-Γέροντες της εποχής μας

Η ορθή πρόθεση.

(Μνήμη Αγίας Αγάθης)

Την προαίρεσι του ανθρώπου πάντοτε την ζητεί ο Θεός «μή εκ λύπης ή εξ ανάγκης· ιλαρόν γάρ δότην αγαπά ο Θεός» (Β´ Κορινθ. 9, 7) και παραδίδει «τό επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις» (Φιλιπ. 4, 5), πού σχεδόν έχει το ίδιο νόημα. Αύριο εορτάζει η Εκκλησία μας την μνήμη της Αγίας Αγάθης, η οποία αν και ήτο μικρή κορούλα, ο τρόπος όμως της αθλήσεώς της κατέπληξε τον ουράνιο κόσμο, ώστε άγγελος Κυρίου, μετά το μαρτυρικό της τέλος να γράψη φανερά, μπροστά στον κόσμο πάνω στον τάφο της: «Νους όσιος αυτοπροαίρετος, τιμή εκ Θεού και πατρίδος λύτρωσις».

Πώς όμως μπόρεσε αυτό το μικρό κοριτσάκι να κερδίση τόσο τιμητική αίγλη; Ξέρετε τί σημαίνει, αισθητά ο Θεός να ομολογήση την ευαρέσκειά Του στο έργο μιάς ψυχής; Σκεφθήτε σε πόση τελειότητα είχε φθάσει, ούτως ώστε να απαιτήσει τρόπον τινά να πάρη αυτή την επισφράγισι από μέρους της προνοίας του Θεού. Αν κανείς το αξιολογήση αυτό, επιτυγχάνει αυτό πού λέγεται δωρεά σωτηρία. Χρειάζεται ο άνθρωπος ακριβώς να δείξη την προαίρεσι και την πρόθεσί του, ότι κινήται προς τον Θεό εξ αγάπης και μόνο και δεν φοβάται ούτε αναγκάζεται «μή εκ λύπης ή εξ ανάγκης» (Β´ Κορ. 9, 7), γιατί το θέμα της ανάγκης είναι μεταπτωτικό παράσιτο. Ο άνθρωπος, σαν κυριότης και σαν εικόνα και ομοίωσι του Θείου, δεν πρέπει ποτέ να υποβιβάζεται σε κανένα όρο ανάγκης, διότι η ανάγκη φανερώνει δειλία, αδυναμία, ατέλεια, φόβο, αβεβαιότητα κτλ. Να αποφύγωμε όμως απόλυτα τον νόμο της ανάγκης, είναι αδύνατο -λόγω της μεταπτωτικής μας δυστυχίας – αλλά τουλάχιστο στο θέμα της προθέσεώς μας εξ επιλογής, ημπορούμε να υπερβούμε τους νόμους της ανάγκης, όσον αφορά την προς τον Θεό προσφορά και θυσία μας. Η διάθεσί μας προς το Θείο, δεν θα πρέπει να είναι ούτε εξ ανάγκης, ούτε από φόβο, ούτε από ιδιοτέλεια. Απλούστατα πιστεύουμε στον Χριστό μας, γιατί το αξίζει· τον ακολουθούμε, γιατί του αρμόζει· τον λατρεύομε, γιατί είναι αυτός το κέντρο πάσης λατρείας, πάσης τιμής και πάσης δόξης. Όχι για να πάρωμε «τά Αυτού». Τί είναι «τά Αυτού;» Αφού Αυτός έδωκε «εαυτόν υπέρ ημών». Εν τούτοις όμως, μόνο πού ξέρομε ότι η Παναγαθότης Του θα μάς χαρίση «Αυτόν και τα Αυτού», κινούμεθα πάντοτε από αγάπη. Έτσι εσκέπτετο και ενεργούσε και αυτό το μικρό κοριτσάκι, η παμμεγίστη αυτή μάρτυς, πού είναι η δόξα της Εκκλησίας μας, και κατέκτησε την θεία ευαρέσκεια, ώστε δημοσίως ο άγγελος, ως προείπαμε, να επισφραγίση τον τάφο της με τον τόσο τιμητικό τίτλο· ακριβώς διότι η πρόθεσί της ευαρέστησε τον Θεό. Ας δούμε