– Γέροντα, όταν έχω προσβολή βλάσφημου λογισμού χωρίς συγκατάθεση δική μου, φταίω;
– Αν στενοχωρεθής καί δεν τόν δεχθής, δεν είναι τίποτε.
– Γέροντα, πότε φταίει κανείς για έναν βλάσφημο λογισμό;
– Αν δεν στενοχωριέται πού έχει τέτοιον λογισμό καί κάθεται καί τον συζητάη, τότε φταίει. Καί όσο θα δέχεται τους βλάσφημους λογισμούς, τόσο θα δέχεται την ταραχή τού διαβόλου. Γιατί, όταν του περνά ένας βλάσφημος λογισμός καί τον εξετάζη καί τον συζητάη μέ τό μυαλό του, δέχεται έναν μικρό δαιμονισμό.
– Καί πώς θα φύγουν, Γέροντα, τέτοιοι λογισμοί;
– Αν στενοχωριέται κάποιος, όταν τοΰ ερχωνται τέτοιοι λογισμοί καί δεν τους συζητάη, θά κόβωνται μόνοι τους, γιατί δέν θά τροφοδοτούνται. Δένδρο πού δέν ποτίζεται, θά ξεραθή. Άπό την στιγμή όμως πού κάποιος εύχαριστηθή μ’ αυτούς, έστω καί λίγο, τους τρέφει, ποτίζεται ό παλαιός άνθρωπος καί δύσκολα θά ξεραθούν.
– Γέροντα, μερικές φορές δέχομαι τους βλάσφημους λογισμούς, συγκατατίθεμαι, καί μετά τό καταλαβαίνω, άλλα δέν μπορώ νά τους διώξω.
– Έσύ ξέρεις τί παθαίνεις; Κάποια στιγμή έχεις άλλου τόν νου σου, είσαι αφηρημένη καί χαζεύεις μέ ανοιχτό τό στόμα. Έρχεται τότε τό ταγκαλάκι, σού ρίχνει μέσα μιά καραμέλα κι έσύ αρχίζεις νά τήν πιπιλίζης. Νιώθεις τήν γεύση της καί μετά δυσκολεύεσαι νά τήν πετάξης. Πρέπει, μόλις σέ γλυκάνη λίγο, αμέσως νά τήν πετάξης.
– Καί όταν, Γέροντα, περνάη ένας βλάσφημος λογισμός, τόν δέχωμαι λίγο καί μετά τόν διώχνω;
– Τότε είναι σάν νά σού έδωσε ό διάβολος μιά καραμέλα, τήν πιπίλισες λίγο καί μετά τήν έφτυσες. Πρέπει νά τήν φτύσης αμέσως. Διαφορετικά, στην αρχή θά σέ ξεγελάη μέ μιά καραμέλα καί ύστερα θά σέ ποτίζη φαρμάκι καί θά σέ κοροϊδεύη.