Ίδρυση:963 μ.Χ.
Ιδρυτής:Όσιος Αθανάσιος
Εορτάζει:5 Iουλίου
Bιβλιοθήκη:2000 χειρόγραφα.
Συλλογή:2500 Εικόνες
Μονή Μεγίστης Λαύρας (ελληνική Μονή, κοινόβια Μονή γιορτάζει στις 5 Ιουλίου την Κοίμηση του Οσίου Αθανάσιου του Αθωνίτη).
Βρίσκεται στους ΝΑ πρόποδες του ’θω σε υψόμετρο 160 και σε απόσταση είκοσι λεπτών από την παραλία. Η Μονή συνδέεται με την αρχή του οργανωμένου μοναχικού βίου στο Αγιον Όρος του οποίου αποτελεί και το αρχαιότερο παράδειγμα. Η σημερινή Μονή βρίσκεται στη θέση όπου παλαιότερα υπήρχε μια από τις αρχαιότερες πόλεις της χερσονήσου του ’θω, ίσως η πόλη Ακρόθωοι από την οποία κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται οι σαρκοφάγοι που βρίσκονται στην αποθήκη λαδιού η οποία υπάρχει στη Μονή. Η ιστορία της Λαύρας είναι η πληρέστερη από κάθε Μονή στο Αγιον Όρος γιατί το ιστορικό αρχείο από τη συγκεκριμένη Μονή διατηρήθηκε σχεδόν ακέραιο και είναι βέβαιο ότι η μελέτη του αρχειακού υλικού της Λαύρας θα συμβάλλει ουσιαστικά και στη γνώση της ιστορίας των άλλων μονών, οι οποίες ταλαιπωρήθηκαν περισσότερο στο πέρασμα των αιώνων και έχασαν τα αρχεία τους ή μέρος από αυτά.
Ο όσιος Αθανάσιος, που ίδρυσε τη Μονή της Λαύρας, άρχισε την ανοικοδόμηση των κτηρίων το 963 σύμφωνα με την επιθυμία του φίλου του, αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος και χρηματοδοτούσε το έργο. Ο ίδιος είχε υποσχεθεί στον όσιο Αθανάσιο ότι θα γινόταν σύντομα μοναχός στη Μονή Λαύρας, αλλά οι περιστάσεις και ο ξαφνικός θάνατός του ματαίωσαν τα σχέδιά του αυτά. Ωστόσο, μια μόνιμη αυτοκρατορική χορηγία, που διπλασιάστηκε από τον διάδοχο του Νικηφόρου Ιωάννη Τσιμισκή, επέτρεψε τη συνέχιση και ολοκλήρωση των εργασιών. Οι ίδιοι αυτοκράτορες παραχώρησαν στη Μονή της Λαύρας πλούσια μετόχια, μεταξύ των οποίων το νησί του ’γιου Ευστράτιου (των Νέων ) και τη Μονή του ’γιου Ανδρέα των Περιστερών στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που επέτρεψε την αύξηση των μοναχών από 80 σε 120. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που σχετίζονται με τη ζωή στη Μονή Λαύρας είναι και ο Ιωάννης ο Ίβηρας, ο οποίος αργότερα έγινε Ιδρυτής στη Μονή των Ιβήρων. Οι εργασίες της ανοικοδόμησης, σύμφωνα με το βιογράφο του Αγίου Αθανασίου, άρχισαν από τον οχυρωματικό περίβολο και συνεχίστηκαν στο καθολικό και στα κελιά των μοναχών, μια τακτική που φαίνεται αναγκαία, αν υπολογίσει κανείς τους κινδύνους που είχε να αντιμετωπίσει η κάθε Μονή στο ’γιο Όρος. Μετά το θάνατο του οσίου Αθανασίου (ίσως λίγο μετά το 1000) η Μονή συνέχισε κανονικά την ιστορική της πορεία. Οι αυτοκράτορες ευνοούσαν την ανάπτυξή της και τον 11ο αιώνα αριθμούσε 700 μοναχούς ενώ της είχαν στο μεταξύ παραχωρηθεί μικρότερες μονές, όπως η Μονή Μονοξυλίτου, η Μονή Βουλευτηρίων, η Μονή των Αμαλφινών κλπ. Το 14ο αιώνα η Μονή ακολούθησε τη μοίρα των υπόλοιπων μονών και υπέφερε από τις επιθέσεις των Καταλανών και των άλλων πειρατών. Αποτέλεσμα της παρακμής στην οποία είχε τότε περιπέσει η Μονή, ήταν να εμφανιστεί ο ιδιόρρυθμος βίος παρά τις αντιρρήσεις της επίσημης εκκλησίας και των αυτοκρατόρων. Με ενέργειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, το 1574, η Μονή μετατράπηκε σε κοινόβιο, αλλά η παρακμή έφερε και πάλι τον ιδιόρρυθμο βίο. Το 1655 έγινε μια ακόμη προσπάθεια επιστροφής στο κοινοβιακό σύστημα από τον πατριάρχη Διονύσιο τον Γ΄ ο οποίος μόνασε σε αυτή και βοήθησε με τη διάθεση της προσωπικής του περιουσίας στην οικονομική της ανόρθωση. Σύντομα όμως επανήλθε στον ιδιόρρυθμο βίο και παρέμεινε έτσι μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, οπότε έγιναν νέες προσπάθειες για την επαναφορά του κοινοβίου χωρίς αποτέλεσμα. Σήμερα η Μονή εξακολουθεί τον ιδιόρρυθμο βίο, αλλά οι μοναχοί αποφάσισαν να ανακηρύξουν τη Μονή κοινόβιο μέσα στο 1980. Το καθολικό ιδρύθηκε από τον όσιο Αθανάσιο, ο οποίος κατά την παράδοση έχασε τη ζωή του μαζί με άλλους 6 τεχνίτες, όταν ένας από τους τρούλους κατέπεσε κατά την κατασκευή του. Χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού τύπου που εφάρμοσε ο όσιος στον καθολικό ναό είναι οι δυο ευρύχωροι χοροί των ψαλτών και η λιτή για την ανάλογη ακολουθία. Ο τύπος αυτός καθιερώθηκε από εκεί και ύστερα ως αγιορείτικος και στις γενικές γραμμές του αντιγράφτηκε στα καθολικά των άλλων μονών που ιδρύθηκαν στους επόμενους αιώνες. Ο ναός τοιχογραφήθηκε το 1535 από το μεγάλο ζωγράφο Θεοφάνη και είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα ζωγραφικής, τόσο του Θεοφάνη όσο και της εποχής που σημάδεψε η καλλιτεχνική του δημιουργία. Τα έξοδα της τοιχογράφησης ανέλαβε ο τότε μητροπολίτης Βέροιας Νεόφυτος. Ο νάρθηκας ωστόσο ζωγραφίστηκε μόλις το 1854 με έξοδα του αρχιμανδρίτη της μονής Βενιαμίν. Στα βόρεια της λιτής βρίσκεται το παρεκκλήσι των 40 Μαρτύρων, μέρος του οποίου καταλαμβάνει ο τάφος του οσίου Αθανασίου. Στα νότια της λιτής βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου, τοιχογραφημένο από το ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο το 1560. Η τράπεζα απέναντι από την κεντρική είσοδο του καθολικού έχει σχήμα σταυρού και είναι η μεγαλύτερη σε διαστάσεις μέσα στο Αγιον Όρος. Το εσωτερικό της είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες που αποδίδονται στο Θεοφάνη ή στη Σχολή του και έγιναν με έξοδα του μητροπολίτη Σερρών Γενναδίου, ο οποίος χρηματοδότησε και τη στέγασή της, γιατί οι τρούλοι που τη σκέπαζαν ως τότε είχαν πάθει ζημιές από τους σεισμούς. Η φιάλη δίπλα στο κυπαρίσσι, που κατά την παράδοση φύτεψε ο ίδιος ο όσιος Αθανάσιος είναι κτίσμα του 11ου αιώνα. Ο θόλος στηρίζεται σε κίονες και τα διαστήματα μεταξύ των κιόνων και τα διαστήματα μεταξύ των κιόνων κλείνουν θωράκια με γλυπτές παραστάσεις. Οι τοιχογραφίες που καλύπτουν το θόλο έγιναν το 1635. Το οχυρωματικό τείχος του περιβόλου από την είσοδο στη Μονή ως τη μέση περίπου της νότιας πτέρυγας διατηρήθηκε, κατά την παράδοση, όπως ήταν στα χρόνια του κτήτορα. Τη ΝΔ γωνιά του τείχους καταλαμβάνει ο λεγόμενος πύργος του Τσιμισκή, ο οποίος ανακαινίστηκε σύμφωνα με μια επιγραφή το 1688. Αξιοσημείωτο γεγονός είναι η διατήρηση των τάφων τριών πατριαρχών στη Ν. πτέρυγα των κελιών: ’νθιμου, Διονύσιου και Ιερεμία. Η βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο στεγάζονται σε χωριστό κτίριο πίσω από το καθολικό. Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει περισσότερα από 2000 χειρόγραφα και ειλητάρια και είναι μια από τις πλουσιότερες συλλογές του κόσμου. Ανάμεσα στα άλλα, ξεχωρίζουν τα εικονογραφημένα με λαμπρές μικρογραφίες, που καλύπτουν χρονικά την τέχνη της δεύτερης χιλιετίας. Στο σκευοφυλάκιο σώζονται: χειρόγραφο Ευαγγέλιο με χρυσό κάλυμμα, δώρο του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, μίτρες πατριαρχών, μεγάλη συλλογή αμφίων, ο λεγόμενος «σάκος του Νικηφόρου Φωκά», διάφορα εκκλησιαστικά σκεύη, εγκόλπια και ο περίφημος Κουβαράς, χειρόγραφο με τα ονόματα των μοναχών από την εποχή του οσίου Αθανασίου μέχρι σήμερα. Η συλλογή επίσης των εικόνων της μονής είναι από τις σπάνιες και περιλαμβάνει περισσότερες από 2500 φορητές εικόνες που καλύπτουν με πολλά παραδείγματα την τέχνη σχεδόν ολόκληρης της δεύτερης χιλιετίας. Μέσα στη Μονή Λαύρας βρίσκονται ακόμη τα εξής παρεκκλήσια: της Παναγίας της Κουκουζέλισσας, του Αγίου Μιχαήλ Συννάδων, του Αγίου Αθανασίου, του πρωτομάρτυρα Στεφάνου στον πύργο του Τσιμισκή κ.α, συνολικά 17. Έξω από τη μονή υπάρχουν τέλος, 19 παρεκκλήσια, 5 καθίσματα και 10 κελιά στις Καρυές. Εξαρτήματα: α) η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Βρίσκεται σε απόσταση 45 λεπτών από τη Μονή και ακολουθεί τον κοινοβιακό τρόπο ζωής. Οικοδομήθηκε και αναγνωρίστηκε ως σκήτη το 1852 στη θέση παλαιότερου κελιού του Τιμίου Προδρόμου. Αρχικά κατοικούνταν από Μολδαβούς, αργότερα από Βλαχομολδαβούς μοναχούς και τέλος από Ρουμάνους και έτσι παραμένει γνωστή μέχρι σήμερα η Ρουμανική Σκήτη. Οι μοναχοί της σκήτης δεν ξεπερνούν τους 10. β) η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Βρίσκεται σε απόσταση 2 ½ ωρών προς τα νότια στη Μονή και αποτελείται από 40 περίπου καλύβες. Ακολουθεί τον ιδιόρρυθμο βίο και οι πατέρες ασχολούνται με τη μικροτεχνία και την ξυλογλυπτική. Στη θέση της σημερινής σκήτης κατέφευγαν για άσκηση μοναχοί ήδη από τον 14ο αιώνα και σε αυτή την εποχή τοποθετείται η δράση του αγίου Μαξίμου, ο οποίος ονομάσθηκε Καυσοκαλυβίτης γιατί στον αγώνα του κατά της ιδιοκτησίας έκαψε την καλύβα του. Ο κυρίως ναός ιδρύθηκε το 1745 και τοιχογραφήθηκε στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ φρόντισε για την ανέγερση του κωδωνοστασίου (1897). Ανάμεσα στα άλλα κειμήλια, ξεχωριστή θέση έχουν οι τρεις μεγάλες βυζαντινές εικόνες που φυλάγονται στον κυριακό (Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, Παντοκράτορας). Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται πενήντα περίπου χειρόγραμα. Γ) η Σκήτη της Αγίας ’ννης. Βρίσκεται κοντά στη Μονή Αγίου Παύλου και κατοικείται από Έλληνες μοναχούς, οι οποίοι ακολουθούν τον ιδιόρρυθμο βίο. Το κυριακό χτίστηκε το 1752 και τοιχογραφήθηκε λίγο αργότερα. Κατά την παράδοση τα υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού μετέφεραν οι ίδιοι οι μοναχοί, χωρίς να χρησιμοποιήσουν ζώα ή άλλα μεταφορικά μέσα, σε ένδειξη ιδιαίτερης τιμής στην Αγία ’ννα. Δ) Έρημος. Βρίσκεται ανάμεσα στην Αγία ’ννα και τα Καυσοκαλύβια και αποτελείται από τον ’γιο Βασίλειο, τη Μικρή Αγία ’ννα, τα Καντουνάκια και τα Καρούλια. Στους απόμερους αυτούς μοναχικούς οικισμού ζουν οι σύγχρονοι ασκητές δοκιμάζοντας στη ζωή τους τη δύναμη της προσευχής.