– Γέροντα, συχνά λέτε ότι ό άνθρωπος πρέπει νά προσέξη νά μή φτιάξη λανθασμένη συνείδηση. Πώς δημιουργείται ή λανθασμένη συνείδηση;
– Όταν ό άνθρωπος άναπαύη τον λογισμό του, καταπατά τήν συνείδηση του. Και όταν άναπαύη τον λογισμό του γιά πολύ καιρό, κάνει μιά άλλη, δική του, συνείδηση, μιά συνείδηση στά μέτρα του, δηλαδή μιά λανθασμένη συνείδηση. Τότε όμως δεν έχει ανάπαυση μέσα του, γιατί ανάπαυση εσωτερική δεν μπορεί νά φέρη ή λανθασμένη συνείδηση. Βλέπεις, ακόμη και όταν κάποιος κάνη ένα σφάλμα καί ό άλλος του λέη: δεν έφταιγες, τί στενοχωριέσαι; ή κάνη ότι δεν κατάλαβε το σφάλμα του, πάλι ανάπαυση δέν βρίσκει. Είναι μερικοί πού πάνε με τους γκουρούδες κ.λπ. καί, όταν καταλάβουν ότι δέν πάνε καλά, έρχονται νά με ρωτήσουν. Καί ενώ τους λέω κάτι, γιά νάτους βοηθήσω, πάλι επιμένουν: Όχι, αυτό πού πιστεύουμε είναι σωστό. Καλά, αφού είναι σωστό καί είσαι αναπαυμένος άπό αυτό το σωστό, γιατί έρχεσαι νά με ρωτήσης; Ενω δέν αναπαύονται στο στραβό, επιμένουν, προσπαθούν άπό εδω-άπό εκεί, νά ψευτοαναπαθούν, άνάπαυση όμως αληθινή δεν βρίσκουν.
– Μπορεί, Γέροντα, κανείς να ζήση με λανθασμένη συνείδηση σε όλη του την ζωή;
– Αμα πιστεύη στον λογισμό του, μπορεί.
– Πώς θα την διόρθωση;
– Αν σκέφτεται ταπεινά, αν δεν εχη εμπιστοσύνη στον λογισμό του και τον συζητάη με τον πνευματικό.
– Μπορεί, Γέροντα, ό άνθρωπος, όταν εχη μιά ευαισθησία, νά δημιουργήση λανθασμένη συνείδηση;
– Γιά νά δημιουργήση λανθασμένη συνείδηση, δεν θά είναι καλή ή ευαισθησία του. Το ένα λανθασμένο θά δημιουργήση και άλλο λανθασμένο. Μερικοί, ενώ λένε: εγώ είμαι ευαίσθητος, στους άλλους φέρονται βάρβαρα και τους κατσαδιάζουν χωρίς λόγο.
– Γέροντα, ή συνείδηση αυτών πού δικαιολογούνται έχει πιάσει πουρί;
– Αυτός πού δικαιολογείται έχει και λίγο έλεγχο μέσα του δεν είναι αναίσθητος. Και όταν κανείς δεν είναι αναίσθητος, πονάει γιά το σφάλμα του και μετά έρχεται ή θεία παρηγοριά. Αλλά, όποιος φτιάξη λανθασμένη συνείδηση, φθάνει σε αναισθησία αυτός καυχιέται γιά το έγκλημα. Έχω δει ανθρώπους πού, ενώ έχουν κάνει εγκλήματα, τά λένε με τέτοιον τρόπο, πού σοϋ τά παρουσιάζουν σάν κατορθώματα. Γιατί, αν ανάπτυξη κανείς λανθασμένη συνείδηση, αυτό δεν είναι απλώς πώρωση, άλλα κάτι παραπάνω άπό πώρωση. Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, στην Κόνιτσα, ήρθε ένας και μου λέει: θέλω νά εξομολογηθώ. Δεν είμαι ιερεύς, του λέω. Όχι, θέλω νά τά πώ σ' εσένα, μου λέει. Ήταν εκεί και μερικές γυναίκες πού είχαν άνεβή νά προσκυνήσουν. Καλύτερα νά φύγετε τώρα, τις λέω. Όχι, τις λέει αυτός, δεν πειράζει, καθήστε. Και άρχισε νά διηγήται τί έκανε στά νιάτα του: Όταν ήμουν νέος, είχα πάει νά μάθω τσαγκάρης, άλλα όλο νύσταζα, γιατί τήν νύχτα πήγαινα με μιά σπείρα και έκλεβα. Στην περιοχή μας ήταν ένας τσαούσης και μας έλεγε: "Πάτε νά κλέψετε. Έγώ θέλω δύο κριάρια. Άπό εκεί και πέρα εσείς κλέψτε ό, τι θέλετε". Πηγαίναμε λοιπόν στά σπίτια τών Χριστιανών, άφηνα τήν κάπα κάτω, έδινα μιά στά σκυλιά, στην μασέλα, με μιά βέργα άπό κρανιά πού είχα μαζί μου, και μπαίναμε μέσα. Κλέβαμε δυο κριάρια και όσα αρνιά μπορούσαμε. Δίναμε τά κριάρια στον τσαούση και κρύβαμε τά αρνιά στον στάβλο μας. Ό τσαούσης μας έκλεινε αμέσως στην φυλακή. Τά αφεντικά πού μας είχαν δει νά κλέβουμε, πήγαιναν το πρωί στην αστυνομία και έλεγαν: "Ό τάδε και ό τάδε μας έκλεψαν". "Ό τάδε και ό τάδε; Μά αυτοί είναι στην φυλακή. Γιατί τους συκοφαντήσατε;". Δώσ' του ξύλο… Μιά φορά πήγαμε σε ένα κοπάδι πού το φύλαγε ένα βλαχάκι ψηλό μέχρι εκεί επάνω με τον πατέρα του. "Τώρα πώς θά μπούμε στο κοπάδι; θά μας πετάξουν σάν τά σπιρτόξυλα", μου λένε οι άλλοι. Παίρνω τότε τον γκρα, σημαδεύω το βλαχάκι, και μπάμ, σωριάζεται κάτω. Δένω και τον πατέρα του σε μιά γκορτσιά… Πήραμε, πήραμε…. Και τά έλεγε όλα αυτά σάν κατορθώματα, και γελούσε! Που οδηγεί ή λανθασμένη συνείδηση! Αυτός θεωρούσε ένοχο τον εαυτό του, γιατί απλώς συνόδευσε κατόπιν εντολής της υπηρεσίας του έναν εγκληματία, ενώ ό άλλος διηγεϊτο τά εγκλήματα πού έκανε σάν κατορθώματα και καυχιόταν γι' αυτά!