-Γέροντες της εποχής μας

Νά παίρνουμε τό βάρος επάνω μας.

– Γέροντα, χθες είπατε ότι άλλο είναι ή υπομονή και άλλο ή ανοχή. Τί εννοούσατε;
– Υπομονή δέν είναι το νά άνέχωμαι τόν άλλον. Όταν λέω ότι ανέχομαι τόν άλλον, είναι σάν  νά  λέω:  Ό  άλλος  είναι  χάλια,   εγώ  είμαι  καλά,   και  τόν  ανέχομαι.  Ή  πραγματική υπομονή είναι  νά αίσθάνωμαι ενοχή  γιά  τήν κατάσταση του  και  νά  τόν πονάω. Αυτό  έχει πολλή ταπείνωση και αγάπη, και τότε δέχομαι τήν Χάρη του Θεού και βοηθιέται και ό άλλος. Άν δω, ας υποθέσουμε, κάποιον κουτσό ή κουφό ή ναρκομανή, πρέπει νά σκεφθώ: άν ήμουν εγώ  σε  καλή  πνευματική  κατάσταση,   θά παρακαλούσα  τόν  Θεό  και  θά  τόν  έκανε  καλά, γιατί  ό  Χριστός  είπε: θά σας δώσω δύναμη νά  κάνετε μεγαλύτερα θαύματα από μένα, οπότε έρχεται ό πόνος, ή αγάπη γιά τόν άλλον. Ενώ, άν πώ: ε, τί νά τόν κάνω, ανάπηρος είναι, ας καθήσω λίγο κοντά του θά εχω άλλωστε και τόν μισθό μου, τότε ανέχομαι τόν άλλον και δικαιολογώ τόν εαυτό μου ότι έκανα τό καθήκον μου.
– Γέροντα, πάντα βοηθάει νά παίρνης όλο τό σφάλμα επάνω σου;
– Ναί,   άν  τό σηκώνης, πολύ βοηθάει. Νά μέμφεσαι γιά  όλα τόν εαυτό σου. Νά παίρνης τό σφάλμα από τόν άλλον, νά τό ρίχνης στον εαυτό σου και νά παρακαλάς τόν Χριστό νά σου δίνη δύναμη νά τό σηκώνης. Και όταν θά παίρνης επάνω σου περισσότερο βάρος άπ’ ο, τι έσφαλες η, κι  αν  ακόμη  δεν  έσφαλες,   πιστεύης  κατά  κάποιον  τρόπο  ότι  έσφαλες,   τότε  δέν  θά  τό παίρνης  ποτέ  επάνω  σου,   δέν  θά  υπερηφανεύεσαι,   και  θά  έχης  πλούσια  την  Χάρη  του  θεού.
Πρέπει όμως νά προσέξης, νά δης αν μπορης νά σήκωσης περισσότερο βάρος. Γιατί, άν δέν μπορής, θά πάθης κήλη, δισκοπάθεια…
– Ποια είναι ή κήλη και ή δισκοπάθεια σ’ αυτήν τήν περίπτωση;
– Άν  πάρης  επάνω  σου  λ.χ.  ένα  σφάλμα  πού  δέν  μπορείς  νά  τό σήκωσης και  δέν δώσης καμμιά εξήγηση, μετά θά γογγύσης, θά αγανάκτησης, θά κατακρίνης…
– Όμως, άν εξηγήσω, αυτό δέν θά είναι δικαιολογία;
– Έ,   νά  κοιτάξης  νά  δικαιολόγησης  αυτό  πού  δέν  μπορείς  νά σήκωσης και  τό  άλλο  νά  τό άφήσης.  Άν  είναι  λ.χ.  ευαίσθητος  κανείς,   νά  κοιτάξη  νά  σήκωση  όσο  μπορεί- νά  μήν  κάνη  τον δυνατό.  Νά  έξετάζη  τον  εαυτό  του  καί  νά  τον  άδικη  μέ  διάκριση,   ανάλογα  μέ  τό  βάρος  πού μπορεί  νά  σήκωση,   γιά  νά  μήν  τον  κάμψη  ό  εχθρός  μέ  τήν  υπερευαισθησία,   τόν  ρίξη  σέ απόγνωση καί τον άχρηστέψη.
– Γέροντα,   μερικές  φορές  όχι  μόνο  δυσκολεύομαι  νά  δεχθώ  τήν  αδικία,   άλλα μετατοπίζω τήν ευθύνη μιας πτώσεως μου σέ άλλον.
– Εσείς, όχι μόνο δέν σηκώνετε άπό αγάπη τόν τουρβά του άλλου, άλλα θέλετε νά δώσετε και τόν δικό σας βαρύ τουρβά όχι  μόνο  στον  υγιή  αλλά  καί  στον  φιλάσθενο!  Χρειάζεται  νά απόκτησης πνευματική παλληκαριά,   γιά  νά παίρνης επάνω σου όλη τήν ευθύνη της αμαρτίας σου.  Όσο  περισσότερο  βάρος  προσθέτουμε  στον  εαυτό  μας,   παίρνοντας  επάνω  μας  τά σφάλματα των άλλων, τόσο περισσότερο ό Καλός Θεός μας έλαφρώνει τό φορτίο και νιώθουμε θεία αγαλλίαση. Τό νά σηκώση άπό αγάπη κάποιος πού έχει σωματικές δυνάμεις δυο σακκιά τσιμέντο στην  πλάτη,   γιά να  άπαλλάξη  έναν  αδύνατο  πού  δεν  μπορεί  νά  σήκωση βάρος,   δεν  έχει τόση αξία, όση το νά σηκώση το βάρος του σφάλματος του άλλου, νά το κάνη δικό του, και άς φανή στους άλλους ότι έσφαλε αυτός. Αυτό είναι μεγάλη αρετή, μεγάλη ταπείνωση.
Σε  ένα  Κοινόβιο  στο  Άγιον  Όρος  κάποιος  δόκιμος  μίλησε  μια  φορά  άσχημα  στον τυπικάρη,   πού  ήταν  και  ιερομόναχος,   γιατί  την  ώρα  πού  διάβαζε  στην  ακολουθία  του έδειξε ποιο κοντάκιο  νά πή πρώτα. Ένώ πήγε νά τον βοηθήση, εκείνος έγινε εξω φρενών.
Μετά τήν ακολουθία ό δόκιμος κλείστηκε θυμωμένος στο κελλί του. Ό τυπικάρης γύρισε στον εαυτό του, πήρε το βάρος επάνω του καί στενοχωρέθηκε, γιατί σκέφθηκε ότι αυτός έγινε αιτία νά αντίδραση έτσι ό αδελφός. Τον πείραζε αληθινά ή συνείδηση. Και ένώ ώς τυπικάρης είχε ευθύνη  γιά  τήν  ακολουθία,   δεν  έλαβε  ύπ’  όψιν  του  τήν  ευθύνη,   αλλά  είπε: Έγώ  φταίω  πού νευρίασε ό αδελφός. Πήγε λοιπόν στο κελλί του δοκίμου  νά  του βάλη μετάνοια. Εκείνος όμως είχε κλειδώσει και δέν άνοιγε. Τότε κάθησε εξω από τήν πόρτα του καί περίμενε από τό  πρωί  ώς  τις τρεις  το  απόγευμα  πού  σήμανε  γιά  τον  εσπερινό,   οπότε  ό  δόκιμος αναγκάστηκε νά  βγή.  Πέφτει κάτω ό  τυπικάρης,   του βάζει  μετάνοια  καί  του  λέει: Νά μέ συγχώρησης, αδελφέ, έφταιξα! Έτσι έρχεται ή Χάρις του Θεού.

(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Γ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ)

About the author

Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης