-Βίοι Αγίων

Άγιος Πολύδωρος ο Κύπριος Νεομάρτυρας – Saint Polydoros the Cypriot Neomartyr (3 Σεπτεμβρίου)

Μέγα καύχημα της Λευκωσίας,
μέγα στήριγμα πόλεις Εφέσου,
μέγα κλέος τε των δύο πόλεων
της μεν γαρ γόνος σεπτός εχρημάτισας,
την δε τα σα επορφύρωσαν αίματα.
Αλλά πρεύσβευε Χριστώ τω Θεώ άγιε Πολύδωρε,
ίνα ρυσθώμεν κινδύνων και θλίψεων.

Απολυτίκιον αγίου Πολύδωρα

Το όνομά του δεν είναι γνωστό στους πολλούς. Κι όμως αποτελεί ένα πραγματικό στολίδι της νεότερης κυπριακής ιστορίας κι ένα ηρωικό μαχητή και νέο μάρτυρα της εκκλησίας μας. Ο Πολύδωρος γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Απαγχονίστηκε στη Νέα Έφεσο (Γενί Κουσάντασι), στίς 3 Σεπτεμβρίου του 1794.
Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα. Χρόνια σκοτεινά. Χρόνια μαύρης σκλαβιάς. Παρ’ όλα αυτά όμως οι γονείς του Χατζηλουκάς και Λουρδανού, άνθρωποι θεοφοβούμενοι κι ευσεβείς φρόντισαν να δώσουν στο παιδί τους μόρφωση χριστιανική και τον έστηλαν και διδάχθηκε θεολογία.
Όταν ο Πολύδωρος μεγάλωσε, φύση έξυπνη και δημιουργική, επιδόθηκε στο εμπόριο. Για τις δουλειές του μάλιστα άρχισε να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη και στην Αίγυπτο. Για ένα διάστημα οι συμβουλές των γονιών του, να προσέχει στις συναναστροφές του, αντηχούσαν διαρκώς στ’ αυτιά του και τον συγκρατούσαν, όμως με τον καιρό ή προσοχή χαλαρώθηκε. Σ’ ένα από τα ταξίδια του στη χώρα του Νείλου γνωρίστηκε μ’ ένα πλούσιο εξωμότη από την Ζάκυνθο και προσλήφθηκε στην υπηρεσία του. Στην εργασία αύτη συνδέθηκε και με διάφορους τύπους της ηλικίας του. Τύπους που θα ονομάζαμε σήμερα των κατωγείων, τύπους χωρίς ηθικούς φραγμούς. Και γρήγορα άρχισε να ξενυχτά, να πίνει και να μεθά, να χαρτοπαίζει και να νυχτοξημερώνεται στα διάφορα καταγώγια. Μια βράδια σ’ ένα από τα κέντρα αυτά της ηδονής παρασύρθηκε κι ήπιε τόσο που μέθυσε. Και στο μεθύσι επάνω, αλλαξοπίστησε κι ασπάσθηκε τον μωαμεθανισμό. Η νέα θρησκεία δεν του πρόσφερε καμιά χαρά μα ούτε μπορούσε να του προσφέρει και την ελάχιστη ψυχική ικανοποίηση. Παρά τα χρήματα που κέρδιζε και τις θέσεις και τα μεγαλεία που εξασφάλισε με τη νέα του ζωή, καμιά χαρά δεν είδε. Αντίθετα οι τύψεις που άρχισαν να ξυπνούν μέσα του και που μεγάλωναν μέρα με τη μέρα και πλήθαιναν δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Η συνείδηση του, μαστίγιο σκληρό κι ανελέητο, τον έδερνε φρικτά και χωρίς οίκτο.
Κάποια βράδια σε μια τέτοια ψυχική αναστάτωση, θυμήθηκε με γλυκιά νοσταλγία το σπίτι του. Αγράμματοι ήταν οι γονείς του μα είχαν τη μόρφωση της πίστεως και της αρετής. Πριν να πάνε για ύπνο το βράδυ γονάτιζαν όλοι μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και προσεύχονταν να τους φύλαξει από τους Τούρκους και αυτού του Τούρκου τη θρησκεία ασπάσθηκε τώρα. Τότε θυμήθηκε τα λόγια της καλής του μάνας. Του τα είπε σε μια περίπτωση, που έκανε κάτι που δεν έπρεπε κι ήταν ανήσυχος και στενοχωρημένος, Παιδί μου, του είχε πει. Την ταραγμένη συνείδηση ένα πράγμα μόνο την καθησυχάζει και την γαληνεύει: Η μετάνοια κι η εξομολόγηση.
