– Γέροντα, όταν δέχωμαι ευχάριστα την επίπληξη γιά μιά ζημιά πού κάνω, αυτό πού νιώθω είναι καθαρό;
– Κοίταξε, αν κάνης ζημιές και σέ μαλώνουν καί δέν γκρινιάζης, αλλά χαίρεσαι και λές: δόξα Σοι ό Θεός, αυτό μου χρειαζόταν, θά εχης μισή χαρά. Άν όμως δέν κάνης ζημιές καί σέ μαλώνουν άδικα κι εσύ το δέχεσαι μέ καλό λογισμό, τότε θά εχης ολόκληρη την χαρά.
Δέν λέω νά έπιδιώκης εσύ την αδικία, γιατί τότε το ταγκαλάκι θά σέ ρίξη στην υπερηφάνεια, άλλα νά δέχεσαι την αδικία, όταν έρχεται φυσιολογικά, καί νά χαίρεσαι πού αδικείσαι. Τέσσερα στάδια υπάρχουν στην αντιμετώπιση της αδικίας. Σέ χτυπάει λ.χ. κάποιος άδικα. Άν βρίσκεσαι στο πρώτο στάδιο, το ανταποδίδεις. Άν βρίσκεσαι στο δεύτερο στάδιο, νιώθεις μέσα σου πολύ μεγάλη ταραχή, άλλα συγκρατιέσαι καί δέν μιλάς. Στο τρίτο στάδιο δέν ταράζεσαι. Καί στο τέταρτο νιώθεις πολλή χαρά, μεγάλη -ψυχική αγαλλίαση. Όταν άδικήται κάποιος καί άποδεικνύη ότι δέν φταίει, δικαιώνεται καί ικανοποιείται. Τότε νιώθει μιά κοσμική χαρά. Άν όμως άντιμετωπίζη τήν αδικία πνευματικά, μέ καλό λογισμό, καί δέν φροντίζη νά άποδείξη τήν αθωότητα του, αισθάνεται πνευματική χαρά. Δηλαδή τότε έχει μέσα του τήν θεϊκή παρηγοριά καί κινείται στον χώρο της δοξολογίας. Ξέρετε τί χαρά έχει μιά ψυχή, άν άδικηθή καί δέν δικαιολογηθή, γιά νά της πουν μπράβο ή συγγνωμην; Καί χαίρεται περισσότερο τώρα πού αδικείται, παρά άν δικαιωνόταν. Όσοι φθάνουν σέ τέτοια κατάσταση, θέλουν νά ευχαριστήσουν αυτόν πού τους αδίκησε για τήν χαρά πού τους έδωσε σ’ αυτήν τήν ζωή, άλλα και γιά τήν αιώνια πού τους εξασφάλισε. Πόσο διαφέρει τό πνευματικό άπό τό κοσμικό!
Στην πνευματική ζωή είναι ανάποδα τά πράγματα. Άμα κρατάς εσύ τό άσχημο, τότε νιώθεις όμορφα. Άμα τό δίνης στον άλλον, τότε νιώθεις άσχημα. Όταν δέχεσαι τήν αδικία και δικαιολογής τον πλησίον σου, δέχεσαι τον πολυαδικημένο Χριστό στην καρδιά σου. Τότε ό Χριστός μένει με τό ενοικιοστάσιο μέσα σου καί σε γεμίζει με ειρήνη καί αγαλλίαση. Γιά δοκιμάστε, βρε παιδιά, νά ζήσετε αυτήν τήν χαρά! Νά μάθετε νά χαίρεσθε με αυτήν τήν πνευματική χαρά, όχι με τήν κοσμική. Πάσχα θά έχετε τότε κάθε μέρα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά άπό τήν χαρά πού νιώθεις, όταν δέχεσαι τήν αδικία. Μακάρι νά μέ αδικούσαν όλοι οι άνθρωποι! Ειλικρινά σας λέω, τήν γλυκύτερη πνευματική χαρά τήν ένιωσα μέσα στην αδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι, όταν κάποιος μέ πή πλανεμένο; Δόξα Σοι ό Θεός, λέω, άπό αυτό έχω μισθό, ενώ, άν μέ πουν άγιο, χρωστάω. Γλυκύτερο πράγμα άπό τήν
αδικία δεν υπάρχει!
