Γεννήθηκε στην Αίγυπτο σε μια εποχή κατά την οποία είχε νομοθετηθεί η θανάτωση των αρσενικών παιδιών των Εβραίων. Έζησε, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Η μητέρα του για να τον σώση από τον θάνατο, τον ξάπλωσε μέσα σε ένα καλάθι, που το άλειψε με πίσσα για να μη βουλιάζη, και τον άφησε σε ένα ποτάμι. Εκεί τον βρήκε η κόρη του Φαραώ και επειδή της έκανε εντύπωση η χαρούμενη όψη του, θέλησε να τον υιοθετήση και τον έδωσε σε κάποια Εβραία να της τον μεγαλώση. Ο Θεός οικονόμησε έτσι τα πράγματα ούτως ώστε να βρεθή στην αγκαλιά της μητέρας του και να θηλάζη το μητρικό γάλα. Όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να ονομάζεται γιός της κόρης του Φαραώ. Περιφρόνησε τα πλούτη, τις αμαρτωλές ηδονές και την ψεύτικη ανθρώπινη δόξα και προτίμησε να συγκακουχείται με τον λαό του Θεού.
Ο Θεός του έδειξε, στην έρημο, το θαύμα της φλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου, όπου του αποκάλυψε ότι είναι ο Ών, και στην συνέχεια τον κάλεσε να γίνη ηγέτης του λαού του και να τον οδηγήση από την Αίγυπτο, την χώρα της δουλείας, στην γη της επαγγελίας. Αυτός από ταπείνωση αρνήθηκε γιατί ήταν ισχνόφωνος, δηλαδή είχε αδύνατη φωνή, και βραδύγλωσσος. Όμως ο Θεός τον εξέλεξε γιατί είχε άλλα μεγαλύτερα χαρίσματα, όπως υπακοή, προσευχή, υπομονή, δικαιοσύνη, θυσιαστική αγάπη κ.λ.π., που καταξιώνουν έναν αληθινό ηγέτη.
Ήταν ηγέτης ενός λαού “σκληροτράχηλου και απερίτμητου”, δυσκολοκυβέρνητου, που ευεργετήθηκε τα μέγιστα από τον Θεό και από τον ίδιο (τόν Μωϋσή), που όμως εύκολα λησμονούσε τις ευεργεσίες και πολύ συχνά στρεφόταν εναντίον των ευεργετών του. Αλλά ο Μωϋσής κάθε φορά που γκρίνιαζε ο λαός και αγανακτούσε, δεν προσπαθούσε να καταπραΰνη την οργή του με ψεύτικες υποσχέσεις, ούτε προσπαθούσε να βρη “λογικές λύσεις”, αλλά στρεφόταν στον Θεό και με πύρινη προσευχή ζητούσε από Αυτόν την λύση. Και ο Θεός τον κατηύθυνε πάντα και την κατάλληλη στιγμή έδινε την πρέπουσα λύση στο προβλημα. Η προσευχή του Μωϋσή ήταν δυνατή, πύρινη, γιατί γινόταν με καθαρότητα καρδιάς, πόνο ψυχής και με μεγάλη αγάπη για τον λαό. Παρ’ όλο που εξωτερικά δεν ακουγόταν, εν τούτοις ενώπιον του Θεού ανέβαινε ως βοή, που ανάγκασε τον Θεό να ερωτήση: “Τί βοάς προς με;”. Δηλαδή τί θέλεις και φωνάζεις; Τόση δύναμη είχε.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης τον αποκαλεί πρότυπο αρετής και τελείου βίου. Απαντώντας σε πνευματικό του παιδί, που με επιστολή του ζητούσε να του γράψη τα σχετικά με τον τέλειο βίο, ο άγιος Γρηγόριος του περιγράφει και στην συνέχεια του αναλύει τον βίο του Προφήτη Μωϋσή. Τον αποκαλεί Θεόπτη, επειδή αξιώθηκε να δη τον Θεό. Αφού, σύμφωνα με την εντολή του Θεού, νήστεψε σαράντα ημέρες ανέβηκε στο Όρος Σινά, είδε την δόξαν του Θεού και στην συνέχεια παρέλαβε τις Πλάκες με τον “Θεόγραφον Νόμον”. Σύμφωνα με την βιβλική περιγραφή, είδε τα οπίσθια του Θεού και όχι το πρόσωπό Του, δηλαδή είχε μεθέξει των ακτίστων ενεργειών του Θεού και όχι της ακτίστου ουσίας Του. Οι άγιοι μετέχουν όχι της ακτίστου ουσίας του Θεού, αλλά των ακτίστων ενεργειών Του. Κάτι παρόμοιο θα λέγαμε ότι συμβαίνει και με τα κτιστά πράγματα, όπως π. χ. με τον ήλιο. Μετέχουμε καθημερινά των ενεργειών του, όπως είναι το φως η θερμότητα κ.λ.π., όχι όμως και της ουσίας του, γιατί αυτό είναι αδύνατον.