Κι η θύμηση αυτή τον ενίσχυσε κάπως. Μα και τον έσπρωξε χωρίς καμιά καθυστέρηση ή αναβολή ν’ αφήσει την Αίγυπτο και να φύγει για τη Βηρυτό. Σαν έφτασε, με λαχτάρα έτρεξε να ιδεί τον Δεσπότη. Και όταν τον βρήκε, με βαθιά συντριβή έπεσε μπροστά του και τον παρακάλεσε να δεχθεί την εξομολόγηση του. Τα είπε όλα. Τίποτα δεν απέκρυψε. Ο Δεσπότης ένας ευλαβής κληρικός, τον άκουσε με συμπόνια και δάκρυα στοργής. Στο τέλος, αφού τον παρηγόρησε και τον ενίσχυσε, τον συμβούλεψε για ασφάλεια του και για ξεκούρασμα να καταφύγει σε κανένα μοναστήρι. Ο Πολύδωρος τον άκουσε με προσοχή. Αφού ευχαρίστησε τον καλό γέροντα έφυγε. Έσπευσε να εκτελέσει τη συμβουλή του. Κατέφυγε σ’ ένα μοναστήρι. Λίγο καιρό όμως έμεινε εκεί. Από φόβο μήπως εκθέσει τον πνευματικό του πατέρα έφυγε νωρίς. Περιήλθε διάφορους τόπους και κατέληξε στο νησί της Χίου. Εδώ επισκέφθηκε κάποιο άλλο πνευματικό, εξομολογήθηκε και πάλι με πόνο ψυχής και ζήτησε να ξαναγίνει δεκτός από την Εκκλησία. Ο πνευματικός δέχτηκε τη μετάνοια του. Του διάβασε τη συγχωρητική ευχή, τον έχρισε με άγιο μύρο και τον κοινώνησε.
Μετά την αποκατάσταση του αυτή στους κόλπους της Εκκλησίας ο Πολύδωρος αναχώρησε για τη Νέα Έφεσο. Ο πόθος του να επανορθώσει πραγματικά το αμάρτημα του, δεν τον αφήνει ήσυχο. Μια σκέψη στριφογυρίζει αδιάκοπα στο μυαλό του. Η σκέψη να επισκεφθεί τις τουρκικές αρχές και με παρρησία να διακηρύξει μπροστά σ’ αυτούς την πίστη του στον Χριστό και την αφοσίωση του στο θέλημά του. Και το ‘καμε.
Μια μέρα παρουσιάστηκε μπροστά στον μουφτή και χωρίς περιστροφές τον ρώτησε:
– Πες μου, αφέντη. Είναι νόμιμο και σωστό να δώσω πίσω ένα πράγμα κάλπικο, που μου έδωκαν πριν λίγο καιρό με απάτη;
Ο μουφτής απήντησε καταφατικά. «Ναι» , του είπε, «Είναι νόμιμο».
Τότε ο Πολύδωρος πρόσθεσε:
— Δώσε μου, σε παρακαλώ, αυτή την απόφαση γραπτώς.
Ο μουφτής έγραψε την απόφαση και του την έδωσε. Μόλις ο Πολύδωρος πήρε στο χέρι την απόφαση (τον φετφά), χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε στον ιεροδικαστή (Καδή) και δείχνοντας την απόφαση του μουφτή του είπε:
— Πριν δέκα χρόνια με ξεγελάσaν και με κάμαν να αρνηθώ την πίστη μου. Πέταξα το χρυσάφι που κρατούσα για να πάρω το χώμα. Τώρα μετανιώνω. Λυπάμαι γι’ αυτό που έκαμα και στενοχωρούμαι και κλαίω. Πάρτε το χώμα σας κι εγώ ξαναπαίρνω το χρυσάφι μου. Ήμουνα χριστιανός! Μένω χριστιανός! Κι είμαι έτοιμος να πεθάνω χριστιανός!
Στα λόγια του ομολογητή ο καδής με κόπο συγκράτησε τον θυμό του. Δοκίμασε κάτι να πει. Άρχισε τις κολακείες. Προχώρησε στις υποσχέσεις. Προσπάθησε να μεταπείσει τον Πολύδωρο τάζοντας χρήματα και θέσεις και τιμές… Και κατέληξε.
— Έναν καιρό ήσουν χριστιανός. Τώρα όμως είσαι μωαμεθανός.
— Όχι! Όχι! Διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Πολύδωρος. Είμαι χριστιανός. Και θα πεθάνω χριστιανός.