όμως τί συμβαίνει στην πρακτική φάσι της ζωής μας, όταν κινούμεθα κατά αυτό τον τρόπο. Εμείς και οι αρχές του σκότους ευρισκόμεθα σε μια τιτανομαχία αδιάκοπη. Διά ποιό σκοπό; Εμείς για να επισφραγίσουμε την πίστι μας, την οποία μέσα μας παραδεχθήκαμε· να την σαρκώσουμε, να την κάνωμε σεσαρκωμένη πίστι. Διότι η πίστι χωρίς σάρκωσι, δηλ. πίστι χωρίς έργα, πίστι νεκρά, αφηρημένη, δεν έχει καμία άξια. Τέτοια πίστι έχουν όλα τα κτίσματα, ακόμα και οι δαίμονες. Εμείς αγωνιζόμεθα να κάνωμε πράξι εκείνο το οποίο πιστεύομε. Και έρχονται οι δυνάμεις του σκότους να μάς φράξουν τον δρόμο, να μην μάς επιτρέψουν να το αποδείξωμε πρακτικά και να μάς ελέγξουν ως ψεύστες, δηλαδή ως απίστους. Γιατί τούτο είναι το νόημα της κρίσεως, περί πίστεως και απιστίας, κατά τον πνευματικό νόμο. Εκεί ελέγχονται όσοι επίστεψαν και όσοι δεν επίστεψαν. Εμείς όταν ξεκινήσωμε με ζήλο γι  αυτό ακριβώς τον σκοπό, τότε ο διάβολος αποδυναμώνεται, διότι στην πραγματικότητα ο διάβολος δεν έχει πρόσωπο. Σαν υπόστασι, σαν πνεύμα βεβαίως υπάρχει. Υπάρχει στον εαυτό του, αλλά έξω από κάθε τόπο και χώρο και ιδίως από την δική μας περιφέρεια, διότι «αυτού αι ρομφαίαι εξέλιπαν εις τέλος» (ψαλμ. 9, 7). Ερχόμενος ο του «κόσμου άρχων», λέει ο Ιησούς μας, «εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. 14, 30) «ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται» (Ιωάν. 16, 11), και «ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωάν. 12, 31). Αυτά όλα είναι εκείνα τα λάφυρα πού μάς εχάρισε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του και με τον Σταυρό Του, με τον οποίο κατήργησε τον σατανά. Η θέσι λοιπόν του εχθρού απέναντί μας είναι καθαρώς υπομνηματική· όχι απ  ευθείας και στα ίσια. Έρχεται με δόλο και υπουλότητα να μάς αποπλανήση, μεταφέροντας και καλύπτοντας τα πάντα. Και χρησιμοποιεί προφάσεις, δήθεν ευλογοφανείς, για να μάς απατήση, διότι κατ  ευθεία είναι αδύνατο. Και ο πιο λοξός νους είναι αδύνατο ευθέως να δή τον διάβολο και να τον παραδεχθή και έτσι να αρνηθή τον Θεό. Πλανάται όμως ο νους με τις ψευδείς υποδηλώσεις και ευλογοφανείς προφάσεις του εχθρού, μέχρι να απατηθή, να δεχθή το δόλωμα και να γίνη προδότης. Όταν ο άνθρωπος πλανηθή και ακολουθήση τον σατανά, τότε αυτός αποκτά προσωπικότητα· τότε πλέον δεν έρχεται υπό το νόημα της υπομνήσεως, αλλά υπό το νόημα της εξουσίας, γι  αυτό και λέει ο Ιάκωβος· «αντίστητε τώ διαβόλω και φεύξεται αφ  υμών» (Ιάκ, 4, 7).

Όταν η ορθή πρόθεσι υπάρχει, ο κάθε αθλητής ό, τι συναντήσει μπροστά του, στέκει μία στιγμή και αναλογίζεται.