Ένα πρωί στο Καλύβι χτύπησε κάποιος τό σιδεράκι στην πόρτα. Κοίταξα άπό τό παράθυρο νά δω ποιος είναι, γιατί δεν ήταν ακόμη ή ώρα νά ανοίξω. Είδα έναν νέο μέ φωτεινό πρόσωπο καί κατάλαβα ότι είχε βιώματα πνευματικά, άφου τον πρόδιδε ή Χάρις του Θεού. Γι’ αυτό, άν καί ήμουν απασχολημένος, διέκοψα αυτό πού έκανα, άνοιξα τήν πόρτα, τον πήρα μέσα, τοϋ πρόσφερα ένα νερό καί μέ τρόπο άρχισα νά τον ρωτάω γιά τήν ζωή του, γιατί έβλεπα ότι είχε πνευματικό περιεχόμενο. Τί δουλειά κάνεις, παλληκάρι;, τον ρώτησα. Τί δουλειά, πάτερ; μου λέει. Έγώ στην φυλακή μεγάλωσα. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί τά πέρασα. Τώρα είμαι είκοσι εξι χρόνων. Καλά, βρε παλληκάρι, τί έκανες, και σε έκλειναν φυλακή;, τον ρώτησα. Κι εκείνος μου άνοιξε τήν καρδιά του: Άπό μικρός, μου είπε, πονουσα πολύ, όταν έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους. Ήξερα όλους τους πονεμένους, όχι μόνον άπό τήν ενορία μου, άλλα και άπό άλλες ενορίες. Επειδή ό παπάς της ενορίας μας μέ τους επιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα και έφτιαχναν κτίρια, αίθουσες κ.λπ. ή έκαναν διάφορους εξωραϊσμούς, είχαν παραμεληθή τελείως οι φτωχές οικογένειες. Έγώ δέν κρίνω εάν ήταν απαραίτητα αυτά πού έφτιαχναν, άλλα έβλεπα νά υπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κρυφά και έκλεβα άπό τά χρήματα πού μάζευαν άπό τους εράνους. Έπαιρνα αρκετά δέν τά έπαιρνα όλα. Ύστερα αγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τά άφηνα κρυφά έξω άπό τά σπίτια των φτωχών και αμέσως, γιά νά μήν πιάσουν άλλον άδικα, πήγαινα στην αστυνομία και έλεγα: έγώ έκλεψα τά χρήματα άπό τήν εκκλησία και τά ξόδεψα, χωρίς νά πώ τίποτε άλλο. Μέ άρχιζαν στο
ξύλο και στο βρισίδι, αλήτη, κλέφτη έγώ σιωπούσα. Μέ έκλειναν μετά στην φυλακή. Αυτή ή δουλειά γινόταν γιά χρόνια. Όλη ή πόλη όπου έμενα – τριάντα χιλιάδες κάτοικοι – και άλλες πόλεις μέ είχαν μάθει, και αλήτη μέ ανέβαζαν, κλέφτη μέ κατέβαζαν. Έγώ σιωπούσα και ένιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα μέ είχαν κλείσει στην φυλακή τρία ολόκληρα χρόνια. Μερικές φορές μέ έκλειναν άδικα στην φυλακή καί, όταν έπιαναν τόν ένοχο, μέ άφηναν. Αν δέν τόν έπιαναν, καθόμουν μέσα, όσο έπρεπε νά καθήση εκείνος. Γι’ αυτό σου είπα, πάτερ μου, ότι τά περισσότερα χρόνια της ζωής μου τά πέρασα στις φυλακές. Άφου τον άκουσα με προσοχή, του είπα: Βρε παλληκάρι, όσο καλό καί άν φαίνεται αυτό, δεν είναι καλό καί να μήν τό ξανακάνης. ‘Άκου τί θά σου πω. Θά με ακούσης;. Θά σε ακούσω, πάτερ, μου λέει. Νά άπομακρυνθής