Ο καδής δεν απογοητεύθηκε. Συνέχισε τις υποσχέσεις. Υποσχέσεις δελεαστικές. Απίθανες. Μα τίποτα. Στο τέλος, σαν αντιλήφθηκε, πώς οι προσπάθειες του ήταν χαμένες, διέταξε να αρπάξουν τον Πολύδωρο, να τον κλείσουν στη φυλακή και ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια.
Όλη νύχτα οι δήμιοι βασάνιζαν τον μάρτυρα. Να αριθμήσει κανείς τα βασανιστήρια; Είναι αδύνατο. Τούτο μόνο λέγουμε. Την επομένη ο Πολύδωρος με το πρόσωπο αλλοιωμένο από τις ολονύχτιες κακώσεις και το κορμί τσακισμένο από τους αλύπητους ξυλοδαρμούς οδηγήθηκε μπροστά σ’ ένα συμβούλιο από Τούρκους άρχοντες. Για δεύτερη φορά ο Πολύδωρος με παρρησία ζηλευτή διακήρυξε πάλι την πίστη του στον Χριστό και την αμετάκλητη απόφαση του να πεθάνει γι’ Αυτόν. Σ’ όλες τις απειλές και τις πιέσεις πού του έκαμναν η απάντηση του ήταν:
— Είμαι χριστιανός! Θα μείνω χριστιανός! Και θα πεθάνω χριστιανός.
Η άκαμπτη επιμονή του είχε εξοργίσει όλα τα μέλη του Συμβουλίου, που για να δώσουν μια διέξοδο στο αδιέξοδο, διέταζαν να ρίξουν και πάλι τον άγιο στη φυλακή και να επαναλάβουν τα βασανιστήρια. Οι δήμιοι με ασυγκράτητη μανία άρπαξαν το θύμα ξανά και το πέταξαν σ’ ένα σκοτεινό κελί. Εκεί με καννιβαλίστικο πάθος, τόσο γνωστό και στην εποχή μας, άρχισαν το μακάβριο έργο τους. Έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του μάρτυρος για να μη μπορεί να μετακινηθεί και με μαστίγια τον κτυπούσαν συνέχεια παντού. Το άγιο κορμί έγινε μια πληγή από την οποία το αίμα έτρεχε άφθονο. Ύστερα του έβαλαν σίδερα καυτά και τούβλα πυρωμένα στους ώμους και τις μασχάλες. Επιπλέον παρενέβαλαν μια ράβδο σιδήρου στο πέος του, ενώ άλλοι την ίδια ώρα του φορούσαν στο κεφάλι ένα πυρακτωμένο τάσι για σκούφο. Δεν θα αναφέρουμε άλλα βασανιστήρια. Μας είναι αδύνατο. Άλλωστε και να τ’ ακούει κανείς δυσκολεύεται, τούτο μόνο σημειώνουμε. Ο καρτερόψυχος ομολογητής τα υπέμεινε όλα με θάρρος και καρτερία μοναδική. Τα υπέμεινε προφέροντας με πίστη: «Κύριε, συγχώρησε με». Είχε πια αποφασίσει τον θάνατο κι έτσι ο πόνος δεν τον φόβιζε.
Με τα μαρτύρια πέρασε όλη η νύχτα. Όταν ξημέρωσε, μερικοί δήμιοι πήραν τον μάρτυρα και τον οδήγησαν με φωνές και βρισιές στην πλατεία, μπροστά στον κριτή, πού περίμενε καθισμένος σε μια ψηλή εξέδρα ανάμεσα σε πολλούς επίσημους μωαμεθανούς.
Λίγο πιο κάτω ήταν στημένη μια αγχόνη. Ο μάρτυρας κοίταξε πρώτα την αγχόνη κι υστέρα τον κριτή. Ένα αίσθημα παρηγοριάς ένοιωσε βλέποντας την πρώτη. Μια αηδία σαν αντίκρισε τον δεύτερο.