«Πάω τώρα να κάνω την αγρυπνία μου και αμέσως αισθάνομαι μία παρά φύσι κόπωσι, ένα νυσταγμό, μίαν ακηδία, ένα βάρος, ένα συγκλεισμό. Σταματώ, γυρίζω και λέω: Καλά τί είναι τούτο τώρα; Δεν είμαι εγώ αυτός; Ναί, είμαι. Δεν εφύλαξα το πρόγραμμά μου; Ναί, το εφύλαξα. Δεν εκοιμήθηκα καταλλήλως, δεν εξεκουράστηκα καταλλήλως, δεν εφύλαξα το υπόλοιπο πρόγραμμα; Ναί. Αυτό λοιπόν τί είναι τώρα; Αρα αυτός είναι. Αυτόν περίμενα». Ορθώνει το ανάστημά του και λέει: «Κακώς ήλθες με εκείνους πού σε έφεραν δεν πρόκειται να κερδήσης τίποτε. Εδώ είμαι· τί θα μου κάνης; Δεν με αφήνεις να πώ την ευχή; Δεν την λέω. Δεν με αφήνεις να αγρυπνήσω, δεν με αφήνεις να κάνω τον τύπο της ορθοστασίας μου κατά τον κανόνα μου; Δεν το κάνω. Ακριβώς γιατί δεν είμαι υπό νόμο. Και αν το αγωνιστικό μου στάδιο έχει αυτό τον προγραμματισμό, είναι γιατί το ήθελα εγώ και το έκανα με την ιδική μου σκέψι και απόφασι, πιστεύοντας ότι αυτός ο τρόπος ήταν συντελεστικός στο να πετύχω». Όταν όμως αυτός ο κακοήθης έρχεται να προβάλη αντίστασι από την ιδική του αναισχυντία, τα καταργώ όλα και του αποδεικνύω ότι δεν έχω ανάγκη από τους τύπους και δεν ημπορεί να με ελέγξη, διότι οι τύποι και τα προγράμματα είναι ιδικά μου. Υπό νόμο δεν υπόκειμαι διότι «ως υιοίς ημίν προσφέρεται ο Θεός» (Εβρ. 12, 7) και διακείμεθα ως υιοί προς τον πατέρα και κανείς νόμος δεν μάς υποβιβάζει. Θέλομε και αγωνιζόμεθα. Η σωτηρία μας πηγάζη από τον Σταυρό του Χριστού. Αυτού πού ήρθε και εβάστασε την παγκόσμιο αμαρτία· και το πανάγιό Του αίμα αυτό είναι πού σώζει, και όχι τα έργα μας. Και έτσι με την ορθή αυτή πρόθεσι, με αυτή την τοποθέτησι εκμηδενίζεται ο σατανάς.

Όταν όμως μπαίνουμε μέσα στο πρόγραμμά μας με χλιαρότητα, με συμβιβασμούς και προσπαθούμε αν ήταν τρόπος να ξεφύγωμε, γιατί δεν τοποθετήθηκαν τα πράγματα καλά, τότε αυτός γίνεται πανίσχυρος εναντίο μας και εφαρμόζεται αυτό πού λέει η Γραφή, ότι «περιπατεί ως λέων ωρυόμενος» (Α´ Πέτρ. 5, 8) ζητώντας ποιόν να καταπιή. Σε μας όμως δεν είναι ως «λέων ωρυόμενος», σε μάς είναι μύρμηγκας, γιατί δεν έχει καμία θέσι μαζί μας. Εμείς πρακτικά αυτή την ώρα είμεθα εντός, απόλυτα εντός, δεν αμφιβάλλαμε σε τίποτε, διότι πρακτικά ακούσαμε την κλήσι, το «ακολούθει μοι» του Ιησού μας. Το ακούσαμε και με ένα πήδημα, όχι με βραδύτητα, εγκαταλείψαμε και πατρίδα και εστία και οικογένεια και φύσι και αυτοεξοριστήκαμε και εγίναμε περίγελως εις εκείνους πού φαντάζονται ότι περιγελούν, και κατοικούμε στις τρώγλες σαν θηρία, γιατί ακριβώς εφυτεύθηκε μέσα μας το νόημα του «ακολούθει μοι» και μάς έγινε δόγμα στην ζωή. Αυτή την ώρα είμεθα μέσα, δεν μπορεί ο διάβολος τίποτε να κάνη, δεν έχει τίποτε να πάρη. Τώρα, το εάν δεν εγίναμε «καθαροί τη καρδία» και εάν δεν εφθάσαμε στο σημείο να θεωρούμε τον Θεό και τα του Θεού, αυτό δεν απόκειται σε μάς- αυτό απόκειται στην πανάγαθο του Χριστού μας ευσπλαχνία και Χάρι, η οποία θα το δώση όταν θελήση αυτή. Εμείς πάντως το προσμένομε, όχι για την αξία, όχι για την ικανότητα, αλλά διότι έτσι είναι η έξι της πατρικής Του στοργής, να χαρίζη αυτά σε εκείνους πού τον ακολουθούν. Αλλά αυτό πού πρέπει πάντοτε να μάς απασχολή, είναι τούτο: Να μείνωμε πιστοί στην ομολογία, να κρατήσωμε σωστή την πρόθεσί μας απέναντί Του και να συνεχίσωμε την πορεία ακολουθώντας Τον, εις οποιοδήποτε σημείο και αν μάς καλέση ο προορισμός μας. Και τότε μετά παρρησίας, μετά «επαινετής αναίδειας», κατά την γλώσσα των Πατέρων μας, θα ανοίξωμε και εμείς το χέρι μας και θα πούμε: «Κύριε τον δρόμο ετελειώσαμε, την πίστι ετηρήσαμε· λοιπόν, κλίνον το ούς Σου, και κατά την αγαθότητά Σου, δός τις επαγγελίες Σου». Όλα αυτά όμως θα γίνουν αν η πρόθεσί μας είναι σωστή. Εάν η πρόθεσί μας είναι χλιαρή, τότε δεν υπάρχει αυτή η παρρησία. Και δοκιμάστε, με την πείρα να το δήτε. Οσάκις υπάρχει μέσα μας κάποια ηττοπάθεια, χάνεται η παρρησία. Αυτό είναι και πάλι το παράδοξο. Το θέμα της ήττης δεν είναι εκείνο πού μετράει, αλλά ο τρόπος του χειρισμού ο εσφαλμένος. Αλλωστε δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας και αν μία ημέρα είναι η ζωή του ανθρώπου. Δεν είναι δυνατό να υπάρξη άνθρωπος χωρίς να αμαρτήση. Αρα το θέμα της φιλαμαρτήμονος διαθέσεως είναι γνωστό σε μάς και επομένως δεν μάς απασχολεί αυτό. Δεν υπάρχει θέμα να μην αμαρτήσωμε ποτέ. Δεν μπορεί να γίνη, δεν υπάρχει στην φύσι μας αυτό· ούτε και ο Θεός το απαιτεί. Γι  αυτό και εχάραξε διά της Εκκλησίας Του την απεριόριστη μετάνοια, όχι σε έκταση αλλά σε πλήθος.

Επομένως λοιπόν, όταν χάνεται το θάρρος και αισθανώμαστε τον Θεό ως οργισμένο, είναι λανθασμένη τοποθέτησι. Ο Θεός αγαπά και τους αμαρτωλούς και τους δικαίους και τους δαίμονες εξ ίσου, διότι είναι Πανάγαθος Αυτοαγάπη· δεν μεταβάλλεται, δεν αλλοιώνεται. Πώς αισθανόμαστε εμείς απέναντί Του φόβο;

Και σαν παράδειγμα λέγω το εξής.

Κάποτε σφάλλαμε, κάνομε ζημιά στον πατέρα μας, είτε φυσικό είτε πνευματικό, και αμέσως χάναμε το θάρρος μας απέναντί του, αρχίζομε να τον ντρεπόμεθα, να τον φοβούμεθα και γενικά όλη μας η παρρησία και θέσι στην αγάπη του εχάθη. Τώρα ποιός προκάλεσε όλη αυτή την σύγχυσι; Ο πατέρας καλά καλά δεν ξέρει τίποτε ακόμα, γιατί δεν είδε την ζημιά και όμως εμείς σχεδόν τρέμομε για την ενοχή μας. Βλέπετε ποιός δημιουργεί τον φόβο; Η ενοχή του σφάλματος, όχι ότι ο Θεός μετέβαλε την αγάπη Του σε οργή.