από αυτήν τήν πόλη, τοϋ λέω, νά πας σε άγνωστο περιβάλλον, στην τάδε πόλη, καί εγώ θά φροντίσω νά συνδεθής με καλούς ανθρώπους. Νά εργάζεσαι καί νά βοηθάς, όσο μπορείς, τους πονεμένους από τό υστέρημα σου, επειδή αυτό έχει μεγαλύτερη αξία. ‘Αλλά, καί όταν κανείς δεν έχη τίποτε νά δώση σέ έναν φτωχό καί πονάη ή καρδιά του, τότε κάνει ανώτερη ελεημοσύνη, διότι κάνει ελεημοσύνη με τό αίμα της καρδιάς του. Γιατί, εάν είχε κάτι καί τό έδινε, θά αισθανόταν καί χαρά, ενώ, όταν δεν έχη νά δώση, αισθάνεται πόνο στην καρδιά. Μου υποσχέθηκε ότι θά άκούση τήν συμβουλή μου καί έφυγε χαρούμενος. Έπειτα από επτά μήνες παίρνω ένα γράμμα του άπό τις φυλακές του Κορυδαλλού, στο όποιο έγραφε τά έξης: Ασφαλώς, πάτερ μου, θά άπορήσης, πού σου γράφω πάλι άπό τήν φυλακή μετά άπό τόσες συμβουλές πού μού έδωσες καί μετά τις υποσχέσεις πού σου έδωσα. Μάθε ότι αυτήν τήν φορά υπηρετώ μιά φυλάκιση τήν οποία είχα υπηρετήσει κάποιο λάθος έγινε. Ευτυχώς πού δέν υπάρχει ανθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θά αδικούνταν οι πνευματικοί άνθρωποι, επειδή θά έχαναν τον ουράνιο μισθό. Όταν διάβασα αυτά τά τελευταία λόγια, θαύμασα αυτόν τον νέο, πού είχε πάρει τόσο ζεστά τήν πνευματική ζωή καί είχε συλλάβει τόσο βαθιά τό βαθύτερο νόημα της ζωής!
Διά Χριστόν κλέφτης! Μέσα του είχε Χριστό. Δέν μπορούσε νά φρενάρη τον εαυτό του άπό τήν χαρά πού ένιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι είχε!
– Γέροντα, άπό τό ρεζίλι ερχόταν ή χαρά;
– Άπό τήν αδικία ερχόταν ή χαρά. Κοσμικός άνθρωπος ήταν, ούτε Συναξάρια ούτε Πατερικά είχε διαβάσει καί, ενώ έτρωγε άδικα ξύλο, τόν έκλειναν στην φυλακή, τον είχαν μέσα στην πόλη για αλήτη, για παλιόπαιδο, για κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αυτός δέν μιλούσε και τα αντιμετώπιζε όλα τόσο πνευματικά! Νέος άνθρωπος, και δέν φρόντιζε νά άποκατασταθη, αλλά πώς νά βοηθήση τους άλλους! Τους μεγάλους κλέφτες πολλές φορές δέν τους κλείνουν ούτε μιά φορά στην φυλακή, ένώ αυτόν τόν δόλιο τόν φυλάκισαν γιά τήν ίδια κλοπή δυο φορές και γιά άλλες κλοπές τόν φυλάκισαν άδικα, μέχρι νά βρουν τόν πραγματικό κλέφτη!
Τήν χαρά όμως πού είχε αυτός δέν τήν είχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρές δέν συμπλήρωναν τήν δική του χαρά.
Γι’ αυτό λέω ότι ένας πνευματικός άνθρωπος δέν έχει θλίψεις. Όταν ή αγάπη αύξηθή καί καή ή καρδιά άπό τόν θειο έρωτα, δέν μπορεί νά σταθή πλέον θλίψη. Ή μεγάλη αγάπη προς τόν Χριστό υπερνικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες πού τοϋ προξενούν οί άνθρωποι.