— Άϊ! τι λες; του φώναξε ο κριτής μ’ ένα γέλιο σαρδόνιο. Έβαλες μυαλά ή ακόμα επιμένεις στις απόψεις σου;
— Τα μυαλά μου τάχασα μόνο, όταν παρασύρθηκα κι αντάλλαξα την πίστη μου με τη δική σας. Τρέλα είναι να πετά κανείς το χρυσάφι, για να πάρει το χώμα. Τώρα τα έχω τετρακόσια τα μυαλά μου. Τώρα πού ξαναγύρισα στον Χριστό μου. Στα λόγια του μάρτυρα ο κριτής έχασε την υπομονή και φώναξε:
— Κρεμάστε τον γκιαούρη να γλυτώσουμε. Κρεμάστε τον. Είναι αγύριστο κεφάλι. Οι δήμιοι οδήγησαν τον Πολύδωρο προς την αγχόνη. Κι αυτός αφού με σταθερό βήμα πλησίασε, ασπάστηκε με σεβασμό το σχοινί της, έκαμε μ’ ευλάβεια τον σταυρό του και γαλήνιος δέχτηκε το σχοινί στον λαιμό του. Ο δήμιος έσυρε το σχοινί. Το κορμί υψώθηκε μετέωρο, ενώ η αγία ψυχή του μάρτυρα πέταξε στα γαλανά χάη του ουρανού.Το άγιο λείψανο έμεινε τρεις μέρες στην αγχόνη. Την τρίτη μέρα οι Τούρκοι διέταξαν τους χριστιανούς να το πάρουν και να το θάψουν. Μερικές αγνές ψυχές χριστιανοί αλλά και παραδόξως μουσουλμάνοι κατέβασαν το άγιο σκήνωμα απ’ την αγχόνη, το ξέπλυναν με καθαρό νερό και το έθαψαν κοντά στο νεκροταφείο των αρμενίων ραίνοντας το με τα δάκρυα του θαυμασμού και της αγάπης τους.
Σήμερα η κάρα του Αγίου φυλάσσεται στο Ναό της Αγίας Αικατερίνης Πλάκας στην Αθήνα.

His name is not know by many people.However he constitutes a real gem in the newer history of Cyprus and a heroic figure and a new martyr of the Orthodox Church. Polydoros was born in Nicosia, Cyprus a little bit after the middle of the 18th century.He was hang in New Efessos (Yeni Kusandasi) on September 3rd 1794.
Those were difficult years. Years of darkness. Years of harsh slavery. Even so, his parents Hadjiloukas and Lourdanou, who were God-respecting and devoted persons, made sure to give their child a Christian upbringing and they send him to study theology. When Polydoros grew up, he was naturally intelligent and creative and for this reason, he got started in the trade business. For his work, he began to travel in various parts of the world including Egypt. For a time, he followed the advices of his parents, and was careful about who he made friends with and their voices echoed permanently in his ears and restrained him from getting into bad company. However with time his attention became weak. In one of his travels in the country of the Nile, he became acquainted with a rich renegade from Zakynthos and went under his service. In this job, he became connected with various types of men his age. The types that we would call today, men of the underground living, the type of men who had no moral barriers. Very soon Polydoros begun the night life, drinking and getting drunk, playing cards and spending the whole night until dawn in the various joints of debauchery. One evening in one of these joints of pleasure, he became very drunk and in his drunkenness, he changed his religion and became Muslim. His new religion did not offer any joy to him and neither could it offer him the minimal mental satisfaction. Despite the money that he gained, the positions and the greatness that his new life ensured him, he could not find any happiness in his life. On the contrary the quilt that began to wake up in him and started to grow day by day and multiply, could not let him find rest. His conscience hit him hard and with out mercy, it was a whip which stricken him without pity. One evenings while he was in such a mental agitation, he remembered his house with sweet nostalgia. His parents were illiterate but they had the education of faith and virtue. Before they went for sleep in the evening, they all used to kneel down in front of the icon of the Virgin Mary and prayed to Her to look after them from the Turks. Now, it was the religion of these same Turks that he bowed to. Then he remembered the advice of his good mum. She told him the following words once when he did something which he should not have done and felt uneasy and distressed. «My child», she told him, «the only thing that appeases and gives peace to an upset conscience is penitence and confession». This recollection strengthened him somehow but also pushed him without any delay or postponement to leave Egypt and go to Beirut. When he reached there, with great agony he ran to see the local Orthodox Bishop. When he found him, deeply crashed, he fell in front of him and requested to accept his confession. He told him everything. He did not withhold anything. The Bishop who was a devoted clergyman, listened to him with compassion and teardrops of affection. At the end, after he gave him comfort which strengthened him, the Bishop advised him that for his safety and in order to find peace to resort to a monastery. Polydoros listened to him with attention. He thanked the good spiritual father, left and hurried to execute the Bishop’s advice. He took residence in a monastery, however he remained there for only a short time. Under the fear of exposing his spiritual father he left soon. He traveled to various places and ended up at the island of Chios. There, he visited another spiritual father and once again with pain in his heart, he took confession and asked him to once more allow him to become accepted in the Orthodox Church. The spiritual father accepted his penitence. He read the forgiveness prayer and anointed him holy myrrh and gave him communion. After his re-establishment in the bosom of the Church, Polydoros left for the city of New Efessos in Asia Minor. His desire to really rectify his sin, did not leave him in