Αναφέρει, λοιπόν, ότι ο Μωϋσής ήταν μέγας και συνεχώς γινόταν μεγαλύτερος και το ανέβασμά του δεν είχε τέλος, αφού δεν έχει τέλος η τελειότητα, την οποία οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν ατέλεστη. “Ο μέγας Μωϋσής, επειδή γινόταν ολοένα μεγαλύτερος, δεν σταματούσε πουθενά το ανέβασμά του, ούτε έβαζε κάποιο όριο στην φορά του προς τα άνω. Αλλά μια και πάτησε την σκάλα όπου στηριζόταν ο Θεός, όπως λέει ο Ιακώβ, ανέβαινε πάντοτε στο πιο πάνω σκαλί και ποτέ δεν έπαυε να υψώνεται, επειδή έβρισκε πάντοτε το ψηλότερο σκαλί από εκείνο όπου είχε σταθεί. Αρνείται την ψευδή συγγένεια με την βασιλοπούλα των Αιγυπτίων και γίνεται εκδικητής του Εβραίου. Μετοικεί και ζη στην έρημο, που δεν την τάραζε η ανθρώπινη ζωή. … Βλέπει την λάμψη του φωτός, κάνει ανάλαφρο το ανέβασμά του προς το φως με την αφαίρεση των υποδημάτων του. Βγάζει από την σκλαβιά στην ελευθερία τους συγγενείς και ομοφύλους του, βλέπει τον εχθρό να πηγαίνη στο βυθό βουλιάζοντας κάτω από το κύμα … Τί μας διδάσκουν όσα είπαμε; Να αποβλέπομε δια βίου σε ένα τέλος, με τις πράξεις της ζωής μας να ονομαστούμε υπηρέτες του Θεού… Να θεωρήσομε ως μόνο φοβερό το να εκπέσομε από την φιλία του Θεού και να κρίνομε ως μόνο ακριβό και ποθητό για μας το να γίνομε φίλοι του Θεού, πράγμα που είναι, σύμφωνα με τον λόγο μου, η τελειότητα της ζωής”. (Ε.Π.Ε., Γρηγ. Νύσσης, τόμος 9, Δύο λόγοι “Στο βίο του Μωϋσή”).
Στο Θαβώρ, το Όρος της Μεταμορφώσεως του Χριστού, ήταν παρών μαζί με τον Προφήτη Ηλία και αυτό έγινε, σύμφωνα με τον ιερό υμνογράφο, για να γίνη φανερό ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός “ζώντων και νεκρών κυριεύει”.
Ο Προφήτης Μωϋσής αποτελεί πρότυπο πίστεως, “πίστει Μωσής μέγας εγένετο”, ελεύθερης υπακοής, πύρινης προσευχής, δικαιοσύνης και ανιδιοτελούς αγάπης. Ήταν και παραμένει πρότυπο αληθινού ηγέτη και οδηγού από την αιγυπτιακή δουλεία των παθών στην όντως ζωή, στην πραγματική ελευθερία, την ελευθερία “τών τέκνων του Θεού”.