσα διαβάζει πάνε χαμένα. Ένώ, αν παρακολουθη τόν εαυτό του, και λίγο νά μελετάη, πολύ ωφελείται. Τότε ή συμπεριφορά του γίνεται λεπτή σέ όλες τίς εκδηλώσεις, αλλιώς κάνει χονδρά σφάλματα και δέν τό καταλαβαίνει. Παρατηρώ εκεί στο Καλύβι: Μέ βλέπουν νά κουβαλώ τά κούτσουρα πέρα από την άλλη άκρη, για νά καθησουν, καί, όταν σηκώνωνται νά φύγουν, δεν σκέφτονται ποιος θά τά πάη στην θέση τους. Ή βλέπουν ότι φέρνω ένα κούτσουρο καί δεν έχει άλλα, γιά νά καθησουν, καί περιμένουν νά τους τά κουβαλήσω εγώ. Αν σκέφτονταν λίγο, θά έλεγαν: καλά, είμαστε πέντε-εξι άνθρωποι θά κουβαλήση μόνος του τόσα κούτσουρα από την άλλη μεριά;, καί τάκ-τάκ θά πήγαιναν νά τά φέρουν.
– Γέροντα, μέ ρώτησε μιά μικρή αδελφή: Ό Γέροντας, όταν ήταν αρχάριος μοναχός, δεν είχε πτώσεις στον αγώνα του; Δεν του περνούσε κανένας αριστερός λογισμός; Δεν έπεφτε στήν κατάκριση;
– Έγώ, όταν συνέβαινε κάτι στον αγώνα μου ή μου έλεγαν μιά κουβέντα, δεν τά περνούσα αφορολόγητα.
– Τί σημαίνει, Γέροντα, αφορολόγητα;
– Τό νά περνάη κανείς τά σφάλματα του μέ αδιαφορία. Νά μήν τον αγγίζουν νά περνάνε άπ’ εξω. Όπως ή γη, όταν σκληρυνθη, όση βροχή καί νά πέση, δεν ρουφάει νερό μέσα της, ένα τέτοιο πράγμα συμβαίνει καί σ’ αυτήν την περίπτωση σκληρύνεται τό χωράφι της καρδιάς από την αδιαφορία καί, ό, τι κι αν του πουν, ό, τι κι αν συμβή, δέν τον αγγίζει, γιά νά αίσθανθη την ενοχή του καί νά μετανοήση. Έγώ, αν έλεγε λ.χ. κάποιος ότι είμαι υποκριτής, δέν έλεγα: κακό χρόνο νάχη αυτός πού τό είπε, αλλά έψαχνα νά βρώ τί ήταν αυτό πού τον ανάγκασε νά πή αυτήν τήν κουβέντα. Κάτι συμβαίνει, έλεγα. Δέν φταίει ό άλλος. Κάτι δέν πρόσεξα, κάποια αφορμή έδωσα καί παρεξήγησε τήν συμπεριφορά μου. Δέν μπορεί στά καλά καθούμενα νά τό είπε αυτό. Αν πρόσεχα καί είχα κινηθή μέ σύνεση, δέν θά μέ παρεξηγούσε. Τόν έβλαψα τον άλλον καί θά δώσω λόγο στον Θεό, καί προσπαθούσα αμέσως νά βρω τό σφάλμα μου και νά τό διορθώσω. Δεν εξέταζα δηλαδή πώς τό είπε ό άλλος αν τό είπε άπό ζήλεια, από φθόνο ή αν τό άκουσε άπό άλλον και τό κατάλαβε αλλιώς. Δέν με απασχολούσε αυτό. Και τώρα, σε όλες τις περιπτώσεις, έτσι κάνω. Αν μου πή λ.χ. κάποιος μιά κουβέντα, ούτε κοιμάμαι. Και αν είναι έτσι όπως τά λέει εκείνος, θά στενοχωρηθώ και θά κοιτάξω νά διορθωθώ. Και αν δέν είναι έτσι, πάλι θά στενοχωρηθώ, γιατί σκέφτομαι ότι εγώ έφταιξα σέ κάτι κάπου δέν πρόσεξα και τον σκανδάλισα. Δέν ρίχνω τό βάρος στον άλλον εξετάζω πώς θά κρίνη ό Θεός αυτό πού έκανα, όχι πώς θά με δουν οί άνθρωποι.
Αν δέν έξετάζη ό άνθρωπος έτσι τά πράγματα, δέν ωφελείται άπό τίποτε. Γι’ αυτό πολλές φορές λέμε γιά κάποιον: Αυτός έχει χάσει τόν έλεγχο. Ξέρετε πότε χάνεται ό έλεγχος; Όταν δέν παρακολουθή ό άνθρωπος τόν εαυτό του. Και όταν κάποιος πάσχη στό μυαλό και δέν έλέγχη τόν εαυτό του, έχει ελαφρυντικά. Άλλά ένας πού έχει μυαλό καί δέν ελέγχει τις πράξεις του, επειδή δέν παρακολουθεί τόν εαυτό του, αυτός δέν έχει ελαφρυντικά.