peace. A thought twirled continuously in his brain. The thought was for him to visit the Turkish Authorities and with frankness to declare in front of them his faith to Christ and his devotion to his will. One day he presented himself in front of the mufti (the Muslim judge and priest) and without fear asked him. «Tell me Master, is it legal and right to give back a fake thing which was given to me a little while ago with fraud?» The mufti replied affirmatively.»Yes», he said to him, «it is legal». Then Polydoros added, «I request that you give me this decision in writing». The mufti wrote his decision and gave it to him. As soon as Polydoros took the decision (the fetfa) in his hand, without losing any time, he ran to the Muslim religion judge (the cadi) and showing the decision of the mufti he told him, «Ten years ago I was cheated and I was made to deny my faith. I threw away the gold which I had in order to take the dirt. Now I regret it. I am sorry for what I did and am distressed and I cry. Take your dirt and I will take back my gold. I was Christian! I will remain Christian! And I am ready to die Christian!» Upon hearing the words of the confessor, the cadi tried hard to retain his anger. He tried to say something. He began with flatteries. He advanced to promises. He tried to make Polydoros change his mind by promising him money, positions and honors… and concluded, «Once you were Christian. Now however you are Muslim».»No! No!» Polydoros protested intensely, «I am Christian and I will die Christian». The cadi was not disappointed. He continued the promises. Seductive promises. Improbable. But nothing. At the end, when he was convinced, that his efforts were lost, he ordered for Polidoros to be seized, and put him in prison were they begun the tortures. All night the executioners tortured the martyr. To count the different kinds of tortures Polydoros went through is impossible. We will say only this. The next day with his face deformed from the all night abuse and his body broken from the cruel beatings, Polydoros was led in front of a council made of Turkish nobles. For the second time Polydoros with enviable frankness declared his faith Christ and his irrevocable decision to die for it. In all the threats and pressures which they made, his answer was, «I am Christian! I will remain Christian! And I will die Christian». His inflexible insistence had angered all the members of the Council, and in order to find a exit in the impasse, they ordered to throw the Saint once again in prison and have the tortures repeated. The executioners with unrestrained fury seized the victim again and threw him in a dark cell. There with cannibalistic passion, which is so well known even in our times, they begun their macabre work. They tied up the hands and the legs of the martyr in order for him not to be able to move and with whips they struck him constantly everywhere.The Saint’s body became a single wound from which the blood ran abundantly. After that, they put boiling hot irons and burning bricks on his shoulders and his armpits. In addition they inserted an iron rod into his penis .At the same time, some others put over his head a burning hot pot as a cap. We will not mention any other tortures as it is too much for us, not to mention that it is difficult for some-one even to read them.We will add only this. The courageous martyr endured all of them with courage and unique perseverance. He endured them by receding with faith, «Lord forgive me». He had already decided for death and thus the pain did not scare him. With these martyrdoms he passed the whole night. In the morning some executioners took the martyr and led him with insults and shoutings to the square in front of the judge, where he waited seated on a tall platform between a lot of Ottoman officials. A little below gallows were set up. The martyr looked first at the gallows and later at the judge. He felt a feeling of comfort seeing the first, and disgust as he looked at the second. «Hey!! What you say?», shouted the judge with a sardonic laughter. «Did you knock some sense in your brains or you still insist in you
r opinions?» «I lost my brains only when I was carried away and exchanged my faith with yours. It is madness to throw away gold, in order to take dirt. Now I have found my sanity. Now that I have returned to Christ». In hearing the words of the martyr, the judge lost his patience and shouted, «Hang this gavour (pig) so that we can finish with him. Hang him, his mind does not change». The executioners led Polydoros to the gallows. After he approached them with determined steps, he kissed the rope with respect, made his Cross with devotion and serenely accepted the rope to pass through his neck. The executioner pulled the rope. The body was raised in the air, while the Saint’s soul flew to the blue chaos of the sky. The corpse of the Saint remained on the gallows for three days. The third day the Turks ordered the Christians to take him and bury him. Some people with good souls, Christians and paradoxically Muslims, lowered the Saint’s body from the gallows, washed it with clean water and buried him near the Armenian cemetery with teardrops of admiration and love. Today his skull is kept at the church of Saint Catherine at Plaka, Athens.

(Πηγή: http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2008/01/saint-polidorosthe-cypriot-neomartyr.html )

About the author

Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης