Ιδρυτής: Αγνωστος εκ της Θεσσαλονίκης
Εορτάζει: 27 Ιουλίου
Bιβλιοθήκη: 1300 Ελληνικά χειρόγραφα και 600 Σλαβικά
Συλλογή: Το τέμπλο και οι τοιχογραφίες Ρωσικής τέχνης του 19ου.
Μονή Αγίου Παντελεήμονος (ρωσική, κοινόβια Μονή, γιορτάζει του αγίου Παντελεήμονος στις 27 Ιουλίου).
Βρίσκεται στη ΝΔ παραλία του ’θω κοντά στη θάλασσα και σε απόσταση 60 λεπτών από τη Δάφνη και τη Μονή Ξενοφώντος. Ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα στη θέση όπου το σημερινό Παλαιομονάστηρο, μια ώρα περίπου ανατολικά από τη σημερινή Μονή, και ονομαζόταν Μονή του Αγίου Παντελεήμονος του Θεσσαλονικέως, πιθανώς από τον τόπο καταγωγής του ιδρυτή της.
Η Μονή αυτή βρισκόταν σε ακμή στον 11ο αιώνα και στις αρχές του 12ου, όπως μας πληροφορούν σχετικά έγγραφα της εποχής. Το 1169 όμως, έρημη πια, παραχωρήθηκε από τον Πρώτο στο Αγιον Όρος στον ηγούμενο που ήταν επικεφαλής στη Μονή του Ξυλουργού, Λαυρέντιο και τους μοναχούς του με σκοπό να την ανακαινίσουν. Στους επόμενους αιώνες λίγα γνωρίζουμε για τη Μονή διότι τα ιστορικά αρχεία κάηκαν το 1312, οπότε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος, εξέδωσε χρυσόβουλο που κατοχύρωνε τα κτήματα στη Μονή. Εδώ μόνασε ο γιος του Στέφανου Νεμάνια, αλλάζοντας το όνομά του από Ράστκο σε Σάββας. Παρά την ονομασία � Μονή των Ρώσων- ο ηγούμενος της υπογράφει ελληνικά και θεωρείται βέβαιο πως η Μονή ήταν επανδρωμένη με Έλληνες ή ότι οι Έλληνες ήταν περισσότεροι. Το 15ο και 16ο αιώνα η Μονή κατοικείται από Σέρβους, όπως και άλλα μοναστήρια στο Αγιον Όρος. Το 1394 κατείχε τη 15η θέση μεταξύ των 25 μονών. Το 1422 ίδρυσε αποθήκη και καραβοστάσιο στην Καλλιάγρα, ανάμεσα στη Μονή Ιβήρων και στη Μονή Παντοκράτορα. Τη Μονή ενίσχυαν οικονομικά κατά καιρούς οι ηγεμόνες των Παραδουνάβιων περιοχών και οι τσάροι, οι οποίοι επέτρεπαν στους μοναχούς τη συλλογή χρημάτων στη χώρα τους. Αργότερα πάντως έπεσε σε παρακμή και στα μέσα του 18ου αιώνα ερημώθηκε σχεδόν εντελώς. Το 1765 οι μοναχοί εγκατέλειψαν τη Μονή του Θεσσαλονικέως και ίδρυσαν τη σημερινή Μονή στην παραλία, όπου βρισκόταν το μονύδριο της Αναστάσεως, που είχε ιδρύσει το 1676 ο επίσκοπος Ιερισσού Χριστόφορος. Στις αρχές του19ου αιώνα οι χρηματικές χορηγίες του ηγεμόνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη ενίσχυσαν οικονομικά τη Μονή και οικοδομήθηκαν νέα και μεγάλα κτίρια, έτσι ώστε το 1806 ο πατριάρχης Καλλίνικος Ε΄ εξέδωσε σιγίλιο, στο οποίο αναφέρεται ότι στο εξής η Μονή θα ονομάζεται «αυθεντικόν κοινόβιον των Καλλιμάχηδων». Το 1840 άρχισαν να εμφανίζονται στη Μονή Ρώσοι μοναχοί, οι οποίοι σύντομα αυξήθηκαν δημιουργώντας προβλήματα στις σχέσεις τους με τους Έλληνες μοναχούς. Αποτέλεσμα της συγκέντρωσης των πολυάριθμων Ρώσων μοναχών και των θησαυρών που έρχονταν από τη χώρα τους ήταν η πλούσια οικοδομική δραστηριότητα με τα πολυώροφα κτίρια τα οποία σήμερα είναι έρημα. Το 1887 κάηκε το βόρειο τμήμα στη Μονή, αλλά σύντομα ανοικοδομήθηκε. Τελευταία όμως κάηκαν και οι δυο αρχαιότερες πτέρυγες, ανατολικά και νότια, και μέχρι σήμερα παραμένουν στην ίδια ερειπωμένη κατάσταση. Το καθολικό χτίστηκε μεταξύ 1812-1821. Το τέμπλο και οι τοιχογραφίες χρονολογούνται μέσα στην ίδια εποχή και είναι ρωσικής τέχνης. Με πατριαρχικό σιγίλιο του 1875 ορίστηκε οι ακολουθίες να ψάλλονται στην ελληνική και στη ρωσική γλώσσα, όπως ισχύει και σήμερα. Η τράπεζα απέναντι από το καθολικό χτίστηκε το 1890 και πάνω από την είσοδό της υψώθηκε το μεγάλο κωδωνοστάσιο. Παρεκκλήσια μέσα στη Μονή υπάρχουν 12. Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει 1300 περίπου ελληνικά χειρόγραφα και 600 σλαβικά. Εξαρτήματα στη Μονή: α) το Παλαιομονάστηρο (η αρχαία Μονή), β) το Μετόχι της Χρωμίτσας, γ) η εγκαταλειμμένη σήμερα Σκήτη της Θηβαϊδας και δ) η Σκήτη Βογορόδιτσα ή του Ξυλουργού.