Αυτό το θέμα όμως της ενοχής δεν είναι αυτό πού προκαλεί. Είναι ο τρόπος του χειρισμού λανθασμένος. Από εκεί χάνει ο άνθρωπος την σωστή, την ακέραια προαίρεσι, την αγνή πρόθεσι. Χάνεται από εκεί και γι  αυτό χάνει την παρρησία του, ενώ δεν υπάρχει λόγος αυτή να χαθή.

Παρ  όλο πού υπάρχει αμαρτωλότης, δεν οργίζεται ο Θεός πού αμαρτάνει ο άνθρωπος – εφ  όσον δεν υπάρχει στην φύσι του αναμαρτησία – αλλά όταν ο άνθρωπος αλλάζει τον τρόπο της προθέσεώς του. Και αυτό είναι η πλάνη του σατανά από τα δεξιά, να προβάλλη την απογοήτευσι σαν ανάγκη.

Πάντως πρέπει να προσέχετε, ότι η δύναμι του σατανά στο να μάς προκαλέση να σφάλλωμε, δεν είναι στο να μετρήση την έκτασι της αμαρτίας. Δεν κερδίζει τίποτε από εδώ. Ο σκοπός του είναι το να κάνη παραδεκτή την απογοήτευσι. Αυτό το διαβολικό σκοτεινό νέφος πού θολώνει τον νού, σβήνει την προαίρεσι και παραδίδει τον άνθρωπο άνευ όρων.

Καλά, εντάξει, «τώ Θεώ επταίσαμεν, τώ Θεώ απολογούμεθα». Ο σατανάς τί δουλειά έχει στην μέση; Να μάς γίνη δικαστής; Αυτός να κρίνη εμάς; Ο «αναμάρτητος»(!) εμάς τους αμαρτωλούς; Μα για μάς τους αμαρτωλούς ο Υιός του Θεού εκρεμάσθη στον Σταυρό, εμάς μέν να σώση και αυτόν να απολέση. Πού βρίσκεται η παρρησία του; Εσφαλμένη η κρίσι. Βλέπετε;

Να ακόμη άλλη απόδειξι. Οσάκις συμβαίνει σφάλμα, σταματάει ο άνθρωπος και κάνει ένα έλεγχο και λέει: «Καλά, απεφάσισα εγώ να αρνηθώ τον Χριστό; Να αλλάξω το ιδίωμα της πνευματικής μου ζωής; Να οπισθοχωρήσω από την χριστιανική γραμμή; Όχι. Αφού δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, άρα το σφάλμα ήταν ατύχημα». Η προαίρεσι δεν ελύγισε, δεν άλλαξε, αλλά είναι από τα συμπτώματα της μεταπτωτικής μας αθλιότητος, πού εξ αιτίας της ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητα. Υποκείμενος στην πίεσι των τρομερών αλλοιώσεων, τις οποίες προκάλεσε η πτώσι, δεν τα καταφέρνει και γλυστράει, όπως εκείνος πού βαδίζει σε ανώμαλα μέρη και είναι αδύνατο να μην γλιστρήση και να μην κατασχιστή.

Αφού είναι έτσι η πραγματικότης, δεν υπάρχει πλέον θέμα απογοητεύσεως και αποθαρρύνσεως. Πρέπει λοιπόν αναπεπταμένη να είναι η προαίρεσι, ακέραια, σωστή. Είμεθα έτοιμοι για την αγάπη του Χριστού μας να υποστούμε τα πάντα. Κανείς δεν μάς σταματά, δεν μάς αναχαιτίζει. Κανένα δεν φοβούμεθα, γιατί ακριβώς είναι «μείζον ο εν ημίν ή ο εν τώ κόσμω» (Α´ Ιωάν. 4, 4).

Αυτή είναι η πραγματικότης. Και πολύ με παρακίνησε ο βίος αυτής της μικρής κορούλας, αλλά μεγάλης μάρτυρος, πού κατόρθωσε να συντρίψη τον σατανά και να σώση την πατρίδα της. Αμήν.

About the author

Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης