Γιά νά σταματήση ό άνθρωπος νά κάνη μιά αμαρτία, πρέπει νά προσπαθήση νά άποφύγη κάθε ερέθισμα πού προκαλεί αυτήν τήν αμαρτία. Ό μέθυσος λ.χ., άν θέλη νά βοηθηθή καί νά μήν ξαναπιή, δέν πρέπει ούτε έξω άπό ταβέρνα νά περάση. Μικρή προσπάθεια χρειάζεται καί καλή διάθεση, καί ό Καλός Θεός θά μας βοηθήση νά ξεπεράσουμε τίς δυσκολίες. Έχει, άς πούμε, κάποιος ένα πάθος. Τό αναγνωρίζει, αγωνίζεται νά τό κόψη, μετανοεί, ταπεινώνεται. Ή διάθεση πού έχει νά κόψη τό πάθος του πληροφορεί τόν Θεό καί τόν βοηθάει. Άλλά, άν δέν καταβάλλη προσπάθεια, γιά νά άλλάξη, καί συνεχίζη νά άμαρτάνη, πώς ό Θεός νά δώση τήν Χάρη Του; Ή Χάρις του Θεού δέν έρχεται σε λανθασμένη κατάσταση, γιατί αυτό δέν βοηθάει τόν άνθρωπο. Άν ήταν έτσι, θά έστελνε ό Θεός τήν Χάρη Του καί στόν διάβολο.
Ό άνθρωπος πού δέν παραμένει στήν πτώση του, στις αμαρτωλές σκέψεις του, άλλά μετανοεί γιά τά σφάλματα του καί αγωνίζεται νά μήν άμαρτάνη, δέχεται τήν Χάρη του Θεού καί βοηθιέται. Οταν όμως δέν ύπάρχη μετάνοια καί ή αμαρτία θεωρήται μόδα, αυτό είναι
δαιμονική κατάσταση.
– Γέροντα, ό ένας άπό τούς δύο ληστές πού είχαν σταυρωθή μέ τόν Χριστό πώς σώθηκε;
– Εκείνος ανέβηκε άπό τόν τοίχο καί μπήκε στόν Παράδεισο! Ή του ληστού μετάνοια τον Παράδεισον έσύλησεν. Έκλεψε δηλαδή μέ τήν μεγάλη του μετάνοια καί τόν Παράδεισο.
– Γέροντα, άν κάποιος έχη αλλάξει ζωή καί δέν παραμένη στις παλιές του αμαρτωλές συνήθειες, άλλά μερικές φορές πέφτη σέ κάποιο άπό τά παλιά του αμαρτήματα, σημαίνει ότι δέν έχει μετάνοια;
– Έ, άν κάνη τήν προσπάθεια πού χρειάζεται καί πέφτη, έχει κάποια ελαφρυντικά. Στήν αρχή δέν είναι εύκολο. Άλλά, όταν κανείς καταλάβη πραγματικά πόσο βαρύ ήταν αυτό πού έκανε, δέν ξαναπέφτει.
Παλιά υπήρχε μετάνοια ειλικρινής. Όταν κάποιος μετανοούσε, δέν γύριζε πίσω. Θυμάμαι μιά γυναίκα, πόσο μέ είχε βοηθήσει μέ τήν αληθινή της μετάνοια. Είχε πολλή συστολή, ούτε μιλούσε. Είχε βάλει τά μαύρα – σάν καλόγρια ήταν – καί φρόντιζε ένα εκκλησάκι, άναβε τά κανδήλια… Καί μόνον πού τήν έβλεπες, βοηθιόσουν πολύ. Τώρα βλέπω, μερικοί, μόλις αλλάζουν ζωή, αρχίζουν νά κάνουν τόν δάσκαλο στους άλλους, ένώ μέσα τους υπάρχει ακόμη ό παλαιός εαυτός τους. Νά μετανοήση βέβαια κανείς, νά σταματήση τήν άσωτη ζωή πού ζούσε καί νά άρχίση νά ζή πνευματικά, αυτό είναι θετική βοήθεια καί γιά τούς άλλους. Άλλά άπό εκείνη τήν κατάσταση στήν όποια βρισκόταν, νά παρουσιάζεται αμέσως ως πνευματικός άνθρωπος καί νά κηρύττη, έ, αυτό είναι πλάνη.
– Δηλαδή, Γέροντα, τό κάνουν μέ τήν σκέψη νά βοηθήσουν τούς άλλους;
– Ναί, γιά νά βοηθήσουν. Πίσω όμως άπό αυτήν τήν ενέργεια τους, ιδίως άν ήταν λίγο γνωστοί στον κόσμο, κρύβεται ό υπερήφανος λογισμός: Τώρα οί άνθρωποι θά πάψουν νά μιλούν γιά Καραϊσκάκη καί Κολοκοτρώνη καί θά συζητούν γιά μένα! Άπό ‘κεί νά καταλάβης πόσο λανθασμένα βαδίζουν. Άν νιώθουν πραγματικά τό σφάλμα τους, γιά ένα διάστημα δέν πρέπει νά τό ξεχάσουν καί νά ξεθαρρέψουν, άλλά νά προσέχουν πολύ. Καί όταν περνάνε διάφορες ιδέες ή λογισμοί άπό τήν παλιά ζωή τους, νά τά διώχνουν σάν
βλάσφημους λογισμούς. Αυτό είναι απόδειξη ότι δέν τά αποδέχονται πλέον, ότι ό οργανισμός αντιδράει. Πρέπει δηλαδή νά έχη κανείς πολλή ταπείνωση καί νά έχη σιχάθή όλα τά παλιά, γιά νά άλλά-ξη πραγματικά. Άν κράτηση άπό τήν παλιά του ζωή μερικά, τά όποια
εκείνος θεωρεί καλά, μετά μουρνταρεύονται καί τά άλλα. Άπό τήν στιγμή πού έχει έστω καί μιά μικρή ιδέα γιά τόν παλαιό του εαυτό, δέν βοηθάει ό Θεός καί, ό, τι κι άν κάνη, δέν θά είναι καθαρό.
– Γέροντα, όταν άλλάξη κανείς ζωή, πρέπει νά ένδιαφερθή νά διόρθωση τόν λογισμό πού είχαν προηγουμένως οί άλλοι γι’ αυτόν;
– Δέν θά κοιτάξη εγωιστικά νά διόρθωση τόν λογισμό των άλλων θά κοιτάξη πώς νά διορθωθή ό ίδιος, καί τότε θά άναιρεθή άπό μόνος του ό λογισμός τους. Άν τό στίγμα άπό τήν αμαρτωλή ζωή του έχει μείνει στήν κοινωνία ή στό στενό του περιβάλλον, αυτό θά
σβήση μέ τήν καλή του διαγωγή. Δέν χρειάζεται νά μιλάη καθόλου. Θά μιλήση ό Θεός μέ τήν μετάνοια του.